χάος: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(Bailly1_5) |
(46) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ion.</i> χάεος, <i>att.</i> χάους (τό) :<br /><b>I.</b> ouverture béante, gouffre, abîme ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> espace immense et ténébreux qui existait avant l’origine des choses;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> immensité de l’espace, de l’air <i>ou</i> la durée infinie du temps;<br /><b>II.</b> <i>p. suite d’une fausse dérivation de</i> [[χέω]] <i>verser, répandre</i>;<br /><b>1</b> masse confuse des éléments répandus dans l’espace, chaos;<br /><b>2</b> <i>t. stoïc.</i> le liquide, <i>particul.</i> l’eau.<br />'''Étymologie:''' R. Χα, être béant ; cf. [[χαίνω]], [[χάσκω]], [[χανδάνω]]. | |btext=<i>ion.</i> χάεος, <i>att.</i> χάους (τό) :<br /><b>I.</b> ouverture béante, gouffre, abîme ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> espace immense et ténébreux qui existait avant l’origine des choses;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> immensité de l’espace, de l’air <i>ou</i> la durée infinie du temps;<br /><b>II.</b> <i>p. suite d’une fausse dérivation de</i> [[χέω]] <i>verser, répandre</i>;<br /><b>1</b> masse confuse des éléments répandus dans l’espace, chaos;<br /><b>2</b> <i>t. stoïc.</i> le liquide, <i>particul.</i> l’eau.<br />'''Étymologie:''' R. Χα, être béant ; cf. [[χαίνω]], [[χάσκω]], [[χανδάνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ους, το, ΝΑ, και επικ. τ. γεν. χάεος Α<br /><b>1.</b> <b>μυθ.</b> α) (στην [[κοσμογονία]] του <b>Ησιόδ.</b>) το πρώτο από τα [[τέσσερα]] αρχέγονα στοιχεία που δημιούργησαν τον κόσμο και από το οποίο ξεπήδησαν το Έρεβος και η Νυξ, ο Έρως και οι Μοίρες<br />β) ([[κατά]] τον <b>Αριστοτ.</b>) [[ένας]] [[κενός]] [[χώρος]] [[πάνω]] από την γη<br />γ) ([[κατά]] τους Στωικ.) το [[νερό]]<br />δ) ([[κατά]] την ορφ. [[κοσμογονία]]) η δεύτερη [[αρχή]] που διέπει τον κόσμο [[μετά]] τον Χρόνο<br />ε) ([[κατά]] τον Οβίδιο) αρχική [[κατάσταση]] και άμορφη [[μάζα]] από την οποία προήλθε η ταξινομημένη [[μορφή]] του Σύμπαντος<br /><b>2.</b> η [[κατάσταση]] του Σύμπαντος [[πριν]] από τη [[δημιουργία]] του κόσμου, το πρώτο [[στοιχείο]] της κοσμογονίας<br /><b>3.</b> το [[άπειρο]] [[διάστημα]], το αχανές, το [[άπειρο]] [[κενό]]<br /><b>4.</b> βαθύτατο [[χάσμα]] γης, [[βάραθρο]], [[άβυσσος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[μεγάλη]] [[σύγχυση]], [[μεγάλη]] [[ακαταστασία]], [[αναστάτωση]] (α. «[[μετά]] τις αλλεπάλληλες απεργίες, επικρατεί [[χάος]] στις δημόσιες υπηρεσίες» β. «το δωμάτιό του [[είναι]] σκέτο [[χάος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[θεωρία]] χάους και καταστροφής»<br /><b>(οικον.)</b> μαθηματική [[θεωρία]] η οποία αποδίδει τις απότομες και αναπάντεχες μεταβολές της συμπεριφοράς ενός συστήματος σε ενδογενείς παράγοντες και σύμφωνα με την οποία οι εξωγενείς παράγοντες, όπως ο [[πόλεμος]], οι πολιτικές αποφάσεις κ.