ὑπολείπω: Difference between revisions
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
(T22) |
(44) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=1st aorist [[passive]] ὑπελείφθην; from [[Homer]] [[down]]; the Sept. for הִשְׁאִיר and הותִיר; to [[leave]] [[behind]] ([[see]] [[ὑπό]], III:1); [[passive]], to be [[left]] [[behind]], [[left]] [[remaining]], the Sept. for נִשְׁאַר and נותַר: used of a survivor, Romans 11:3. | |txtha=1st aorist [[passive]] ὑπελείφθην; from [[Homer]] [[down]]; the Sept. for הִשְׁאִיר and הותִיר; to [[leave]] [[behind]] ([[see]] [[ὑπό]], III:1); [[passive]], to be [[left]] [[behind]], [[left]] [[remaining]], the Sept. for נִשְׁאַר and נותַר: used of a survivor, Romans 11:3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὑπολείπω]] ΝΜΑ [[λείπω]]<br /><b>1.</b> [[αφήνω]] [[κάτι]] ως [[υπόλειμμα]], [[αφήνω]] [[υπόλειμμα]]<br /><b>2.</b> (το μεσ.) [[υπολείπομαι]]<br />α) [[μένω]] ως [[υπόλοιπο]], ως [[περίσσευμα]], [[απομένω]] (α. «υπολείπονται δύο δόσεις [[ακόμη]]» β. «πέμπτον δ' ὑπελείπετ' [[ἄεθλον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />β) (μτφ. με γεν.) [[μένω]] [[πίσω]], [[υστερώ]], [[είμαι]] [[κατώτερος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μτχ. αρσ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ο υπολειπόμενος</i><br /><b>βιολ.</b> ο [[υποτελής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αφήνω]] [[πίσω]] μου, [[εγκαταλείπω]] («τοὺς αὐτοὺς τούτους οὕσπερ νῡν φασι πολεμίους ὑπολείποντας αν ἡμᾱς πλεῑν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παραλείπω]]<br /><b>3.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[είμαι]] [[λίγος]], δεν [[επαρκώ]] («εἰ μὴ καταψηφιεῑσθε ὧν αὐτοὶ κελεύουσιν, ὑπολείψει ὑμᾱς ἡ [[μισθοφορά]]», Λυσ.)<br /><b>4.</b> [[τελειώνω]], σώνομαι («[[ὅταν]] ὑπολίπῃ το [[μέλι]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> α) [[φθάνω]] στο [[τέλος]] μου, [[τελειώνω]] («[[ὅταν]] δνοφερὰ νὺξ ὑπολειφθῇ», <b>Σοφ.</b>)<br />β) [[αφήνω]] [[πίσω]] μου («ὑπολειπομένους μηδεμίαν τῶν νεῶν», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) [[αφήνω]] [[πίσω]] μου, [[κρατώ]] για τον εαυτό μου<br />δ) (για [[ποσό]]) [[εκπίπτω]] από [[πληρωμή]]<br />ε) (<b>για πρόσ.</b>) [[παραμένω]] [[κάπου]] («αὐτὰρ ὁ ἐν μεγάρῳ ὑπελείπετο δῑος [[Ὀδυσσεύς]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />στ) (σχετικά με αγώνα δρόμου ή, γενικά, με [[πορεία]]) [[καθυστερώ]] («βραδὺς ἄνθρωπός τις ἔθει κύψας... ὑπολειπόμενος καὶ δεινὰ ποιῶν», <b>Αριστοφ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:49, 29 September 2017
