ἀνθρακιά: Difference between revisions

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
(3)
(1)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνθρᾰκιά:''' -ᾶς, Επικ. -ιή, <i>-ῆς</i>, <i>ἡ</i> ([[ἄνθραξ]]),<br /><b class="num">1.</b> [[σωρός]] από ξυλοκάρβουνα, ζεστή [[θράκα]], σε Ομήρ. Ιλ.· ἀνθρακιᾶς [[ἄπο]], [[ζεστός]] από τη [[χόβολη]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μαύρη [[αιθαλώδης]] [[στάχτη]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀνθρᾰκιά:''' -ᾶς, Επικ. -ιή, <i>-ῆς</i>, <i>ἡ</i> ([[ἄνθραξ]]),<br /><b class="num">1.</b> [[σωρός]] από ξυλοκάρβουνα, ζεστή [[θράκα]], σε Ομήρ. Ιλ.· ἀνθρακιᾶς [[ἄπο]], [[ζεστός]] από τη [[χόβολη]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μαύρη [[αιθαλώδης]] [[στάχτη]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνθρᾰκιά:''' ион. [[ἀνθρακιή|ἀνθρᾰκιή]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> раскаленный уголь, жар Hom., Eur., Arph., Plut.: τιθέναι τινὰ ἐπὶ ἀνθρακιῇ и τίθεσθαί τινα ἀνθρακιήν Anth. жечь кого-л. на медленном огне, перен. заставлять сгорать от любви;<br /><b class="num">2)</b> сажа Anth.
}}
}}

Revision as of 07:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρᾰκιά Medium diacritics: ἀνθρακιά Low diacritics: ανθρακιά Capitals: ΑΝΘΡΑΚΙΑ
Transliteration A: anthrakiá Transliteration B: anthrakia Transliteration C: anthrakia Beta Code: a)nqrakia/

English (LSJ)

ᾶς, Ep. ἀνθρᾰκ-ιή, ῆς, ἡ,

   A burning charcoal, hot embers, ἀνθρακιὴν στορέσαι Il.9.213; ὑποθεῖναι Hp.Nat.Mul.61; ἀνθρακιᾶς ἄπο a broil hot from the embers, E.Cyc.358, cf. AP6.105 (Apollonid.); ἐπ' ἀνθρακιᾶς ὀπτῆσαι Cratin. 143; σου τῆς ἀνθρακιᾶς ἀπολαύει warms himself at your fire, Ar.Eq. 780: metaph. of lovers, τιθέναι τινὰ ὑπὸ ἀνθρακιῆ or ἀνθρακιήν AP12.17,166 (Asclep.); Κύπριδος ἀ. ib.5.210 (Posidipp.).    2 black sooty ashes, ib.11.66 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 233] ἡ, Kohlenhause, Il. 9, 213; Ar. Equ. 777. Häufig in der Anthologie von Verliebten, z. B. κύπριδος Posidip. 8 (V, 211); θέσθε με ἀνθρακιήν, ihr machtet mich zu einem Kohlenhaufen, verzehrtet mich in Liebesgluth, Asclep. 13 (XII, 166); vgl. Mel. 15; Ep. ad. 3 (XII, 72. 17). – Kohlenschwärze, Antiphil. (XI, 66), wo ἀνθρακίη accentuirt ist.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρᾰκιά: ᾶς, Ἐπ. -ιῆ, ῆς, ἡ, ἀνθρακιὰ εἶναι κυρίως ὅταν τις καύσῃ ξύλα καὶ ἀφοῦ μαρανθῇ ἡ φλὸξ ἁπλώσῃ τοὺς πεπυρακτωμένους ἄνθρακας ὡς ὅταν ὀπτῶμεν τοὺς ὀβελίας ἀμνούς· τὸ αὐτὸ ἔπραττον καὶ ἐπὶ Ὁμήρου: ἀνθρακιήν στορέσας ὀβελοὺς ἐφύπερθε τάνυσσεν Ἰλ. Ι. 213· ἐπιθεὶς ἀνθρακιὴν Ἱππ. 581. 33· ἀνθρακιᾶς ἄπο, ἀπὸ τὴν «φωτιάν», ζεστά, Εὐρ. Κύκλ. 358, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 105· κάπ’ ἀνθρακιᾶς ὀπτήσας Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 5· ὀτιή σου τῆς ἀνθρακιᾶς ἀπολαύει, «διότι ζεσταίνεται μὲ τὴν φωτιάν σου», «ὅτι τῶν σῶν ἀγαθῶν ἀπολαύει» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 780: μεταφ. ἐπὶ ἐραστῶν, ναὶ πάντως τέφρην θέσθε με κἀνθρακιὴν Ἀνθ. Π. 12. 166, 5· δάκρυα καὶ κῶμοι, τί μ’ ἐγείρετε, πρὶν πόδας ἆραι ἐκ πυρός, εἰς ἑτέρην Κύπριδος ἀνθρακιήν; αὐτόθι 5. 211. 2) μέλαινα αἰθαλώδης τέφρα, αὐτόθι 11. 66.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
amas de charbon.
Étymologie: ἄνθραξ.

