ἀδιάφθορος: Difference between revisions
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[imperishable]], [[indestructible]], [[uncorrupted]], [[not to be bribed]] | |woodrun=[[imperishable]], [[indestructible]], [[uncorrupted]], [[not to be bribed]] | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[indestructible]]=== | |||
Armenian: անկործան, անկործանելի; Belarusian: неразбуральны, непарушны; Bulgarian: неразбиваем; Catalan: indestructible; Czech: nezničitelný; Dutch: [[onverwoestbaar]]; Esperanto: nedetruebla; Finnish: tuhoutumaton; French: [[indestructible]]; Galician: indestruible; German: [[unzerstörbar]], [[unvernichtbar]]; Greek: [[άφθαρτος]], [[ακατάλυτος]], [[άθραυστος]], [[ανθεκτικός]], [[ακατάστρεπτος]], [[ακατεδάφιστος]], [[άτρωτος]], [[ακατανίκητος]]; Ancient Greek: [[ἀδαμάντινος]], [[ἀδάμαστος]], [[ἀδιάλυτος]], [[ἀδιασκέδαστος]], [[ἀδιάφθορος]], [[ἄθραυστος]], [[ἄθρυπτος]], [[ἀκάαπτον]], [[ἀκαθαίρετος]], [[ἀκατάβλητος]], [[ἀκατάλυτος]], [[ἀκαταπόνητος]], [[ἀκατάργητος]], [[ἀκατάστρεπτος]], [[ἀκήρατος]], [[ἄλυτος]], [[ἀμαράντινος]], [[ἀμετάληπτος]], [[ἀναπόθετος]], [[ἀνεξάλειπτος]], [[ἀνώλεθρος]], [[ἄρρηκτος]], [[ἀσύντριπτος]], [[ἀτειρής]], [[ἄτριστος]], [[ἄφθιτος]]; Hungarian: elpusztíthatatlan; Italian: [[indistruttibile]]; Japanese: 壊せない, 潰せない, びくともしない, 丈夫な, 堅い; Latin: [[indelebilis]]; Manx: neuhraartagh; Norwegian Bokmål: som ikke kan ødelegges, uforgjengelig, uslitelig; Polish: niezniszczalny; Portuguese: [[indestrutível]]; Romanian: indestructibil; Russian: [[нерушимый]], [[неразрушимый]]; Spanish: [[indestructible]]; Swedish: oförstörbar, outplånlig, oförgänglig; Ukrainian: незнищенний, незруйновний | |||
}} | }} |
Latest revision as of 05:39, 25 September 2024
English (LSJ)
ἀδιάφθορον,
A not affected by decay, Antyll. ap. Orib.46.22.3; uncorrupted, chaste, Pl.Phdr.252d; απ' ὀρθῆς. . καὶ ἀδιαφθόρου τῆς ψυχῆς D.18.298, cf. Men. 984, D.S.1.59, Plu.2.5e. Adv. ἀδιαφθόρως = chastely, with the highest integrity, ἐρᾶσθαι Aeschin.1.137.
2 of judges, incorruptible, Pl.Lg.768b; of witnesses, Arist.Rh.1376a17; of magistrates, Id.Pol.1286a39 (Comp.), cf. IG2.240b13. Sup. Adv. ἀδιαφθορώτατα Pl.l.c.
II imperishable, Pl.Phd.106e.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de abstr. incorruptible, imperecedero, indestructible del alma, Pl.Phd.106e, cf. Phdr.245d, τὴν τοῦ σώματος διαμονὴν ἀδιάφθορον φυλάττεσθαι ἀδύνατον Procl.in R.2.153, cf. Apoc.Esd.1.20
•sano, no estropeado o alterado αἴσθησις Arist.EE 1236a1, cf. Pr.893a21, οἶνος Gp.7.20.6.
2 gener. de pers., en sent. moral incorrupto, incontaminado, puro χορευτής de un dios, Pl.Phdr.252d, cf. Men.Fr.516, D.S.1.59, λόγος Plu.2.5e, Erot.Fr.Pap.Nin.A 1.18, A 2.18, 35
•de jueces, políticos, etc. incorruptible, insobornable, íntegro δικαστής Pl.Lg.768b, cf. 918e, D.18.298, Arist.Pol.1286a39, IG 22.457b.13 (IV a.C.), de testigos, Arist.Rh.1376a17
•fiel, leal c. dat. de pers. ὁ Κέφαλος ... εἰ συμμένειν ἀ. αὐτῷ Ant.Lib.41.2.
II adv. ἀδιαφθόρως = de manera pura ἐρᾶσθαι Aeschin.1.137.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non corrompu;
2 incorruptible;
3 impérissable.
Étymologie: ἀ, διαφθείρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀδιάφθορος -ον διαφθείρω
1. integer, onkreukbaar:; ὡς οἷόν τε ἀδιαφθορώτατα zo onkreukbaar mogelijk Plat. Lg. 768b; onverwoestbaar:. τὸ ἀθάνατον καὶ ἀδιάφθορόν ἐστί het onsterfelijke is ook onverwoestbaar Plat. Phaed. 106e1.
