σταφυλή: Difference between revisions

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
(nl)
(2b)
Line 39: Line 39:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σταφυλή -ῆς, ἡ, ep. dat. plur. -ῇσι, druif; geneesk. van de huig wanneer die gezwollen is. Hp. Prog. 23.
|elnltext=σταφυλή -ῆς, ἡ, ep. dat. plur. -ῇσι, druif; geneesk. van de huig wanneer die gezwollen is. Hp. Prog. 23.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[grape]] (Il.), metaph. <b class="b2">swollen uvula, uvula inflammation</b> (Hp., Arist. etc.), also <b class="b3">σταφύλη</b> (accent after <b class="b3">κοτύλη</b>, <b class="b3">κανθύλη</b> a.o.?) <b class="b2">lead in the balance, plummet of a level</b> (Β 765).<br />Compounds: Compp., e.g. <b class="b3">σταφυλο-τομέω</b> <b class="b2">to cut off grapes, to operate the uvula</b> (late; cf. <b class="b3">δειρο-τομέω</b> s. <b class="b3">δέρη</b>), <b class="b3">ἐρι-στάφυλος</b> <b class="b2">with big grapes</b> (ep. Od.).<br />Derivatives: Dimin. <b class="b3">σταφυλ-ίς</b>, <b class="b3">-ίδος</b> f. (Theoc., Hp.), <b class="b3">-ιον</b> n. (M. Ant., pap.); <b class="b3">-ῖνος</b> m. [[carrot]] (Hp., Dsc. a.o.; Andrews ClassPhil. 44, 186f.), metaph. as name of an insect (Arist.; Strömberg Theophrastea 52); <b class="b3">-ίτης</b> m. surn. of Dionysos (Ael.; Redard 212); <b class="b3">-ωμα</b> n. name of an eye-disease (medic.; after <b class="b3">γλαύκωμα</b> a. o.). From <b class="b3">σταφύλη</b>: <b class="b3">σταφυλίζειν τὸ συνι</b><<b class="b3">σ</b>><b class="b3">άζειν τὰς ὤας τοῦ ἱματίου</b> H. -- PN <b class="b3">Στάφυλος</b> m. (on the accent Schw.-Debrunner 37).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)<br />Etymology: No etym.; perh. LW [loanword] (cf. Chantraine Form. 251, Schwyzer 485). Since long (s. Curtius 213) connected wit <b class="b3">στέμφυλα</b>, "was schon von Curtius a. O. mit Recht bezweifelt wird" (Frisk). The similarity with (<b class="b3">ἀ)σταφίς</b> (s.v.) is hardly accidental; <b class="b3">σταφίς</b> a cross? - Furnée 342, 373; also <b class="b3">ὁσταφίς</b>. The variants show clearly that the word is Pre-Greek. <b class="b3">στεμφυλ</b>- (s.v.) clearly belongs here too prensalization is typical of Pre-Greek. The total structure of the word (<b class="b2">a-</b>vocalism, <b class="b3">-υλ-</b>) is Pre-Greek.
}}
}}

Revision as of 07:19, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰφῠλή Medium diacritics: σταφυλή Low diacritics: σταφυλή Capitals: ΣΤΑΦΥΛΗ
Transliteration A: staphylḗ Transliteration B: staphylē Transliteration C: stafyli Beta Code: stafulh/

English (LSJ)

ἡ,

   A bunch of grapes, σταφυλῇσι μέγα βρίθουσαν ἀλωήν Il.18.561; ἡμερὶς ἡβώωσα τεθήλει δὲ σταφυλῇσι Od.5.69, cf. 7.121; σταφυλαὶ παντοῖαι 24.343, cf. Pl.Lg.844e, Apoc.14.18; Πυρναίαις σ. Theoc.1.46; of ripe, fresh grapes, opp. ὄμφαξ on the one hand, and σταφίς on the other, AP5.303: collectively in sg., PPetr.3p.60 (iii B.C.), PCair.Zen.300.14 (iii B.C.), POxy.116.18 (ii A.D.), etc.    2 σ. ἀγρία,= μήλωθρον 1, Thphr.HP3.18.11, Plin.HN23.21.    II uvula when swollen at the end so as to resemble a grape on the stalk, Hp. Prog.23, Nicopho 28, Arist.HA493a3; of the uvula generally, Archig. ap.Gal.12.969,974; inflammation of the uvula, IG42(1).126.30 (Epid, ii A.D.), Gal.7.731 (pl.).    III parox. σταφύλη, plummet of a level, ἵπποι . . σταφύλῃ ἐπὶ νῶτον ἔϊσαι horses equal in height even by the level, matched to a nicety, Il.2.765, cf. Call.Fr.159, Hsch., EM742.44.

German (Pape)

[Seite 931] ἡ, 1) die Weintraube; σταφυλῇσι μέγα βρίθουσαν ἀλωήν, Il. 18, 561; ἡμερὶς ἡβώωσα, τεθήλει δὲ σταφυλῇσιν, Od. 5, 69, vgl. 24, 343; Plat. Legg. VIII, 844 c u. sonst. Auch der Weinstock. – 2) der angeschwollene Zapfen im Munde, wenn er mit dem untrn Ende wie eine Weinbeere am Stiele vorsteht, Arist. H. A. 1, 11.