ά., εφόσον συντρέξουν, μπορεί, [[απλώς]], να επιτείνουν μια ενδογενώς δημιουργηθείσα [[ανισορροπία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο περιβάλλων [[χώρος]], η [[ατμόσφαιρα]]<br /><b>2.</b> ο [[άπειρος]] [[χρόνος]]<br /><b>3.</b> (συν. [[μαζί]] με τις λέξεις <i>ἔρεβος</i> και [[ὄρφνη]]) το [[άπειρο]] [[σκοτάδι]]<br /><b>4.</b> (γενικά) το [[σκότος]]<br /><b>5.</b> [[τάφος]]<br /><b>6.</b> (στην [[ποίηση]]) τα ανοιχτά σαγόνια ενός κροκοδείλου<br /><b>7.</b> (στους Πυθαγορείους) [[ονομασία]] του αριθμού ένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[χάος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χαF</i>-<i>ος</i>) ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>ĝh</i><i>ә</i><i>u</i>- της ΙΕ ρίζας <i>ĝh</i><i>ē</i><i>u</i>- «[[χάσκω]], [[χασμουριέμαι]]» και συνδέεται με μια [[σειρά]] γερμ. και σλαβ. τ. με σημ. «[[ουρανίσκος]]», όπως τα: αρχ. άνω γερμ. <i>guomo</i>, <i>goumo</i> (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ τ. <i>gh</i><i>ә</i><i>u</i>-<i>men</i>, που θα αντιστοιχούσε πιθ. σε έναν ελλ. τ. <i>χαυμών</i>), λιθουαν. <i>gomurỹs</i>, γερμ. <i>Gaumen</i>. Ανεπιβεβαίωτη, [[ωστόσο]], παραμένει η [[αναγωγή]] της λ. στην [[ρίζα]] <i>ghĕ</i>- τών ρ. [[χαίνω]] και [[χάσκω]], που υποστηρίζεται ήδη από [[παλιά]]. Την ετυμολόγησή της λ., [[τέλος]], δυσχεραίνει [[κυρίως]] η σημασιολογική της [[ασάφεια]]. Ως [[προς]] την αρχική της σημ., έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις, όπως: «το [[άπειρο]] [[κενό]]», «[[χάσμα]], [[βάραθρο]]», «[[κενός]] [[χώρος]]», «ο [[ατμός]], η [[ομίχλη]] ως πρώτο [[στοιχείο]] της κοσμογονίας»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:47, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], εος, Att. ους, τό,
A chaos, the first state of the universe, πρώτιστα χ. γένετ', αὐτὰρ ἔπειτα Γαῖ' εὐρύστερνος κτλ. Hes.Th.116, cf. Ibyc.28, Epich.170.3, Acus.Fr.5J., Arist.Metaph.1091b6, Ar.Av. 693 (anap.); χάους . . παῖς καλεῦμαι Simm.Alae7; represented sts. as infinite space, S.E.P.3.121, cf. Plot.6.8.11; sts. as unformed matter, Luc.Am.32 (esp., acc. to the Stoics, water, Zeno Stoic.1.29 (with deriv. fr. χέω)). 2 space, the expanse of air, ἄτρυτον χ. B.5.27, cf. Ar.Nu.424 (anap.), 627, Av.1218. b τὸ χ. τοῦ ἐφ' ἑκάτερα ἀπείρου αἰῶνος, of infinite time, M.Ant.4.3. 3 the nether abyss, infinite darkness, joined with Ἔρεβος, Pl.Ax.371e; with ὄρφνη, Q.S. 2.614; represented as in the interior of the globe, Plu.2.953a; χάους κύνα, of Cerberus, APl.4.91. b generally, darkness, A.R.4.1697. 4 any vast gulf or chasm, LXX Mi.1.6, Za.14.4; of a pit, Opp.C.4.92; of the gaping jaws of the crocodile, ib.3.414, cf. 4.161, H.5.52. 5 Pythag. name for one, Theol.Ar.6.
German (Pape)
[Seite 1335] τό (χάω, χαίνω), der leere, unermeßliche Raum; persönlich gefaßt von Hes. Th. 116; die rohe, verworrene Masse, aus der das Weltall geschaffen wurde, Plat. Conv. 178 b; Ar. öfter. – Später auch die unermeßliche Zeit, M. Ant. 4, 3. – Dah. a) jeder leere, weite Raum, jede Kluft, wie χάσμα, εὐρύ Opp. Cyn. 3, 414. – b) der Luftraum, die Atmosphäre, Stesichor. – c) die Finsterniß, Qu. Sm. 2, 614, neben ὄρφνη.
