κολλάω: Difference between revisions
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
(strοng) |
(T21) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from kolla ("[[glue]]"); to [[glue]], i.e. ([[passively]] or reflexively) to [[stick]] ([[figuratively]]): [[cleave]], [[join]] ([[self]]), [[keep]] [[company]]. | |strgr=from kolla ("[[glue]]"); to [[glue]], i.e. ([[passively]] or reflexively) to [[stick]] ([[figuratively]]): [[cleave]], [[join]] ([[self]]), [[keep]] [[company]]. | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=κόλλω: [[passive]], [[present]] κολλωμαι; 1st aorist ἐκολλήθην; 1future κολλεθήσομαι (L T Tr WH); ([[κόλλα]] gluten, [[glue]]); [[properly]], to [[glue]], [[glue]] to, [[glue]] [[together]], [[cement]], [[fasten]] [[together]]; [[hence]] [[universally]], to [[join]] or [[fasten]] [[firmly]] [[together]]; in the N. T. [[only]] the [[passive]] is [[found]], [[with]] reflexive [[force]], to [[join]] [[oneself]] to, [[cleave]] to; the Sept. for דָּבַק: ὁ [[κονιορτός]] ὁ κολληθεις [[ἡμῖν]], ἐκολλήθησαν αὐτῆς αἱ ἁμαρτίαι [[ἄχρι]] [[τοῦ]] οὐρανοῦ, her sins were [[such]] a [[heap]] as to [[reach]] [[even]] [[unto]] [[heaven]] ([[that]] Isaiah , came to the [[knowledge]] of [[heaven]]), G L T Tr WH (ἐκολλ. ἡ [[ψυχή]] μου [[ὀπίσω]] [[σου]], αἱ ἄγνοιαί [[ἡμῶν]] ὑπερήνεγκαν [[ἕως]] [[τοῦ]] οὐρανοῦ, 1Esdr. 8:72 (74); [[ὕβρις]] τέ βιη τέ οὐρανόν ἱκει, [[Homer]] [[Odyssey]] 15,329; 17,565). of persons, [[with]] the dative of the [[thing]], κολλήθητι τῷ ἅρματι [[join]] [[thyself]] to etc. [[μετά]] and the genitive of [[person]], ibid. 10,11 [ET]; 19,2 [ET]. 6; Clement of [[Rome]], 1 Corinthians 15,1 [ET]; 30,3 [ET]; 46,2 [ET] (cf. Lightfoot's [[note]]), 4): τῇ γυναικί, L T Tr WH; τῇ [[πόρνη]], τῷ κυρίῳ, to [[give]] [[oneself]] [[steadfastly]] to, labor for (A. V. [[cleave]] to): τῷ ἀγαθῷ, ἀγαθῷ, κρίσει δίκαια, the Epistle of Barnabas 20,2 [ET]; τῇ [[εὐλογία]], so [[cleave]] to as to [[share]], Clement of [[Rome]], 1 Corinthians 31,1 [ET]. ([[Aeschylus]] Ag. 1566; [[Plato]], Diodorus, [[Plutarch]], others) (Compare: [[προσκολλάω]].) | |||
}} | }} |
Revision as of 18:01, 28 August 2017
English (LSJ)
(κόλλα)
A glue, cement, τι περὶ τὸν τράχηλον, τι πρός τι, Pl. Ti.75d, 82d; ἐπιστύλια ἐπὶ τοὺς κίονας IG22.1668.46; mend a broken vessel, ib.11(2).161A 111 (Delos, iii B.C.), POxy.1449.15 (iii A.D.). 2 join one metal or other substance to another, κ. χρυσὸν ἔν τε λευκὸν ἐλέφαντα, i.e. make [a crown] inlaid with gold and ivory, Pi.N.7.78:—Pass., κολλώμενα glued together, opp. γομφούμενα, Ar. Eq.463; ὁ κολλώμενος σίδηρος welded iron, Plu.2.619a; στραγγαλὶς χρυσᾶ κεκολλημένη POxy.1449.23 (iii A.D.). II generally, join fast together, unite, ἄλφιτον ὕδατι Emp.34; χαλκὸν ἐπ' ἀνέρι κολλᾶν, of one applying a cupping-glass, Cleobulina 1, cf. Gal.Thras.23; close up wounds, Id.11.440:—Pass., κολλέεσθαι, of poison entering the system, Hp.Ep.19 (Hermes 53.66); κολλᾷ καὶ συνδεῖ πάντα ἤθη [ὁ πόθος] Pl.Lg.776a:—Pass., cleave to, κεκόλληται γένος πρὸς ἄτᾳ is indissolubly bound to . . (Blomf. for προσάψαι), A.Ag.1566 (lyr.); λόγος εἰς τὰ σπλάγχνα κολληθείς Philem.113.4; of persons, κ. τινί Act.Ap. 5.13; of things, ὁ κονιορτὸς ὁ κολληθείς τινι Ev.Luc.10.11: sens. obsc., AP11.73 (Nicarch.). III put together, build, Pi.O.5.13:— Med., fit together, τροχάλεια Arat.530.
German (Pape)
[Seite 1473] zusammenleimen, -fügen, verbinden; χρυσόν Pind. N. 7, 78, wie σίδηρος κολλώμενος (damascirt?), Plut. Symp. 1, 2, 6; τὴν σάρκα κολλᾷ πρὸς τὴν τῶν ὀστῶν φύσιν Plat. Tim. 82 d; so auch A. – Oft übertr., κεκόλληται γένος πρὸς ἄτᾳ Aesch. Ag. 1547, wie wohl für προσάψαι zu emend. ist; κολλᾷ καὶ συνδεῖ πόθος πάντα ἤθη Plat. Legg. VI, 776 a; Plut.; oft im N. T. – S. auch κολλητός.
