νεώτερος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=neoteros
|Transliteration C=neoteros
|Beta Code=new/teros
|Beta Code=new/teros
|Definition=α, ον, Comp. of <b class="b3">νέος</b>, of persons, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[younger]], γενεῆφι ν. Il. <span class="bibl">21.439</span>; ὢν φύσει ν. <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>1295</span>; [[too young]], <span class="bibl">Od.21.132</span>; [[a minor]], <span class="bibl">Th. 3.26</span>; οἱ ν. <b class="b2">men of military age</b>, <span class="bibl">Id.5.50</span>; <b class="b3">τὸ πρεσβύτερόν τε καὶ τὸ ν</b>. ib.<span class="bibl">64</span>: c. gen., <b class="b3">οἱ ν. τῶν πεπραγμένων</b> those who are <b class="b2">too young to remember</b> the events, <span class="bibl">D.18.50</span>; <b class="b3">οἱ ν</b>. the [[new school]], of poets, <span class="bibl">Cic.<span class="title">Att.</span>7.2.1</span>; of poets later than Homer, Sch.<span class="bibl">Il.16.574</span>, <span class="bibl">24.257</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> Sup., γενεῇ δὲ νεώτατος ἔσκον ἁπάντων <span class="bibl">Il.7.153</span>, etc.; <b class="b3">ἡ ν. δημοκρατία</b>, opp. <b class="b3">ἡ πατρία δ</b>., <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1305a29</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> of events, [[newer]], [[more recent]], νεώτερον κακόν <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.155</span>; <b class="b2">of recent origin</b>, Δημόκριτος μουσικήν φησι ν. εἶναι Phld.<span class="title">Mus.</span>p.108K.: metaph., [[later]], [[worse]], ν. βούλευμα <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span> 560</span>; <b class="b3">νεώτερον πρήσσειν</b> contrive [[calamity]], [[injury]], <span class="bibl">Hdt.5.106</span>: freq. with τι, ἤν τι καταλαμβάνῃ ν. τὸν πεζὸν [στρατόν] <span class="bibl">Id.8.21</span>; δέδοικα μή τι δρᾷ ν. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>338</span>, cf. <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>107.6</span>, <span class="bibl">Theoc.24.40</span>; <b class="b3">μή τι ν. ἀγγέλλεις</b>; <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>310b</span>; νεώτερόν τι ποιεῖν ἔς τινα <span class="bibl">Th.1.132</span>; κατὰ τὴν Ἑλλάδα <span class="bibl">Hdt.8.142</span>; περὶ πόλιν Ἑλλάδα <span class="bibl">Id.5.93</span>; νεώτερα βουλεύειν περί τινος <span class="bibl">Id.1.210</span>; μηδὲν νεώτερον ποιεῖν περὶ ἀνδρῶν <span class="bibl">Th.2.6</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> freq. of rebellion or violent revolution, ν. τι ποιέειν <span class="bibl">Hdt.5.35</span>, etc.; <b class="b3">ν. πρήγματα πρήξειν</b> ib.<span class="bibl">19</span>; νεωτέρων πραγμάτων ἐπιθυμεῖν <span class="bibl">Isoc.7.59</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>5.2.9</span>, etc.</span>
|Definition=α, ον, Comp. of <b class="b3">νέος</b>, of persons, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[younger]], γενεῆφι ν. Il. <span class="bibl">21.439</span>; ὢν φύσει ν. <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>1295</span>; [[too young]], <span class="bibl">Od.21.132</span>; [[a minor]], <span class="bibl">Th. 3.26</span>; οἱ ν. [[men of military age]], <span class="bibl">Id.5.50</span>; <b class="b3">τὸ πρεσβύτερόν τε καὶ τὸ ν</b>. ib.<span class="bibl">64</span>: c. gen., <b class="b3">οἱ ν. τῶν πεπραγμένων</b> those who are [[too young to remember]] the events, <span class="bibl">D.18.50</span>; <b class="b3">οἱ ν</b>. the [[new school]], of poets, <span class="bibl">Cic.<span class="title">Att.</span>7.2.1</span>; of poets later than Homer, Sch.<span class="bibl">Il.16.574</span>, <span class="bibl">24.257</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> Sup., γενεῇ δὲ νεώτατος ἔσκον ἁπάντων <span class="bibl">Il.7.153</span>, etc.; <b class="b3">ἡ ν. δημοκρατία</b>, opp. <b class="b3">ἡ πατρία δ</b>., <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1305a29</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> of events, [[newer]], [[more recent]], νεώτερον κακόν <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.155</span>; <b class="b2">of recent origin</b>, Δημόκριτος μουσικήν φησι ν. εἶναι Phld.<span class="title">Mus.</span>p.108K.: metaph., [[later]], [[worse]], ν. βούλευμα <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span> 560</span>; <b class="b3">νεώτερον πρήσσειν</b> contrive [[calamity]], [[injury]], <span class="bibl">Hdt.5.106</span>: freq. with τι, ἤν τι καταλαμβάνῃ ν. τὸν πεζὸν [στρατόν] <span class="bibl">Id.8.21</span>; δέδοικα μή τι δρᾷ ν. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>338</span>, cf. <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>107.6</span>, <span class="bibl">Theoc.24.40</span>; <b class="b3">μή τι ν. ἀγγέλλεις</b>; <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>310b</span>; νεώτερόν τι ποιεῖν ἔς τινα <span class="bibl">Th.1.132</span>; κατὰ τὴν Ἑλλάδα <span class="bibl">Hdt.8.142</span>; περὶ πόλιν Ἑλλάδα <span class="bibl">Id.5.93</span>; νεώτερα βουλεύειν περί τινος <span class="bibl">Id.1.210</span>; μηδὲν νεώτερον ποιεῖν περὶ ἀνδρῶν <span class="bibl">Th.2.6</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> freq. of rebellion or violent revolution, ν. τι ποιέειν <span class="bibl">Hdt.5.35</span>, etc.; <b class="b3">ν. πρήγματα πρήξειν</b> ib.<span class="bibl">19</span>; νεωτέρων πραγμάτων ἐπιθυμεῖν <span class="bibl">Isoc.7.59</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>5.2.9</span>, etc.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 11:14, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεώτερος Medium diacritics: νεώτερος Low diacritics: νεώτερος Capitals: ΝΕΩΤΕΡΟΣ
Transliteration A: neṓteros Transliteration B: neōteros Transliteration C: neoteros Beta Code: new/teros