Greek (Liddell-Scott)

σταφῠλή: ἡ, βότρυς, «τσάμπουρο», «σταφύλι», σταφυλῇσι μέγα βρίθουσαν ἀλωὴν Ἰλ. Σ. 561· ἡμερὶς ἡβώωσα, τεθήλει δὲ σταφυλῇσι Ὀδ. Ε. 69, πρβλ. Η. 121· σταφυλαὶ παντοῖαι Ω. 343, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 844Ε, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 11· πυρραίαις στ. Θεόκρ. 1. 46· ἐπὶ ὡρίμων, προσφάτων σταφυλῶν, ἀντίθετον τῷ ὄμφαξ καὶ τῷ σταφίς, Ἀνθ. Π. 5. 304. ΙΙ. ἡ πρὸ τοῦ φάρυγγος κατὰ τὸν λαιμὸν σταφυλή, ὁ σταφυλίτης, uvula, ὅταν κατὰ τὸ ἄκρον οὕτως οἰδαίνηται ὥστε νὰ ὁμοιάζῃ πρὸς σταφυλὴν κρεμαμένην ἐκ τῆς κληματίδος, Ἱππ. Προγν. 45, Νικοφ. ἐν Ἀδήλ. 8, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 12· πρβλ. Foës Oecon., καὶ ἴδε ἐν λ. κατάρροος. ΙΙΙ. παροξ. σταφύλη, στάθμη ἢ κανὼν μολύβδινος δεικνύων τὴν εὐθεῖαν γραμμήν, τὸ «μολύβι» τῆς στάθμης, ἵπποι .. σταφύλῃ ἐπὶ νῶτον ἐίσας, κατὰ τὸ ὕψος ἴσας μέχρι τοῦ ἐπιπέδου τοῦ κανόνος, Ἰλ. Β. 765· πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 159, Ἡσύχ., Ἐτυμολ. Μέγ. 742. 44.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
grappe de raisin mûr.
Étymologie: cf. σταφύλη.

English (Autenrieth)

bunch of grapes.

English (Strong)

probably from the base of στέφανος; a cluster of grapes (as if intertwined): grapes.

English (Thayer)

σταφυλῆς, ἡ, from Homer down, the Sept. for עֵנָב, grapes, a bunch of grapes: Sept. as referred to under the word βότρυς).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
1. ο καρπός του κλήματος, ο βότρυς, το σταφύλι (α. «ὅτι ἤκμασεν ἡ σταφυλὴ τῆς γῆς», ΚΔ
β. «σταφυλῇσι μέγα βρίθουσαν ἀλωήν», Ομ. Ιλ.)
2. η κιονίδα του φάρυγγα, κινητή και συσταλτή σαρκώδης απόφυση που κρέμεται από το ελεύθερο οπίσθιο χείλος της μαλακής υπερώας και παίζει ρόλο στην κατάποση και στη φώνηση
αρχ.
1. φλεγμονή της κιονίδας του φάρυγγα
2. (κατά τον Αιλ.) «εἶδος θαλασσίας βοτάνης»
3. (κατά τον Ησύχ.) «τοῡ ζυγοῡ τὸ μέσον»
4. φρ. «ἀγρία σταφυλή» — το φυτό αγριάμπελος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με τον τ. στέμφυλα «μάζα που απομένει μετά την έκθλιψη τών σταφυλιών» προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες. Έχει διατυπωθεί, τέλος, η άποψη ότι η λ. συνδέεται με τον τ. ἀσταφίς / σταφίς.

Greek Monotonic

στᾰφῠλή: ἡ,
I. τσαμπί σταφύλια, σε Όμηρ., Θεόκρ.
II. παροξύτ., σταφύλη, βαρίδι από μόλυβδο που προσδενόταν στο άκρο της στάθμης για να δείχνει την ευθεία γραμμή· ἵπποι σταφύλῃ ἐπὶ νῶτον ἔϊσαι, άλογα ταιριασμένα στο ύψος με τη χρήση στάθμης, ταιριασμένα με γνώμονα την ομορφιά, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

στᾰφῠλή: ἡ (эп. dat. pl. σταφυλῇσι)
1) виноградная гроздь Hom., Plat., Arst., Theocr.;
2) гроздевидная опухоль на язычке Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταφυλή -ῆς, ἡ, ep. dat. plur. -ῇσι, druif; geneesk. van de huig wanneer die gezwollen is. Hp. Prog. 23.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: grape (Il.), metaph. swollen uvula, uvula inflammation (Hp., Arist. etc.), also σταφύλη (accent after κοτύλη, κανθύλη a.o.?) lead in the balance, plummet of a level (Β 765).
Compounds: Compp., e.g. σταφυλο-τομέω to cut off grapes, to operate the uvula (late; cf. δειρο-τομέω s. δέρη), ἐρι-στάφυλος with big grapes (ep. Od.).
Derivatives: Dimin. σταφυλ-ίς, -ίδος f. (Theoc., Hp.), -ιον n. (M. Ant., pap.); -ῖνος m. carrot (Hp., Dsc. a.o.; Andrews ClassPhil. 44, 186f.), metaph. as name of an insect (Arist.; Strömberg Theophrastea 52); -ίτης m. surn. of Dionysos (Ael.; Redard 212); -ωμα n. name of an eye-disease (medic.; after γλαύκωμα a. o.). From σταφύλη: σταφυλίζειν τὸ συνι<σ>άζειν τὰς ὤας τοῦ ἱματίου H. -- PN Στάφυλος m. (on the accent Schw.-Debrunner 37).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: No etym.; perh. LW [loanword] (cf. Chantraine Form. 251, Schwyzer 485). Since long (s. Curtius 213) connected wit στέμφυλα, "was schon von Curtius a. O. mit Recht bezweifelt wird" (Frisk). The similarity with (ἀ)σταφίς (s.v.) is hardly accidental; σταφίς a cross? - Furnée 342, 373; also ὁσταφίς. The variants show clearly that the word is Pre-Greek. στεμφυλ- (s.v.) clearly belongs here too prensalization is typical of Pre-Greek. The total structure of the word (a-vocalism, -υλ-) is Pre-Greek.