English (LSJ)
also ὑπολειπ-λιμπάνω (q. v.),
A leave remaining, ἅ ῥα τῇ προτέρῃ ὑπέλειπον ἔδοντες Od.16.50; ὑ. λόγον αὐτοῖς, ὡς . . οἷοί τ' ἔσονται Th. 8.2 (cf. infr. 111); πολεμίους τινὰς ὑ. Id.6.17; τὸν πόλεμον τοῖς παισί Id.1.81; οὐδεμίαν ὑπερβολὴν ὑ. τινί leave him no possibility of exceeding, Isoc.6.105 (f.l. for κατα-) ; τοῖς ἔγγιστα τιμωρεῖσθαι ὑ. Antipho 4.4.11. 2 of things, fail one, ὑπολείψει ὑμᾶς ἡ μισθοφορά Lys.27.1 (ἐπι- Reiske, Hude), cf. Arr.Ind.26.9 (ἐπι- Ellendt); ὑ. τινὰ ὁ λόγος Gorg.17; ὑπολείποι γὰρ ἂν ὁ αἰὼν διαριθμοῦντα Arist.Rh. 1374a33; [τὰ ὕδατα] ὑ. τινάς Id.Pol.1330b7. 3 intr., fail, fall short, θεοὶ . . ὑπέλιπον οὐ πώποκα Epich.170.1; ὅταν ὑπολίπωσιν αἱ βάλανοι Arist.HA615b22; ὑ. τὸ μέλι ib.626b6; αἱ τρίχες Id.GA745a15, cf. PA 650a36 (c. dat.); ἡ φωνὴ ὑπολελοίπει had ceased, Hp.Epid.5.10, etc.: also, fail in what is expected of one, come short, Lys.31.4 (ὑπολίπωμαι codd.). II Pass., c. fut. Med., to be left remaining, ἐν μεγάρῳ ὑπελείπετο he was left behind... Od.7.230, cf. Hdt.1.105, 2.15,86; ἐγὼ δ' ὑπολείψομαι αὐτοῦ Od.17.276, 282, etc.; ὑπολειφθείς Hdt.5.61, 8.67, X.HG4.1.39, cf. Isoc.4.70. 2 of things, πέμπτον δ' ὑπελείπετ' ἄεθλον Il.23.615; ἐμοὶ δ' ἅπαξ ἀποφυγόντι ὁ αὐτὸς κίνδυνος ὑπολείπεται Antipho 5.16; μὴ ὑπολείπεσθαι [τοὺς νόμους], εἴ ποτε . . so that they do not remain in force, in case that... Th.3.84; οὐδὲν ὑπολείπεται ἀλλ' ἢ . . Pl.Phdr.231b; μηκέτι ὑπολείπεσθαι αὐτοῖς περὶ μηθενὸς ἔνκλημα μηθέν SIG712.29 (Crete, ii B. C.). 3 c. gen., ὑπολείπεσθαι τοῦ στόλου stay behind the expedition, i. e. not to go upon it, Hdt.1.165, cf. A.Ag.73 (anap.). 4 to be left behind in a race, Ar.Ra.1092; lag behind, κατὰ τὴν ὁδὸν πορεύεσθαι -όμενον Pl. Smp.174d; of stragglers in an army, X.An.1.2.25, etc.; ὑ. μικρὸν τοῦ στόματος fall behind the front rank, ib.5.4.22 (s. v.l.); of fixed stars, lie to the East of a point in the celestial sphere, Hipparch.3.5.6, al.; of the apparent motion of planets, Arist.Mete.343a24, al., cf. Epicur. Ep.2p.53 U, Gem.12.22, Ptol.Alm.12.1, Theo Sm.p.147 H. 5 metaph., to be inferior, ταῖς ἡλικίαις τῶν πατέρων Arist.Pol.1334b39, cf. 1254b35. 6 abs., fail, come to an end, ὁπόταν . . νὺξ ὑπολειφθῇ S.El.91 (anap.), cf. Arist.Mete.356b5, al. III Med., leave behind one, τὰ πρόβατα Hdt.4.121; μηδεμίαν τῶν νεῶν Id.6.7; ὑ. τούτων ὡς χιλίους leaving about 1000 of them unburied, Id.8.24; ὑπολείπεσθαι αἰτίαν, ὡς . . to leave cause for reproach against oneself, in thinking that... Th.1.140 (v. sub init.); πόνους Isoc.9.45. 