ἑρμηνεύω: Difference between revisions

From LSJ

κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king

Source
(14)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἑρμηνεύω]], Α δωρ. τ. έρμανεύω) [[ερμηνεύς]]<br /><b>1.</b> [[διασαφηνίζω]], εξηγῶ, [[αναπτύσσω]] [[κάτι]] [[κατά]] τρόπο σαφή και κατανοητό<br /><b>2.</b> (για έργα τέχνης) [[κατανοώ]] [[βαθιά]] ή [[εκτελώ]] με [[επιτυχία]] θεατρικό ή μουσικό [[έργο]]<br /><b>3.</b> [[μεταγλωττίζω]] από μια [[γλώσσα]] σε [[άλλη]]<br /><b>4.</b> <b>(νομ.)</b> [[εξακριβώνω]] την αληθινή [[έννοια]] ενός νόμου<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[μεταφράζω]] αρχαίο [[κείμενο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] [[απάντηση]]<br /><b>2.</b> (για [[διήγηση]]) [[εκθέτω]], [[αναπτύσσω]]<br /><b>3.</b> [[δηλώνω]], [[γνωστοποιώ]]<br /><b>4.</b> [[κάνω]] λόγο για κάποιον, αναφέρομαι σε κάποιον<br /><b>5.</b> [[δίνω]] [[εντολή]]<br /><b>6.</b> [[συνιστώ]] κάποιον σε έναν [[άλλο]], [[γίνομαι]] [[προξενητής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με λέξεις [[εκφράζω]] τα νοήματα μου<br /><b>2.</b> [[περιγράφω]] («ἑρμηνεύειν τὸν Νεῑλον»)<br /><b>3.</b> [[ομιλώ]] μέ σωστή [[άρθρωση]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἑρμηνεύομαι</i><br />[[εξηγώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερμηνεύς]]. Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται και ο τ. [[ορμηνεύω]] <span style="color: red;"><</span> <i>σ</i>’[[ορμηνεύω]] <span style="color: red;"><</span> <i>σου [[ερμηνεύω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[οχτρός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ο [[εχθρός]]), με τη [[σημασία]] όμως «[[καθοδηγώ]], [[νουθετώ]]»].
|mltxt=(AM [[ἑρμηνεύω]], Α δωρ. τ. έρμανεύω) [[ερμηνεύς]]<br /><b>1.</b> [[διασαφηνίζω]], εξηγῶ, [[αναπτύσσω]] [[κάτι]] [[κατά]] τρόπο σαφή και κατανοητό<br /><b>2.</b> (για έργα τέχνης) [[κατανοώ]] [[βαθιά]] ή [[εκτελώ]] με [[επιτυχία]] θεατρικό ή μουσικό [[έργο]]<br /><b>3.</b> [[μεταγλωττίζω]] από μια [[γλώσσα]] σε [[άλλη]]<br /><b>4.</b> <b>(νομ.)</b> [[εξακριβώνω]] την αληθινή [[έννοια]] ενός νόμου<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[μεταφράζω]] αρχαίο [[κείμενο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] [[απάντηση]]<br /><b>2.</b> (για [[διήγηση]]) [[εκθέτω]], [[αναπτύσσω]]<br /><b>3.</b> [[δηλώνω]], [[γνωστοποιώ]]<br /><b>4.</b> [[κάνω]] λόγο για κάποιον, αναφέρομαι σε κάποιον<br /><b>5.</b> [[δίνω]] [[εντολή]]<br /><b>6.</b> [[συνιστώ]] κάποιον σε έναν [[άλλο]], [[γίνομαι]] [[προξενητής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με λέξεις [[εκφράζω]] τα νοήματα μου<br /><b>2.</b> [[περιγράφω]] («ἑρμηνεύειν τὸν Νεῑλον»)<br /><b>3.</b> [[ομιλώ]] μέ σωστή [[άρθρωση]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἑρμηνεύομαι</i><br />[[εξηγώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερμηνεύς]]. Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται και ο τ. [[ορμηνεύω]] <span style="color: red;"><</span> <i>σ</i>’[[ορμηνεύω]] <span style="color: red;"><</span> <i>σου [[ερμηνεύω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[οχτρός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ο [[εχθρός]]), με τη [[σημασία]] όμως «[[καθοδηγώ]], [[νουθετώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἑρμηνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[ἑρμηνεύς]])·<br /><b class="num">I.</b> [[μεταφράζω]] ξένες γλώσσες, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[εξηγώ]] με λέξεις, [[εκφράζω]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[εξηγώ]], [[αναπτύσσω]], σε Σοφ., Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 23:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑρμηνεύω Medium diacritics: ἑρμηνεύω Low diacritics: ερμηνεύω Capitals: ΕΡΜΗΝΕΥΩ
Transliteration A: hermēneúō Transliteration B: hermēneuō Transliteration C: ermineyo Beta Code: e(rmhneu/w

English (LSJ)

Dor. ἑρμᾱνεύω SIG1168.88 (Epid.),

   A interpret foreign tongues, X.An.5.4.4; translate, D.H.Th.49, etc.; ἀπὸ Πωμαϊκῶν PRyl.62.30 (iii A. D.):—Pass., Ἑλληνιστί D.H.2.12, cf. LXXJb.42.17, etc.    II explain, expound, S.OC398, E.Fr.636.5, etc.; ὑμῖν ταῦτα Antipho 3.2.1; ὅ τι λέγει Philyll.11; τὰ τῶν ποιητῶν Pl.Ion535a:—Med., Id.Epin.985b:— Pass., Arist.SE166b11.    2 put into words, express, Th.2.60, Pl. Lg.966b, etc.; τι διά τινος Hermog.Id.2.5; τι πεζῶς Id.Meth.30:— Pass., D.H.Comp.25.    3 describe, write about, τὸν Νεῖλον Demetr. Eloc.121.    III abs., speak clearly, articulate, Hp.Epid.5.74.

