ἀκραιφνής: Difference between revisions
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
(CSV import) |
m (pape replacement) |
||
Line 42: | Line 42: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[ἀκέραιος]], [[καθαρός]]). Συγκοπτόμενος [[τύπος]] τοῡ [[ἀκεραιοφανής]]. Πιθανόν ἀπό τό [[ἄκρος]] + [[αἴφνης]]. Ἴσως ἀκόμη ἀπό τό α στερητ. + κραῖφνος (=[[τραῦμα]]). Τό [[ἀκέραιος]] ἀπό τό α στερητ. + [[κείρω]] (=[[κουρεύω]]) ἤ + [[κεράννυμι]] ἤ + [[κέρας]]. | |mantxt=(=[[ἀκέραιος]], [[καθαρός]]). Συγκοπτόμενος [[τύπος]] τοῡ [[ἀκεραιοφανής]]. Πιθανόν ἀπό τό [[ἄκρος]] + [[αἴφνης]]. Ἴσως ἀκόμη ἀπό τό α στερητ. + κραῖφνος (=[[τραῦμα]]). Τό [[ἀκέραιος]] ἀπό τό α στερητ. + [[κείρω]] (=[[κουρεύω]]) ἤ + [[κεράννυμι]] ἤ + [[κέρας]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές ([[schon]] <i>VLL</i> [[ἀκεραιοφανής]] = [[ἀκέραιος]]),<br><b class="num">1</b> <i>[[unvermischt]], rein</i>, [[αἷμα]] Eur. <i>Hec</i>. 532; [[ὕδωρ]] ἀκρ. <i>B.A</i>. 23.81 aus Ar., erkl. τὸ ἀμιγὲς καὶ καθαρόν; auch von der [[Frau]], <i>Alc</i>. 1052, und oft so übertragen bei Sp., wie [[πενίη]] (pure [[Armut]]), Long. 1 (VI.191).<br><b class="num">2</b> dah. <i>[[unversehrt]]</i> ([[ἀβλαβής]]), τῶν κατηπειλημένων, von den [[Drohungen]], Soph. <i>O.C</i>. 1149; so Thuc. [[συμμαχία]] 1.19; [[νῆες]], <i>[[frisch]]</i>e [[Schiffe]], 1.52; oft Dion.Hal. und Sp.<br><span class="ggns">• Adv.</span> [[ἀκραιφνῶς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:49, 24 November 2022
English (LSJ)
ἀκραιφνές, derived by Sch.Th.1.52, etc., from ἀκεραιοφανής, A = ἀκέραιος, unmixed pure, κόρης ἀκραιφνὲς αἷμα E.Hec.537; ὕδωρ Ar.Fr.32: metaph., ἀρετή J.AJProoem.4; πενία ἀκραιφνής sheer, utter poverty, AP6.191 (Corn. Long.). Adv. ἀκραιφνῶς Ph.1.100; honestly, Hld.2.30: Sup. ἀκραιφνέστατον (but may be Adj.) Ph.2.319. II untouched, inviolate, E.Alc.1052; in Att. Prose only Th.1.19,52; freq. later, as D.H.6.14, Procop.Aed.1.10, al.; innocent, ψυχή Ph.1.515:—of troops, fresh, J.AJ18.10.7. 2 c. gen., untouched by... ἀ. τῶν κατηπειλημένων S.OC1147; κόρους ἀκραιφνεῖς μυρρίνης free from... Lysipp.9.
Spanish (DGE)
-ές
I 1intacto, íntegro ξυμμαχία Th.1.19, en uso pred. ἀκραιφνῆ τὴν τῶν συνελθόντων διασῴζει διάθεσιν PSI 76.3 (VI d.C.)
•en excelente estado, fresco κόροι ἀκραιφνεῖς μυρρίνης retoños frescos de mirto Chrysippus 1, cf. I.AI 18.366, βοήθεια D.H.6.14
•entero, absoluto, total πενίη AP 6.191 (Corn.Long.), en uso pred. τῆς ψυχῆς ἀκραιφνῆ τὴν ὁμοιότητα διασῴζει πρὸς τοὺς θεούς Iambl.Protr.3
•c. gen. no tocado por, libre de ἀ. τῶν κατηπειλημένων S.OC 1147.