2 retain, [τοῦ ὕδατος] περὶ ἑωυτόν Hdt.2.25; δόρυ ἓν ὧν ἔσχον Arr.Tact.4.6, cf. 39.1; reserve, ἑαυτῷ ἑκατὸν ἅρματα LXX 2 Ki.8.4; σαυτῷ ταύτην τὴν ὄλυραν PHib.1.50.4 (iii B. C.); τὸν ὑπάρχοντα χόρτον τοῖς προβάτοις PCair.Zen.645.6 (iii B. C.); ὑπολιποῦ τόπον leave a space, ib.327.83 (iii B. C.): but in D.18.219 the Act. ὑπέλειπε . . ἑαυτῷ . . ἀναφοράν (left himself a means of escape) is the best reading. 3 deduct from a payment, IG7.3073.50,56 (Lebad., ii B. C.):—Pass., ib.58; ὑπολειπέσθω τῆς τιμῆς τὸ ὀφειλόμενον Philol.83.204 (Euboea, iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1223] übrig lassen; ἅ ῥα τῇ προτέρῃ ὑπέλειπον ἔδοντες Od. 16, 50; u. in Prosa, wie Thuc. 6, 10; λόγον 8, 2; Plat. Soph. 332 c u. A.; häufiger pass. mit fut. med., zurück-, übrig gelassen werden, zurück-, übrig bleiben, πέμπτον ὑπελείπετ' ἄεθλον Il. 23, 615; ἐν μεγάρῳ ὑπελείπετο Od. 7, 230; ὑπολείψομαι αὐτοῦ 17, 276, u. öfter; Her. 2, 15. 5, 61. 8, 62 u. öfter; τῆς τότ' ἀρωγῆς ὑπολειφθέντες Aesch. Ag. 73; ὁπόταν δνοφερὰ νὺξ ὑπολειφθῇ Soph. El. 91; οὐδὲν ὑπολείπεται ἀλλ' ἢ ποιεῖν Plat. Phaedr. 231 b; dah. hinter Einem zurückbleiben, ihm nachstehen, ursprünglich vom Wettlauf, absolut, Ar. Ran. 1090; κατὰ τὴν ὁδὸν πορεύεσθαι ὑπολειπόμενον Plat. Conv. 174 d; Xen. An. 5, 4,22; τινός, übh. hinter Einem zurückbleiben, oft bei Sp. – Med. hinter sich zurücklassen, ὑπολειπομένους μηδεμίην τῶν νεῶν Her. 6, 7, vgl. 4, 121; ὑπελίπετο μαρτυρίαν εἰς τὸν ὕστερον λόγον Dem. 28, 1, u. ähnlich ὑπελείπετο γὰρ αὐτῶν ἕκαστος ἑαυτῷ ἅμα μὲν ῥᾳστώνην, ἅμα δὲ εἴ τι γίγνοιτο ἀναφοράν 18, 219, er ließ sich eine Ausflucht offen. – Auch im Stich lassen, ausgehen, zu mangeln anfangen, dem ἐνδεῖ entsprechend; bei Lys. 27, 1 ὑπολείψει ὑμᾶς ἡ μισθοφορά.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπολείπω: μέλλ. -ψω, ἀφίνω ὀπίσω, ἀφίνω ὡς ὑπόλοιπον, ἀφίνω τι περίσσευμα, κρειῶν πίνακας..., ἅ ῥα τῇ προτέρῃ ὑπέλειπον ἔδοντες Ὀδ. Π. 50· τοὺς αὐτοὺς τούτους οὕσπερ νῦν φασι πολεμίους ὑπολειπόντας ἂν ἡμᾶς πλεῖν, οὓς νῦν λέγουσιν οἱ περὶ τὸν Νικίαν, ἠθέλομεν ἀφήσῃ ὀπίσω ἂν ἐκπλεύσωμεν, Θουκ. 6. 17· τὸν πόλεμον τοῖς παισὶ ὁ αὐτ. 1. 81· οὐδεμίαν ὑπερβολὴν ὑπ. τινί, δὲν ἀφίνω εὐκαιρίαν ὑπερβολῆς, Ἰσοκρ. 137Β ὑπ. τινὶ τιμωρεῖσθαι Ἀντιφῶν 129. 14 (περὶ τοῦ ἐν Θουκ. 8, 2 χωρίου: μηδ’ ὑπολείπειν λόγον αὐτοῖς, ὡς κτλ. ὅρα σημ. Arnold καὶ S. T. Blomfield ἐν τόπῳ, ἴδε προσέτι καὶ τὸν ἡμέτερον Δούκαν). 2) ἐπὶ πραγμάτων, δείκνυμαι ὀλίγος, δὲν εἶμαι ἀρκετός, δὲν ἀρκῶ, ὑπολείψει ὑμᾶς ἡ μισθοφορὰ Λυσ. 177, κλπ.