German (Pape)

[Seite 1033] ein ἑρμηνεύς sein, auslegen, erklären, τὰ τῶν ποιητῶν Plat. Ion 535 a; seine Gedanken durch Worte ausdrücken, Xen. oec. 11, 23; γνῶναι τὰ δέοντα καὶ ἑρμηνεῦσαι, auseinandersetzen, Thuc. 2, 60; Sp.; – ein Dollmetscher sein, dollmetschen, aus der fremden Sprache in die bekannte übertragen, Xen. An. 5, 4, 4 u. Sp.; – verkündigen, anzeigen, ἑρμήνευέ μοι Soph. O. C. 399, ἡρμήνευσεν ἂν τὸν παῖδα τεθνηκέναι Eur. frg. Polyid. 1. – Med. sich mittheilen, θεοὺς ἑρμηνεύεσθαι πρὸς ἀλλήλους πάντα Plat. Epin. 985 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἑρμηνεύω: μέλλ. -σω, διερμηνεύω, μεταφράζω ἀπὸ μιᾶς εἰς ἄλλην γλῶσσαν, καὶ ἔλεξε Ξενοφῶν, ἡρμήνευε δὲ Τιμησίθεος Ξεν. Ἀν. 5. 4, 4. ΙΙ. ἐξηγοῦμαι διὰ λέξεων, ἔτι δὲ ἀπορωτέρως διάκειμαι ὡς χρὴ ὑμῖν ἑρμηνεῦσαι ταῦτα Ἀντιφῶν 121 17, Θουκ. 2. 60, κτλ. 2) κάμνω τινὰ νὰ ἐννοήσῃ τι, ἐξηγοῦμαι, ἀναπτύσσω, ἑρμηνεύω τι εἴς τινα, ὅπως τί δράσῃ, θύγατερ; ἑρμήνευέ μοι Σοφ. Ο. Κ. 398, Εὐρ. Ἀποσπ. 637· ἐκ τᾶς πινακίδος δ’ ἀμπερέως ὅ τι κα λέγῃ τὰ γράμμαθ’, ἑρμήνευε Φιλύλλιος ἐν «Πόλεσι» 3· καί μοι δοκοῦσι θείᾳ μοίρᾳ ἡμῖν παρὰ τῶν θεῶν ταῦτα οἱ ἀγαθοὶ ποιηταὶ ἑρμηνεύειν Πλάτ. Ἴων 535Α. - Μεσ., ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιν. 985Β. - Παθ., Ἀριστ. ἐν Σοφ. Ἐλέγχ. 4, 9.

French (Bailly abrégé)

impf. ἡρμήνευον, ao. ἡρμήνευσα;
1 exprimer sa pensée par la parole;
2 faire connaître, indiquer, exposer (qch);
3 interpréter, traduire.
Étymologie: DELG terme techn. sans étym. ; pê emprunt à l’Asie mineure.

English (Strong)

from a presumed derivative of Ἑρμῆς (as the god of language); to translate: interpret.

English (Thayer)

(present passive ἑρμηνεύομαι); (from Ἑρμῆς, who was held to be the god of speech, writing, eloquence, learning);
1. to explain in words, expound: (Sophocles, Euripides), Xenophon, Plato, others.
2. to interpret, i. e. to translate what has been spoken or written in a foreign tongue into the vernacular (Xenophon, an. 5,4, 4): R G T, תַּרְגֵּם.) (Compare: διερμηνεύω, μεθερμηνεύω.)

Greek Monolingual

(AM ἑρμηνεύω, Α δωρ. τ. έρμανεύω) ερμηνεύς
1. διασαφηνίζω, εξηγῶ, αναπτύσσω κάτι κατά τρόπο σαφή και κατανοητό
2. (για έργα τέχνης) κατανοώ βαθιά ή εκτελώ με επιτυχία θεατρικό ή μουσικό έργο
3. μεταγλωττίζω από μια γλώσσα σε άλλη
4. (νομ.) εξακριβώνω την αληθινή έννοια ενός νόμου
μσν.- νεοελλ.
μεταφράζω αρχαίο κείμενο
μσν.
1. δίνω απάντηση
2. (για διήγηση) εκθέτω, αναπτύσσω
3. δηλώνω, γνωστοποιώ
4. κάνω λόγο για κάποιον, αναφέρομαι σε κάποιον
5. δίνω εντολή
6. συνιστώ κάποιον σε έναν άλλο, γίνομαι προξενητής
αρχ.
1. με λέξεις εκφράζω τα νοήματα μου
2. περιγράφω («ἑρμηνεύειν τὸν Νεῑλον»)
3. ομιλώ μέ σωστή άρθρωση
4. μέσ. ἑρμηνεύομαι
εξηγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερμηνεύς. Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται και ο τ. ορμηνεύω < σορμηνεύω < σου ερμηνεύω (πρβλ. οχτρός < ο εχθρός), με τη σημασία όμως «καθοδηγώ, νουθετώ»].

Greek Monotonic

ἑρμηνεύω: μέλ. -σω (ἑρμηνεύς
I. μεταφράζω ξένες γλώσσες, σε Ξεν.
II. 1. εξηγώ με λέξεις, εκφράζω, σε Θουκ. κ.λπ.
2. εξηγώ, αναπτύσσω, σε Σοφ., Πλάτ.