ἐπιστέλλω: Difference between revisions

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
(T21)
(13)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=1st aorist ἐπέστειλα; [[properly]], to [[send]] to [[one]] a [[message]], [[command]] ([[Herodotus]] and [[following]]); ἐπιστολάς, to [[send]] by [[letter]], [[write]] a [[letter]], [[Plato]], epistles, p. 363b., [[hence]], [[simply]] to [[write]] a [[letter]] (cf. Winer's Grammar, § 3,1b.): τίνι, Clement of [[Rome]], 1 Corinthians 7,1 [ET]; 47,3 [ET]; 62,1 [ET]; and [[often]] in Greek writings); to [[enjoin]] by [[letter]], to [[write]] instructions: R G T Tr marginal [[reading]] WH marginal [[reading]]; followed by [[τοῦ]] [[with]] an infinitive expressing [[purpose]] (cf. Winer s Grammar, 326 (306); Buttmann, 270 (232)): Acts 15:20.
|txtha=1st aorist ἐπέστειλα; [[properly]], to [[send]] to [[one]] a [[message]], [[command]] ([[Herodotus]] and [[following]]); ἐπιστολάς, to [[send]] by [[letter]], [[write]] a [[letter]], [[Plato]], epistles, p. 363b., [[hence]], [[simply]] to [[write]] a [[letter]] (cf. Winer's Grammar, § 3,1b.): τίνι, Clement of [[Rome]], 1 Corinthians 7,1 [ET]; 47,3 [ET]; 62,1 [ET]; and [[often]] in Greek writings); to [[enjoin]] by [[letter]], to [[write]] instructions: R G T Tr marginal [[reading]] WH marginal [[reading]]; followed by [[τοῦ]] [[with]] an infinitive expressing [[purpose]] (cf. Winer s Grammar, 326 (306); Buttmann, 270 (232)): Acts 15:20.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιστέλλω]] (AM) [[στέλλω]]<br /><b>1.</b> [[στέλνω]] [[επιστολή]], [[μήνυμα]], [[επικοινωνώ]] γραπτώς με κάποιον (α. «γράψας ἐς [[βιβλίον]] [[τάδε]] ἐπέστειλεν εἰς Σάμον», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «[[ἐπιστέλλω]] ἐπιστολάς τινι»)<br /><b>2.</b> [[στέλνω]] [[αγγελία]], [[παραγγέλνω]] («ἡ ἐν Αύλίδι σφαγεῑσ’ ἐπιστέλλει [[τάδε]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διατάζω]], [[παραγγέλνω]] («τὸν ἄγγελον ἐπιστείλας ταῡτα ἔπεμψε», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[δίνω]] διαταγές να κάνουν [[κάτι]] («καὶ προστραπέσθαι τούσδ’ ἐπέστελλον δόμους», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αφήνω]] [[παραγγελία]] στη [[διαθήκη]] μου<br /><b>2.</b> [[τραβώ]] και [[απλώνω]] [[ένδυμα]] εξωτερικό, [[πάνω]] από [[άλλο]].
}}
}}

Revision as of 06:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστέλλω Medium diacritics: ἐπιστέλλω Low diacritics: επιστέλλω Capitals: ΕΠΙΣΤΕΛΛΩ
Transliteration A: epistéllō Transliteration B: epistellō Transliteration C: epistello Beta Code: e)piste/llw

English (LSJ)