· ὑπ. τινὰ ὁ λόγος Ἀριστ. Ρητ. 3. 17, 11· ― οὕτως ἀπολ. ὡς εἰ ἀμετάβ., ἐκλείπω, ὅταν ὑπολίπωσιν αἱ βάλανοι ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 13, 1· ὑπ. μέλι αὐτόθι 40. 43· αἱ τρίχες ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 2. 6, 48, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 2. 3, 13. ΙΙ. Παθ., μετὰ μέσ. μέλλ., ἀφίνομαι ὑπόλοιπος, μένω ὀπίσω, πέμπτον δ’ ὑπελείπετ’ ἄεθλον Ἰλ. Ψ. 615· ἐν μεγάρῳ ὑπελείπετο Ὀδ. Η. 230, πρβλ. Τ. 1, Ἡρόδ. 1. 105., 2. 15, 86· ἐγὼ δ’ ὑπολείψομαι αὐτοῦ Ὀδ. Ρ. 276, πρβλ. 282, κλπ.· ὑπολειφθεὶς Ἡρόδ. 5. 61., 8. 67, καὶ Ἀττ. 2) ἐπὶ πράγμ., μὴ ὑπολείπεσθαι [τοὺς νόμους], εἴ ποτε..., νὰ μὴ μένωσιν ἰσχύοντες, ἐάν..., Θουκ. 3. 44· οὐδὲν ὑπολείπεται, ἀλλ’ ἤ... Πλάτ. Φαῖδρος 321Β. 3) μετὰ γεν., ὑπολείπομαι τοῦ στόλου, μένω ὀπίσω ὡς πρὸς τὴν ἐκστρατείαν, δὲν λαμβάνω μέρος εἰς αὐτήν, Ἡρόδ. 1. 165, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 73. 4) μένω ὀπίσω, ἀφίνομαι ὀπίσω ἐν ἀγῶνι δρόμου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1092· ἐπὶ στρατιωτῶν οἵτινες ἐν τῇ πορείᾳ τοῦ στρατοῦ μένουσιν ὀπίσω, ὑπολειφθέντας καὶ οὐ δυναμένους εὑρεῖν τὸ ἄλλο στράτευμα οὐδὲ τὰς ὁδοὺς κτλ. Ξεν. Ἀν. 1. 2, 25· καὶ ἐπὶ ἑνὸς μόνον ἀνθρώπου, τὸν οὖν Σωκράτη ἑαυτῷ πως προσέχοντα τὸν νοῦν κατὰ τὴν ὁδὸν πορεύεσθαι ὑπολειπόμενον Πλάτ. Συμπ. 174D κλπ.· ὑπολειπομένους δὲ μικρὸν τοῦ στόματος τῶν ὁπλιτῶν, ὄντας δὲ ὀλίγον τι ὀπίσω τῆς κατὰ μέτωπον γραμμῆς, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 22. 5) μεταφορ., εἶμαι κατώτερός τινος, τινός τινι, εἴς τι πρᾶγμα, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 16, 3, πρβλ. 1. 5, 10. 6) ἀπολ., φθάνω εἰς τὸ τέλος μου, ἐκλείπω, «τελειώνω», ὁπόταν δνοφερὰ νὺξ ὑπολειφθῇ Σοφ. Ἠλ. 91· ὅταν ὑπολίπῃ τὸ μέλι Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 9. 40, 43· ὑπ. τὸ ὕδωρ ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 9. 11, 3, κλπ. β) ὡσαύτως φαίνομαι κατώτερος ἢ ὅσον ἠλπίζετο ἐξ ἐμοῦ, μένω ὀπίσω, Λυσί. 187. 10. γ) ὑπ. τινα ὁ λόγος, δὲν ἀρκεῖ, ἐκλείπει, Ἀριστ. Ρητ. 3. 17, 11· ὑπολείποι γὰρ ἂν ὁ αἰὼν διαριθμοῦντα ὁ αὐτ. 1. 13, 13. ΙΙΙ. Μέσ., ἀφίνω ὀπίσω μου, τὰ πρόβατα Ἡρόδ. 4. 121· μηδεμίαν τῶν νέων Ἡρόδ. 6. 7· ὑπ. [τοῦ ὕδατος] περὶ ἑαυτόν, κρατῶ ὀλίγον ὕδωρ ὀπίσω, Ἡρόδ. 2. 25· ὑπ. τούτων ὡς χιλίους, ἀφίνω ἀτάφους, Ἡρόδ. 8. 24· ὑπολείπεσθαι αἰτίαν ὡς..., ἀφίνω αἰτίαν κατηγορίας ὀπίσω ἐναντίον ἐμαυτοῦ μὲ τὸ νὰ νομίζω ὅτι..., Θουκ. 1. 140 (ἴδε ἐν ἀρχῇ)· οὕτως, ὑπολείπεσθαι ἀναφοράν, ἀφίνω εἰς ἐμαυτὸν μέσα ἐκφυγῆς, Δημ. 301. 23.