English (LSJ)

α, ον, Comp. of νέος, of persons,

   A younger, γενεῆφι ν. Il. 21.439; ὢν φύσει ν. S.OC1295; too young, Od.21.132; a minor, Th. 3.26; οἱ ν. men of military age, Id.5.50; τὸ πρεσβύτερόν τε καὶ τὸ ν. ib.64: c. gen., οἱ ν. τῶν πεπραγμένων those who are too young to remember the events, D.18.50; οἱ ν. the new school, of poets, Cic.Att.7.2.1; of poets later than Homer, Sch.Il.16.574, 24.257.    2 Sup., γενεῇ δὲ νεώτατος ἔσκον ἁπάντων Il.7.153, etc.; ἡ ν. δημοκρατία, opp. ἡ πατρία δ., Arist.Pol.1305a29.    II of events, newer, more recent, νεώτερον κακόν Pi.P.4.155; of recent origin, Δημόκριτος μουσικήν φησι ν. εἶναι Phld.Mus.p.108K.: metaph., later, worse, ν. βούλευμα S.Ph. 560; νεώτερον πρήσσειν contrive calamity, injury, Hdt.5.106: freq. with τι, ἤν τι καταλαμβάνῃ ν. τὸν πεζὸν [στρατόν] Id.8.21; δέδοικα μή τι δρᾷ ν. Ar.Ec.338, cf. Pi.Fr.107.6, Theoc.24.40; μή τι ν. ἀγγέλλεις; Pl.Prt.310b; νεώτερόν τι ποιεῖν ἔς τινα Th.1.132; κατὰ τὴν Ἑλλάδα Hdt.8.142; περὶ πόλιν Ἑλλάδα Id.5.93; νεώτερα βουλεύειν περί τινος Id.1.210; μηδὲν νεώτερον ποιεῖν περὶ ἀνδρῶν Th.2.6.    2 freq. of rebellion or violent revolution, ν. τι ποιέειν Hdt.5.35, etc.; ν. πρήγματα πρήξειν ib.19; νεωτέρων πραγμάτων ἐπιθυμεῖν Isoc.7.59, X.HG5.2.9, etc.