   A send to, γράψας ἐς βυβλίον τάδε ἐπέστειλε ἐς Σάμον Hdt. 3.40; τοῖσι Ἕλλησι Id.7.239; ἡδίω . . ἂν εἶχον ὑμῖν . . ἐπιστέλλειν Th. 7.14; ἐ. ἐπιστολάς τινι D.4.37, cf. Pl.Ep.363b; send a message, τάδε E.IT770; esp. by letter, write word, τοιαῦτα Lys.20.27; περί τινος ὡς ἀδικοῦντος Th.8.38; ἐ. ὅτι . . ib.50,99; τὰ ἐπισταλέντα ἐκ τῆς Σάμου the news received from Samos, ib.50; τὰ ὑπό τινος ἐπεσταλμένα Plu.Art.21.    2. enjoin, command, τισί τι Th.5.37; τὸν ἄγγελον ἐπιστείλας ταῦτα ἔπεμψε X.Cyr.2.4.32; τινὶ περί τινος ib.4.5.34: c.inf., ἐ. τινὶ ἀπίστασθαι Hdt.6.3; τινὶ ἐκμαθεῖν E.Ph.863; ὁ Κῦρος αὐτῷ ἐπέστελλε πρὸς Πέρσας λέγειν X.Cyr.4.5.26; also ἐ. τινὰ ποιεῖν τι S.OT106, X.Cyr.5.5.1: without any case, give orders to do, A. Eu.205, Th.8.72, etc.; give orders in writing, Thphr.Char.24.13:— Pass., ἔφη οὐδέν οἱ ἐπεστάλθαι ἄλλο ἢ ἀπαλλάσσεσθαι he had received orders to... Hdt.4.131; καί μοι ἐκ βασιλέος ὧδε ἐπέσταλται Id.6.97; αἷς ἐπέσταλται τέλος to whom the office has been committed, A.Ag. 908, cf. Eu.743; τἀπεσταλμένα Id.Ch.779; κατὰ τὰ ἐ. ὑπὸ Δημοσθένους Th.4.8; ἀξιῶ ἐπισταλῆναί τισι c.inf., PRyl.121.13 (ii A.D.): with personal construction, ταῦτα ἐπεσταλμένοι having received these instructions, Th.5.37: in later writers, usu. of orders given in writing, Act.Ap.15.20, 21.25, SIG837.14 (ii A.D.), etc.; of orders for payment, POxy.1304 (ii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 983] 1) zuschicken, hinschicken, ἐπιστολάς, γράμματα, Sp.; – durch Briefe od. Boten melden, an Einen schreiben, od. ihm sagen lassen, berichten, τοῖς ἄλλοις Ἕλλησι Her. 7, 239; ἐπιστέλλει περὶ αὐτοῦ ἐς Λακεδαίμονα ὡς ἀδικοῦντος Thuc. 8, 38; κρύφα ἐπιστείλας ὅτι ibd. 50; τὰ ἐπισταλέντα ἐκ Σάμου 8, 50; Plat. Epist. u. Sp., bes. Hdn. oft; τὰ ἐπεσταλμένα, den Brief, Plat. ep. VII, 337 d; Plut. Art. 21; Hdn. 7, 6, 9. – 2) auftragen, befehlen, Aesch. Eum. 196; αἷς ἐπέσταλται τέλος Ag. 882; πρᾶσσε τἀπεσταλμένα Ch. 768; τοὺς αὐτοέντας χειρὶ τιμωρεῖν Soph. O. R. 106, ἐπέστειλεν φράσαι Ar. Nubb. 608; in Prosa, Her. 6, 3, καί μοι ἐκ βασιλέος ὧδε ἐπέσταλται 6, 97, ἐπιστείλαντες τὰ πρέποντα εἰπεῖν ἀπέπεμψαν Thuc. 8, 72, ἀπήγγειλαν τὰ ἐπεσταλμένα 3, 4, κατὰ τὰ ἐπεσταλμένα ὑπὸ Δημοσθένους nach dem Vefehle des Dem., 4, 8; ἐπεστάλκει Ἀδουσίῳ συμμίξαντα ἄγειν Xen. Cyr. 7, 4, 41, κατὰ τὰ ἐπεσταλμένα ὑπ ὸ τοῦ βασιλικοῦ λόγου Plat. Soph. 235 b; Folgde. – Bei Christod. ecphr. 140 ist φᾶρος ἐπιστείλασα = ὑποστείλασα, aufschürzen, oder darüberziehen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστέλλω: μέλλ. -στελῶ, στέλλω πρός τινα, γράψας ἐς βιβλίον τάδε ἐπέστειλε ἐς Σάμον Ἡρόδ. 3. 40, πρβλ. 7. 239· γράφω, ἀγγέλλω δι’ ἐπιστολῆς, ἡδίω... ἂν εἶχον ὑμῖν... ἐπιστέλλειν Θουκ. 7. 14· ὁ δὲ Κῦρος αὐτῷ ἐπέστελλε πρὸς μὲν Πέρσας λέγειν κτλ., Ξεν. Κύρ. 4. 5, 26· ἐπ. ἐπιστολάς τινι Δημ. 51. 2, Πλάτ. Ἐπιστ. 363Β: ― ἀπολ., στέλλω ἀγγελίαν. Εὐρ. Ι. Τ. 770· ἰδίως δι’ ἐπιστολῆς, γράφω, παραγγέλλω, Λυσ. 160. 27· περί τινος ὡς ἀδικοῦντος Θουκ. 8. 38· ἐπ. ὅτι... αὐτόθι 50, 99· τὰ ἐπισταλέντα ἐκ Σάμου, αἱ εἰδήσεις αἱ ἀποσταλεῖσαι ἐκ Σάμου, αὐτόθι 50· τὰ ἐπεσταλμένα, ἐπιστολαί, Πλουτ. Ἀρτοξ. 21, κλ.· πρβλ. ἐπιστολή. 2) παραγγέλλω, διατάττω, τινί τι Θουκ. 5. 37· τινά τι Ξεν. Κύρ. 2. 4, 32· τινὶ περί τινος αὐτόθι 4. 5. 34, Πλάτ.· μετ’ ἀπαρ., ἐπ. τινὶ ἀπίστασθαι Ἡρόδ. 6. 3· τινὶ ἐκμαθεῖν Εὐρ. Φοίν. 863· ὡσαύτως, ἐπ. τινὰ ποιεῖν τι Σοφ. Ο. Τ. 106, Ξεν. Κύρ. 5. 5, 1· καὶ ἄνευ πτώσεως, δίδω διαταγὰς ὅπως πράξῃ τίς τι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 205, Θουκ. 8. 72, κλ.· ― οὕτως, ἐν τῷ Παθ., ἐπέσταλτό οἱ..., μετ’ ἀπαρ., διετάχθη να..., Ἡρόδ. 4. 131· καί μοι ἐκ βασιλέως ὧδε ἐπέσταλται ὁ αὐτ. 6. 97· αἷς ἐπέσταλται τέλος, εἰς ἃς ἀνετέθη ἡ ἐπιμέλεια, Αἰσχύλ. Ἀγ. 908, πρβλ. Εὐμ. 743· τὰ ἐπεσταλμένα, αἱ δοθεῖσαι διαταγαί, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 779· κατὰ τὰ ἐπ. ὑπὸ Δημοσθένους Θουκ. 4. 8. 3) διατάττω διὰ διαθήκης, Ξεν. Κύρ. 7. 3, 14, πρβλ. Valck. Εὐρ. Ἱππ. 858. ΙΙ. σύρω τι ὑπεράνω, φᾶρος ἐπιστείλασα κατωμαδὸν Χριστοδ. Ἔκφρ. 140· πρβλ. συστέλλω.