French (Bailly abrégé)
f. ὑπολείψω, ao. ὑπέλιπον, etc.
I. tr. 1 laisser dessous ou au fond, laisser de reste : ἃ ὑπέλειπον ἔδοντες OD ce qu’ils avaient laissé (la veille) de nourriture ; Pass. être laissé, rester;
2 laisser derrière soi : τινα πολέμιον THC qqe ennemi ; Pass. être laissé en arrière, rester en arrière : τοῦ στόλου HDT de l’expédition, càd ne pas y prendre part ; en gén. être placé en arrière : τοῦ στόματος XÉN du front de l’armée ; avec idée de temps ὁπόταν νὺξ ὑπολειφθῇ SOPH lorsque la nuit s’est écoulée litt. a été laissée en arrière ; abs. rester en arrière, rester seul : ἐν μεγάρῳ OD dans son palais ; fig. ἀρωγῆς ὑπολειφθῆναι ESCHL être privé d’un secours litt. rester en arrière d’un secours ; fig. être en arrière de, être inférieur à, gén. ; avec idée de temps πόλεμον τοῖς παισί THC laisser ou léguer une guerre à ses enfants;
II. intr. venir à manquer à, acc.;
Moy. ὑπολείπομαι;
1 laisser de reste, réserver pour soi : ὑπ. περὶ ἑαυτόν HDT garder (une certaine quantité d’eau) ; ὑπ. ἀναφοράν DÉM se réserver un moyen d’échapper;
2 laisser derrière soi : μηδεμίην τῶν νεῶν HDT ne laisser aucun navire en arrière.
Étymologie: ὑπό, λείπω.
English (Autenrieth)
mid. fut. ὑπολείψομαι: leave over, mid., remain.
English (Strong)
from ὑποτρέχω and λείπω; to leave under (behind), i.e. (passively) to remain (survive): be left.
English (Thayer)
1st aorist passive ὑπελείφθην; from Homer down; the Sept. for הִשְׁאִיר and הותִיר; to leave behind (see ὑπό, III:1); passive, to be left behind, left remaining, the Sept. for נִשְׁאַר and נותַר: used of a survivor, Romans 11:3.
Greek Monolingual
ὑπολείπω ΝΜΑ λείπω
1. αφήνω κάτι ως υπόλειμμα, αφήνω υπόλειμμα
2. (το μεσ.) υπολείπομαι
α) μένω ως υπόλοιπο, ως περίσσευμα, απομένω (α. «υπολείπονται δύο δόσεις ακόμη» β. «πέμπτον δ' ὑπελείπετ' ἄεθλον», Ομ. Ιλ.)
β) (μτφ. με γεν.) μένω πίσω, υστερώ, είμαι κατώτερος
νεοελλ.
(η μτχ. αρσ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ο υπολειπόμενος
βιολ. ο υποτελής
αρχ.
1. αφήνω πίσω μου, εγκαταλείπω («τοὺς αὐτοὺς τούτους οὕσπερ νῡν φασι πολεμίους ὑπολείποντας αν ἡμᾱς πλεῑν», Θουκ.)
2. παραλείπω
3. (για πράγμ.) είμαι λίγος, δεν επαρκώ («εἰ μὴ καταψηφιεῑσθε ὧν αὐτοὶ κελεύουσιν, ὑπολείψει ὑμᾱς ἡ μισθοφορά», Λυσ.)
4. τελειώνω, σώνομαι («ὅταν ὑπολίπῃ το μέλι», Αριστοτ.)
5. μέσ. α) φθάνω στο τέλος μου, τελειώνω («ὅταν δνοφερὰ νὺξ ὑπολειφθῇ», Σοφ.)
β) αφήνω πίσω μου («ὑπολειπομένους μηδεμίαν τῶν νεῶν», Ηρόδ.)
γ) αφήνω πίσω μου, κρατώ για τον εαυτό μου
δ) (για ποσό) εκπίπτω από πληρωμή
ε) (για πρόσ.) παραμένω κάπου («αὐτὰρ ὁ ἐν μεγάρῳ ὑπελείπετο δῑος Ὀδυσσεύς», Ομ. Οδ.)
στ) (σχετικά με αγώνα δρόμου ή, γενικά, με πορεία) καθυστερώ («βραδὺς ἄνθρωπός τις ἔθει κύψας... ὑπολειπόμενος καὶ δεινὰ ποιῶν», Αριστοφ.).