Greek (Liddell-Scott)

νεώτερος: -α, -ον, συγκρ. τοῦ νέος, ἐπὶ προσώπων, σὺ γὰρ γενεῆφι νεώτερος Ἰλ. Φ. 439· ὢν φύσει ν. Σοφ. Ο. Κ. 1295· παρὰ πολὺ νέος, Ὀδ. Φ. 132· - οἱ νεώτεροι, οἱ τῆς στρατευσίμου ἡλικίας, Θουκ. 5. 50· τὸ πρεσβύτερόν τε καὶ τὸ ν. αὐτόθι 64· - μετὰ γεν., οἱ νεώτεροι τῶν πραγμάτων, οἱ παρὰ πολὺ νέοι ἢ ὥστε νὰ ἐνθυμῶνται τὰ συμβάντα, Δημ. 242. 15. 2) οὕτως ἐν τῷ ὑπερθετ., γενεῇ δὲ νεώτατος ἔσκεν ἁπάντων Ἰλ. Η. 153, κτλ.· ἡ νεωτάτη δημοκρατία Ἀριστ. Πολ. 5. 5, 10. ΙΙ. ἐπὶ γεγονότων, νεώτερος, νεώτερα κακὰ Πινδ. Π. 4. 275· ἐντεῦθεν μεταφορ. χειρότερος, ν. βούλευμα Σοφ. Φιλ. 560· ὡσαύτως μόνον νεώτερα, Λατ. gravius quid, Valck. εἰς Ἡρόδ. 3. 62, Stallb. εἰς Πλάτ. Πρωτ. 310Β· συχνάκις μετὰ τοῦ τι, ἤν τι καταλαμβάνῃ νεώτερον τὸν στρατὸν Ἡρόδ. 8. 21· ἤν τι δρᾷ ν. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 338, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 74. 5, Θεόκρ. 24 40· μῶν τι ν. ἀγγέλλεις; Πλάτ. Πρωτ. 310Β· νεώτερόν τι ποιεῖν ἔς τινα Θουκ. 1. 132· κατά τινα Ἡρόδ. 8 142· περί τινα ὁ αὐτ. 5. 93· νεώτερα βουλεύειν ἢ ποιεῖν περί τινος ὁ αὐτ. 1. 210, Θουκ. 2. 6. 2) συχν. ἐπὶ πολιτικῶν μεταβολῶν, νεώτερόν τι, νεωτερισμός, στάσις, στασιαστικὸν κίνημα, Λατ. res novae, ν. τι ποιέειν Ἡρόδ. 5. 33, κτλ.· ν. πράγματα πρήσσειν ὁ αὐτ. 5. 19· νεωτέρων πραγμάτων ἐπιθυμεῖν, res novas moliri, Ἰσοκρ. 151Ε, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 9, κτλ.· πρβλ. νεωτερίζω ΙΙ, νεοχμόω. ΙΙΙ. περὶ τοῦ ἐπιρρ. ὅρα νέος ΙΙ. 2.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
Cp. de νέος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α νεώτερος, -έρα, -ον) νέος
1. (για πρόσ.)
1. ο μικρότερος σε ηλικία σε σχέση με κάποιον άλλο με τον οποίο συγκρίνεται («πρεσβύτερος μὲν Άρταξέρξης, νεώτερος δὲ Κῡρος», Ξεν.)
2. (για γεγονότα) αυτός που είναι σε μεγαλύτερο βαθμό πρόσφατοςδέδοικα μή τι δρᾷ νεώτερον», Αριστοφ.)
νεοελλ.
1. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) το νεώτερο και τα νεώτερα
οι πρόσφατες ειδήσεις («τα νεώτερα από τον Περσικό κόλπο είναι αρκετά δυσοίωνα»)
2. αυτός που χρονολογείται στη μεταξύ της μεσαιωνικής και σημερινής εποχής, σε αντιδιαστολή προς τον αρχαίο και τον μεσαιωνικό («ιστορία τών νεώτερων χρόνων»)
αρχ.
1. αυτός που είναι πολύ νεαρός στην ηλικία για να κάνει κάτι ή σε σχέση με μία συγκεκριμένη ικανότητα ή δραστηριότητανεώτερος εἰμι καὶ οὒπω χερσὶ πέποιθα», Ομ. Οδ.)
2. στασιαστικός, επαναστατικός
3. μτφ. χειρότερος («νεώτερον βούλευμ' ἀπ' Ἀργείων ἔχεις», Σοφ.)
4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ νεώτεροι
α) αυτοί που βρίσκονται σε στρατεύσιμη ηλικία («ξὺν ὅπλοις τῶν νεωτέρων φυλακὴν εἶχον», Θουκ.)
β) ομάδα Λατίνων ποιητών του 1ου π.Χ. αιώνα που μιμήθηκαν τα πρότυπα της αλεξανδρινής ποίησης τών ελληνιστικών χρόνων
5. φρ. α) «νεώτερον πρήσσειν» και «νεώτερον ποιεῑν» — υφίσταμαι ζημιά, βλάβη, δυστύχημα
β) «οἱ νεώτεροι τῶν πεπραγμένων» — οι πάρα πολύ νέοι, ώστε να μην θυμούνται τα συμβάντα.
επίρρ...
νεωτέρως / νεωτέρως (Α)
σε νεώτερο χρόνο, πριν από λίγο, πρόσφατα («τῶν δὲ πόλεων ὅσαι μὲν νεώτατα ὠκίσθησαν», Θουκ).