French (Bailly abrégé)

pf. Pass. ἐπέσταλμαι;
1 envoyer, particul. envoyer une lettre ou un message : ἐπιστέλλειν ἐπιστολάς τινι DÉM envoyer des lettres à qqn ; abs. envoyer un message, mander ; particul. mander par écrit : τι πρός τινα qch à qqn ; ἐπ. περί τινος ὡς ἀδικοῦντος THC mander au sujet de qqn qu’il est coupable d’un méfait ; ἐπ. ὅτι mander que ; τὰ ἐπεσταλμένα PLUT lettres, messages;
2 commander, ordonner : τινί τι, τινά τι qch à qqn ; τινι περί τινος ordonner qch à qqn au sujet de qch ; avec l’inf. ordonner de ; Pass. ἐπέσταλτό οἱ avec l’inf. il lui avait été ordonné de ; καί μοι ἐκ βασιλέως ὧδε ἐπέσταλται HDT et ce sont là les ordres que j’ai reçus du roi ; τὰ ἐπεσταλμένα ὑπό τινος THC les ordres données par qqn ; abs. τὰ ἐπεσταλμένα ESCHL les ordres.
Étymologie: ἐπί, στέλλω.

English (Strong)

from ἐπί and στέλλω; to enjoin (by writing), i.e. (genitive case) to communicate by letter (for any purpose): write (a letter, unto).

English (Thayer)

1st aorist ἐπέστειλα; properly, to send to one a message, command (Herodotus and following); ἐπιστολάς, to send by letter, write a letter, Plato, epistles, p. 363b., hence, simply to write a letter (cf. Winer's Grammar, § 3,1b.): τίνι, Clement of Rome, 1 Corinthians 7,1 [ET]; 47,3 [ET]; 62,1 [ET]; and often in Greek writings); to enjoin by letter, to write instructions: R G T Tr marginal reading WH marginal reading; followed by τοῦ with an infinitive expressing purpose (cf. Winer s Grammar, 326 (306); Buttmann, 270 (232)): Acts 15:20.

Greek Monolingual

ἐπιστέλλω (AM) στέλλω
1. στέλνω επιστολή, μήνυμα, επικοινωνώ γραπτώς με κάποιον (α. «γράψας ἐς βιβλίον τάδε ἐπέστειλεν εἰς Σάμον», Ηρόδ.
β. «ἐπιστέλλω ἐπιστολάς τινι»)
2. στέλνω αγγελία, παραγγέλνω («ἡ ἐν Αύλίδι σφαγεῑσ’ ἐπιστέλλει τάδε», Ευρ.)
3. διατάζω, παραγγέλνω («τὸν ἄγγελον ἐπιστείλας ταῡτα ἔπεμψε», Ξεν.)
4. δίνω διαταγές να κάνουν κάτι («καὶ προστραπέσθαι τούσδ’ ἐπέστελλον δόμους», Αισχύλ.)
αρχ.
1. αφήνω παραγγελία στη διαθήκη μου
2. τραβώ και απλώνω ένδυμα εξωτερικό, πάνω από άλλο.