Greek (Liddell-Scott)
κολλάω: (κόλλα) κολλῶ, συγκολλῶ, τι περί τι, τι πρός τι Πλάτ. Τίμ. 75D, 82D. 2) συνάπτω μέταλλόν τι πρὸς ἕτερον, κ. σίδηρον, σφυρηλατῶ ὁμοῦ, συγκολλῶ, Πλούτ. 2. 619Α (ἀλλ’ ἴδε ἐν λ. κόλλησις)· κ. χρυσὸν ἐλέφαντά τε, κατασκευάζω στέφανον πεποικιλμένη διὰ χρυσοῦ καὶ ἐλέφαντος, Πινδ. Ν. 7. 115. ― Παθ., κολλώμενα, συγκολλώμενα κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ γομφούμενα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 463. ΙΙ. καθόλου, συνενῶ σφιγκτῶς, συνδέω, συνάπτω, τινί τι Ἐμπεδ. 275· χαλκὸν ἐπ’ ἀνέρι κολλᾶν, ἐπί τινος ἐφαρμόζοντος σικύαν («βεντοῦζαν»), Ποιητ. παρ’ Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 12, πρβλ. Ἀρεταί. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1· κολλᾷ καὶ συνδεῖ πάντα ὁ πόθος Πλάτ. Νόμ. 776Α. ― Παθ., προσκολλῶμαι εἴς τινα ἢ εἴς τι, κεκόλληται γένος πρὸς ἄτᾳ, εἶναι ἀδιαλύτως συνημμένον πρὸς... (κατὰ Blomf. ἀντὶ προσάψαι), Αἰσχ. Ἀγ. 1566· οὕτως, ἐπὶ προσώπων, κ. τινι, προσκολλῶμαι εἴς τινα, συνδέομαι μετά τινος, Πράξ. Ἀποστ. ε΄, 13· καὶ ἐπὶ πραγμάτων, ὁ κονιορτὸς ὁ κολληθείς τινι Εὐαγ. κ. Λουκ. ι΄, 11. ΙΙΙ. συνάπτω, συναρμόζω, κτίζω, Πινδ. Ο. 5. 29· οὕτως ἐν τῷ μέσ. ἀορ. προσαρμόζομαι, ἁρμόζω, τροχάλεια Ἄρατ. 530.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἐκόλλησα;
Pass. ao. ἐκολλήθην, pf. κεκόλλημαι;
1 coller, souder;
2 fig. unir fortement : κεκόλληται γένος πρὸς ἄτᾳ ESCHL cette race est indissolublement liée au malheur.
Étymologie: κόλλα.
English (Slater)
κολλάω
1 bind together κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος, ὑπ' ἀμαχανίας ἄγων ἐς φάος τόνδε δᾶμον ἀστῶν (sc. Ψαῦμις vel Ἵππαρις: sign. dub.: perhaps a reference is intended to the rebuilding of Kamarina shortly after 461 B. C., cf. v. 8. τὰν νέοικον ἕδραν) (O. 5.13) Μοῖσά τοι κολλᾷ χρυσόν, ἔν τε λευκὸν ἐλέφανθ' ἁμᾶ καὶ λείριον ἄνθεμον ποντίας ὑφελοῖσ ἐέρσας (N. 7.78)
Spanish
English (Strong)
from kolla ("glue"); to glue, i.e. (passively or reflexively) to stick (figuratively): cleave, join (self), keep company.
English (Thayer)
κόλλω: passive, present κολλωμαι; 1st aorist ἐκολλήθην; 1future κολλεθήσομαι (L T Tr WH); (κόλλα gluten, glue); properly, to glue, glue to, glue together, cement, fasten together; hence universally, to join or fasten firmly together; in the N. T. only the passive is found, with reflexive force, to join oneself to, cleave to; the Sept. for דָּבַק: ὁ κονιορτός ὁ κολληθεις ἡμῖν, ἐκολλήθησαν αὐτῆς αἱ ἁμαρτίαι ἄχρι τοῦ οὐρανοῦ, her sins were such a heap as to reach even unto heaven (that Isaiah , came to the knowledge of heaven), G L T Tr WH (ἐκολλ. ἡ ψυχή μου ὀπίσω σου, αἱ ἄγνοιαί ἡμῶν ὑπερήνεγκαν ἕως τοῦ οὐρανοῦ, 1Esdr. 8:72 (74); ὕβρις τέ βιη τέ οὐρανόν ἱκει, Homer Odyssey 15,329; 17,565). of persons, with the dative of the thing, κολλήθητι τῷ ἅρματι join thyself to etc. μετά and the genitive of person, ibid. 10,11 [ET]; 19,2 [ET]. 6; Clement of Rome, 1 Corinthians 15,1 [ET]; 30,3 [ET]; 46,2 [ET] (cf. Lightfoot's note), 4): τῇ γυναικί, L T Tr WH; τῇ πόρνη, τῷ κυρίῳ, to give oneself steadfastly to, labor for (A. V. cleave to): τῷ ἀγαθῷ, ἀγαθῷ, κρίσει δίκαια, the Epistle of Barnabas 20,2 [ET]; τῇ εὐλογία, so cleave to as to share, Clement of Rome, 1 Corinthians 31,1 [ET]. (Aeschylus Ag. 1566; Plato, Diodorus, Plutarch, others) (Compare: προσκολλάω.)