Greek (Liddell-Scott)
χάος: -εος, Ἀττ. -ους, τό, ἡ πρώτη τοῦ κόσμου κατάστασις, πρώτιστα χ. γένετ’, αὐτὰρ ἔπειτα Γαῖ’ εὐρύστερνος Ἡσ. Θ. 116 Ἡσίοδος πρῶτον .. χ. φησὶ γενέσθαι Πλάτ. Συμπ. 178Β, πρβλ. Ἀριστ. Φυσ. 4. 1, 6· εἰσήχθη δὲ καὶ εἰς κωμικήν τινα Θεογονίαν ὑπὸ Ἀριστοφ. ἐν Ὄρν. 693 κἑξ., πρβλ. Meineke Com. Hist. p. 318. - Παρὰ μεταγεν. φιλοσόφοις τὸ χάος ἄλλοτε μὲν σημαίνει τὸ ἄπειρον διάστημα, τὴν ἄπειρον ἔκτασιν, τὸ ἄπειρον, πρβλ. τὸ τοῦ Μίλτωνος void and formless Infinite, Ἀριστ. Φυσ. 4. 1, 7, Σεξτ. Ἐμπ. Π. 3. 121· ἄλλοτε δὲ τὴν ἄμορφον ὕλην, rudis indigestaque moles, ἐξ ἧς ἐδημιουργήθη τὸ σύμπαν, τὸ τοῦ Μίλτωνος matter unformed and void, Λουκ. Ἔρ. 32· (καὶ μάλιστα κατὰ τοὺς Στωϊκούς, τὸ ὕδωρ, Σχόλ. εἰς Ἡσ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλούτ. 2. 955Ε). - Ἡ προτέρα σημασία ὑπῆρξεν ἡ ἐπικρατεστέρα, ὅθεν χάος κατήντησε νὰ σημαίνῃ, 2) τὸν περὶ ἡμᾶς χῶρον, τὴν ἔκτασιν τοῦ ἀέρος, τὴν ἀτμόσφαιραν, Ἴβυκ. 26, Ἀριστοφ. Νεφ. 424, 627, Ὄρν. 192· δι’ αἴθρας χάους τε Ἀνθ. Παλατ. 15· 24· - ὡσαύτως, τὸ χ. τοῦ αἰῶνος, ἐπὶ τοῦ ἀπείρου χρόνου, Μ. Ἀντωνῖν. 4. 3. 3) τὴν ὑποχθόνιον ἄβυσσον, τὸ ἄπειρον σκότος, συνημμένον μετὰ τῆς λ. Ἔριβος, Πλάτ. Ἀξίοχ. 371Ε· μετὰ τῆς λ. ὄρφνη, Κόϊντ. Σμυρν. 2. 614· παρίσταται δὲ ὡς κείμενον ἐν τοῖς ἐγκάτοις τῆς γῆς, τὰ δ’ ἐντὸς (δηλ. τῆς γῆς) ὄρφνη καὶ χάος καὶ ᾄδης ὀνομάζεται Πλούτ. 2. 953Α· χάους κύνα, τὸν Κέρβερον, Ἀνθ. Παλατ. 91· - καθόλου, σκότος, Ἀπολλ. Ῥόδ. Δ. 1697. 4) πᾶν μέγα καὶ ἀχανὲς χάσμα, Ἑβδ. (Μιχ. Α΄. 6, Ζαχ. ΙΔ΄, 4)· ἐπὶ τάφου, Ὀππ. Κυνηγ. 1. 92· περὶ τῶν χαινουσῶν σιαγόνων τοῦ κροκοδείλου, αὐτόθι 3. 414, πρβλ. 4. 161, Ἀλ. 5. 52. (Οἱ ἑπόμενοι τοῖς Στωικοῖς παρῆγον τὴν λέξιν ἐκ τοῦ χέω, ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ὑγρός, Πλούτ. ἔνθ. ἀνωτ. Ἀλλ’ ἡ ἔννοια ὑποδεικνύει √ΧΑ, χάσκω, χανεῖν, χαίνουσα ἄβυσσος, χαῖνον χάσμα).