English (Slater)

ἀνθρᾰκιά
   1 embers “δοιὰ βοῶν θερμὰ πρὸς ἀνθρακιὰν στέψαν” (Schr.: δεἰς ἀνθ. codd.) fr. 168. 2.

Spanish (DGE)

-ᾶς, ἡ

• Alolema(s): jón., ép. -ιή, -ής y -ίη, -ίης Il.9.213, Hp.Nat.Mul.61
1 ascuas, carbones encendidos, rescoldo ἀνθρακιὴν στορέσας Il.l.c., δοιὰ βοῶν θερμὰ πρὸς ἀνθρακιὰν στέψαν Pi.Fr.168.2, ὑποθεὶς ἀνθρακίην Hp.l.c., ἑφθὰ καὶ ὀπτὰ καὶ ἀνθρακιᾶς ἄπο asadas y cocidas a la brasa (carnes), E.Cyc.358, σοῦ τῆς ἀνθρακιᾶς ἀπολαύει se aprovecha de tu fuego Ar.Eq.780, ἀνθρακιὰν πεποιηκότες habiendo encendido un fuego de carbón, Eu.Io.18.18, cf. LXX 4Ma.9.20, PMag.4.2468, ἐπ' ἀνθρακιῇ δὲ τανύσσας σπλάγχνα Nonn.D.5.23, cf. AP 6.105 (Apollonid.).
2 fig. hoguera, llama del amor ἀλλά με πυρσοὶ ἄρσενος ... θῆκαν ἐπ' ἀνθρακιῇ AP 12.17, cf. 166 (Asclep.), Κύπριδος ἀ. AP 5.211 (Posidipp.Epigr.).

English (Strong)

from ἄνθραξ; a bed of burning coals: fire of coals.

English (Thayer)

(on accent cf. Etym. Magn. 801,21; Chandler § 95), ἀνθρακιᾶς, ἡ, a heap of burning coals: Homer, Iliad 9,213, etc.) (Cf. BB. DD. under the word <TOPIC:Coal>.)

Greek Monolingual

και αθρακιά, αθράκα, θράκα, η (AM ἀνθρακιά και Α επικ. ἀνθρακιή)
1. σωρός από αναμμένα κάρβουνα
2. στάχτη από κάρβουνα, καπνιά
νεοελλ.
η φωτιά που ανάβουν την παραμονή του Αγίου Ιωάννου του Κλήδονα (24 Ιουνίου)
αρχ.
μτφ.
1. τα αγαθά
2. (για εραστές) μεγάλος, φλογερός έρωτας.

Greek Monotonic

ἀνθρᾰκιά: -ᾶς, Επικ. -ιή, -ῆς, (ἄνθραξ),
1. σωρός από ξυλοκάρβουνα, ζεστή θράκα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀνθρακιᾶς ἄπο, ζεστός από τη χόβολη, σε Ευρ.
2. μαύρη αιθαλώδης στάχτη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθρᾰκιά: ион. ἀνθρᾰκιή
1) раскаленный уголь, жар Hom., Eur., Arph., Plut.: τιθέναι τινὰ ἐπὶ ἀνθρακιῇ и τίθεσθαί τινα ἀνθρακιήν Anth. жечь кого-л. на медленном огне, перен. заставлять сгорать от любви;
2) сажа Anth.