Greek Monotonic

νεώτερος: -α, -ον, συγκρ. του νέος,
I. 1. νεότερος, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· οἱ νεώτεροι, η νεότερη γενιά ανδρών, άνδρες σε στρατεύσιμη ηλικία, σε Θουκ.
2. πάρα πολύ νέος, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., οἱ νεώτεροι τῶν πραγμάτων, εκείνοι που είναι πολύ νέοι για να θυμούνται τα γεγονότα, σε Δημ.
II. 1. λέγεται για γεγονότα, νεότερος, πιο πρόσφατος, σε Πίνδ.· μεταφ., έσχατος, χειρότερος, σε Σοφ.· νεώτερα (μόνο του), Λατ. gravius quid, σε Ηρόδ., Αττ.· μή τί νεώτερον ἀγγέλλεις;, σε Πλάτ.· νεώτερα βουλεύειν ή ποιεῖν περί τινος, σε Ηρόδ., Θουκ.
2. λέγεται για πολιτικές μεταβολές, νεώτερόν τι, νεωτερισμός, επαναστατικό κίνημα, σε Ηρόδ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

νεώτερος: compar. к νέος I.

Middle Liddell

νεώτερος, η, ον [comp. of νέος
I. younger, Il., Soph.:— οἱ νεώτεροι the younger sort, men of military age, Thuc.
2. too young, Od.:—c. gen., οἱ νεώτεροι τῶν πραγμάτων those who are too young to remember the events, Dem.
II. of events, newer, later, Pind.: metaph. later, worse, Soph.; νεώτερα alone, Lat. gravius quid, Hdt., attic; μῶν τι ν. ἀγγέλλεις; Plat.; νεώτερα βουλεύειν or ποιεῖν περί τινος Hdt., Thuc.
2. of political changes, νεώτερόν τι, an innovation, revolutionary movement, Hdt., Xen.