French (Bailly abrégé)
ion. χάεος, att. χάους (τό) :
I. ouverture béante, gouffre, abîme ; particul. :
1 espace immense et ténébreux qui existait avant l’origine des choses;
2 p. ext. immensité de l’espace, de l’air ou la durée infinie du temps;
II. p. suite d’une fausse dérivation de χέω verser, répandre;
1 masse confuse des éléments répandus dans l’espace, chaos;
2 t. stoïc. le liquide, particul. l’eau.
Étymologie: R. Χα, être béant ; cf. χαίνω, χάσκω, χανδάνω.
Greek Monolingual
-ους, το, ΝΑ, και επικ. τ. γεν. χάεος Α
1. μυθ. α) (στην κοσμογονία του Ησιόδ.) το πρώτο από τα τέσσερα αρχέγονα στοιχεία που δημιούργησαν τον κόσμο και από το οποίο ξεπήδησαν το Έρεβος και η Νυξ, ο Έρως και οι Μοίρες
β) (κατά τον Αριστοτ.) ένας κενός χώρος πάνω από την γη
γ) (κατά τους Στωικ.) το νερό
δ) (κατά την ορφ. κοσμογονία) η δεύτερη αρχή που διέπει τον κόσμο μετά τον Χρόνο
ε) (κατά τον Οβίδιο) αρχική κατάσταση και άμορφη μάζα από την οποία προήλθε η ταξινομημένη μορφή του Σύμπαντος
2. η κατάσταση του Σύμπαντος πριν από τη δημιουργία του κόσμου, το πρώτο στοιχείο της κοσμογονίας
3. το άπειρο διάστημα, το αχανές, το άπειρο κενό
4. βαθύτατο χάσμα γης, βάραθρο, άβυσσος
νεοελλ.
1. μτφ. μεγάλη σύγχυση, μεγάλη ακαταστασία, αναστάτωση (α. «μετά τις αλλεπάλληλες απεργίες, επικρατεί χάος στις δημόσιες υπηρεσίες» β. «το δωμάτιό του είναι σκέτο χάος»)
2. φρ. «θεωρία χάους και καταστροφής»
(οικον.) μαθηματική θεωρία η οποία αποδίδει τις απότομες και αναπάντεχες μεταβολές της συμπεριφοράς ενός συστήματος σε ενδογενείς παράγοντες και σύμφωνα με την οποία οι εξωγενείς παράγοντες, όπως ο πόλεμος, οι πολιτικές αποφάσεις κ.ά., εφόσον συντρέξουν, μπορεί, απλώς, να επιτείνουν μια ενδογενώς δημιουργηθείσα ανισορροπία
αρχ.
1. ο περιβάλλων χώρος, η ατμόσφαιρα
2. ο άπειρος χρόνος
3. (συν. μαζί με τις λέξεις ἔρεβος και ὄρφνη) το άπειρο σκοτάδι
4. (γενικά) το σκότος
5. τάφος
6. (στην ποίηση) τα ανοιχτά σαγόνια ενός κροκοδείλου
7. (στους Πυθαγορείους) ονομασία του αριθμού ένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. χάος (< χαF-ος) ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα ĝhәu- της ΙΕ ρίζας ĝhēu- «χάσκω, χασμουριέμαι» και συνδέεται με μια σειρά γερμ. και σλαβ. τ. με σημ. «ουρανίσκος», όπως τα: αρχ. άνω γερμ. guomo, goumo (< ΙΕ τ. ghәu-men, που θα αντιστοιχούσε πιθ. σε έναν ελλ. τ. χαυμών), λιθουαν. gomurỹs, γερμ. Gaumen. Ανεπιβεβαίωτη, ωστόσο, παραμένει η αναγωγή της λ. στην ρίζα ghĕ- τών ρ. χαίνω και χάσκω, που υποστηρίζεται ήδη από παλιά. Την ετυμολόγησή της λ., τέλος, δυσχεραίνει κυρίως η σημασιολογική της ασάφεια. Ως προς την αρχική της σημ., έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις, όπως: «το άπειρο κενό», «χάσμα, βάραθρο», «κενός χώρος», «ο ατμός, η ομίχλη ως πρώτο στοιχείο της κοσμογονίας»].