2. onbedorven, ongecorrumpeerd:; ἐλευθέραν καὶ ἀδιάφθορον vrij en ongecorrumpeerd Plut. Art. 26.8; uitbr.. σῶν καὶ ἀδιάφθορον ongedeerd en niet vernietigd Plat. Phaed. 106e7.
German (Pape)
unverdorben, Plat. Phaedr. 252d, Dem. ψυχὴ ὀρθὴ καὶ δικαία καὶ ἀδ. 18.298; oft Plut., der Symp. 8.5 ὕδωρ ἀδ. ἄμικτον καὶ καθαρόν erkl. Auch von Jungfrauen, Artax. 26; DS. 1.59; – unbestechlich, δεήσεσι Plat. Legg. VI.768b; unvergänglich, Phaedr. 2454; neben ἀθάνατος 106d;
• Adv., ἀδιαφθόρως ἔρασθαι, dem μισθῷ ἐπαρθείς entgegenstehend, Aesch. 1.137.
Russian (Dvoretsky)
ἀδιάφθορος:
1 неиспорченный (ὕδωρ Plat.);
2 чистый, беспримесный (χρυσός Plut.);
3 неиспорченный, неразвращенный, непорочный (ψυχή Dem.; παρθένος Plut.; γυνή Diod.);
4 неподкупный, честный (δικασταί Plat.; μάρτυρες Arst.);
5 непреходящий, нетленный (ἀθάνατος καὶ ἀ. Plat.).
Middle Liddell
διαφθείρω
I. uncorrupted, Plat., etc.:— adv. ἀδιαφθόρως, Aeschin.
2. of judges and witnesses, incorruptible, Plat., etc.: Sup. adv. ἀδιαφθορώτατα, Plat.
II. imperishable, Plat.
Greek Monotonic
ἀδιάφθορος: -ον (διαφθείρω),
I. 1. αδέκαστος, ακέραιος, αγνός, καθαρός, σε Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ. ἀδιαφθόρως, σε Αισχίν.
2. λέγεται για δικαστές και μάρτυρες, αδέκαστος, ακέραιος, τίμιος, σε Πλάτ. κ.λπ.· υπερθ. επίρρ. ἀδιαφθορώτατα, στον ίδ.
II. άφθαρτος, αιώνιος, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάφθορος: -ον, ὁ μὴ διεφθαρμένος, καθαρός, ἁγνός, Πλάτ. Φαῖδρ. 252D· ἀπ’ ὀρθῆς… καὶ ἀδιαφθόρου τῆς ψυχῆς, Δημ. 325. 15, πρβλ. Μενάνδρ. Ἄδηλ. 357, Διοδ. 1. 59, Πλούτ. - Ἐπίρρ. ἀδιαφθόρως, ἐρᾶσθαι, Αἰσχίν. 19. 20. 2) ἐπὶ δικαστῶν, ἀδέκαστος, Πλάτ. Νόμ. 768Β· ἐπὶ μαρτύρων, Ἀριστ. Ῥητ. 1. 15, 17· ἐπὶ ἀρχόντων, ὁ αὐτ. Πολ. 3. 15, 9: -ὑπερθ. ἐπίρρ. ἀδιαφθορώτατα, Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ. II. ἄφθαρτος, Πλάτ. Φαίδ. 106D, E.
English (Woodhouse)
imperishable, indestructible, uncorrupted, not to be bribed
Translations
indestructible
Armenian: անկործան, անկործանելի; Belarusian: неразбуральны, непарушны; Bulgarian: неразбиваем; Catalan: indestructible; Czech: nezničitelný; Dutch: onverwoestbaar; Esperanto: nedetruebla; Finnish: tuhoutumaton; French: indestructible; Galician: indestruible; German: unzerstörbar, unvernichtbar; Greek: άφθαρτος, ακατάλυτος, άθραυστος, ανθεκτικός, ακατάστρεπτος, ακατεδάφιστος, άτρωτος, ακατανίκητος; Ancient Greek: ἀδαμάντινος, ἀδάμαστος, ἀδιάλυτος, ἀδιασκέδαστος, ἀδιάφθορος, ἄθραυστος, ἄθρυπτος, ἀκάαπτον, ἀκαθαίρετος, ἀκατάβλητος, ἀκατάλυτος, ἀκαταπόνητος, ἀκατάργητος, ἀκατάστρεπτος, ἀκήρατος, ἄλυτος, ἀμαράντινος, ἀμετάληπτος, ἀναπόθετος, ἀνεξάλειπτος, ἀνώλεθρος, ἄρρηκτος, ἀσύντριπτος, ἀτειρής, ἄτριστος, ἄφθιτος; Hungarian: elpusztíthatatlan; Italian: indistruttibile; Japanese: 壊せない, 潰せない, びくともしない, 丈夫な, 堅い; Latin: indelebilis; Manx: neuhraartagh; Norwegian Bokmål: som ikke kan ødelegges, uforgjengelig, uslitelig; Polish: niezniszczalny; Portuguese: indestrutível; Romanian: indestructibil; Russian: нерушимый, неразрушимый; Spanish: indestructible; Swedish: oförstörbar, outplånlig, oförgänglig; Ukrainian: незнищенний, незруйновний