2 no mezclado, puro ὕδωρ Ar.Fr.34, Anticl.22, Τάναϊς Lyc.1288, χρυσός Poll.7.98, ἀήρ Hp.Morb.Sacr.16.4, λαμπηδών Placit.3.5.8
•de una persona Ἀργεῖος ἀ. γοναῖς Lyc.151
•fig. ἀρετή I.AI 1.23, ἀλήθεια Ph.2.219, φύσις Ph.2.374, ὄρεξις Plu.2.126d, ἡδονή Porph.Abst.1.54, χαρακτήρ D.H.Dem.37.1
•de la esencia divina de Cristo, Ath.Al.M.26.201B, anón. crist. en St.Pap.7.1968.54
•subst. τὸ ἀκραιφνὲς τοῦ φωτός Gr.Naz.M.36.29B.
3 virginal, puro κόρης ἀκραιφνὲς αἷμα E.Hec.537, πῶς ἀ. ἐν νέοις στρωφωμένη ἔσται; E.Alc.1052, ἀ. ψυχή Ph.1.515.
II adv. ἀκραιφνῶς = íntegra, perfectamente de cómo un emplasto cicatriza una herida, Heras en Gal.13.765, ref. al estado de las tropas, Poll.1.157.
• Etimología: Quizá de un *ἀχραιφνής ‘no tocado’, cf. χραίνω, c. ἀ- priv. y disimilación de aspiradas.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 non mélangé, pur;
2 non entamé, intact, frais ; ἀκραιφνής τινος SOPH non atteint par qch.
Étymologie: ἀκέραιος, φαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀκραιφνής: (= ἀκέραιος)
1) несмешанный, чистый (αἷμα Eur.; ὕδωρ Arph.);
2) нетронутый, невредимый (νῆες Thuc.): ἀ. συμμαχία Thuc. ненарушенный военный союз; ἀ. τῶν κατηπειλημένων Soph. нимало не пострадавший от угроз; ἀ. ὄρεξις Plut. хороший аппетит;
3) полнейший, крайний (πενίη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκραιφνής: ἀκραιφνές, τύπος κατὰ συγκοπ. ἐκ τοῦ ἀκεραιοφανής (ὅπερ ἄχρηστον), = ἀκέραιος, ἀμιγής, καθαρός, κόρης ἀκρ. αἷμα, Εὐρ. Ἑκ. 537· ὕδωρ, Ἀριστοφ. Ἀπ. 98· μεταφ. πενία ἀκρ., καθαρά, τελεία, ἄκρα πενία, Ἀνθ. Π. 6. 191. ΙΙ. ἄθικτος, ἀβλαβής, ὁλόκληρος, Λατ. integer, Εὐρ. Ἄλκ. 1052, Θουκ. 1. 19, 52. 2) μετὰ γεν. ἄθικτος ὑπὸ ..., ἄκρ. τῶν κατηπειλημένων, Σοφ. Ο. Κ. 1147· κόρους ἀκραιφνεῖς μυρρίνης, ἀπηλλαγμένους ... Λυσίππ. Ἄδηλ. 3.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀκραιφνής)
καθαρός, ανόθευτος, αγνός, γνήσιος
νεοελλ.
άδολος, ανυστερόβουλος, ειλικρινής
αρχ.
άθικτος, ανέπαφος, απαραβίαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η άποψη τών σχολιαστών ότι η λ. ἀκραιφνὴς προέρχεται από αρχικό τ. ἀκεραιο-φανὴς < ἀκέραιος + φαίνομαι δεν είναι πειστική. Είναι πιθανό η λ. να συνδέεται με το επίθ. ἄκρος (πρβλ. άκρο- (Ι) και το επίρρ. αἴφνης.
Greek Monotonic
ἀκραιφνής: -ές, συγκοπτ. τύπος του ἀκεραιο-φανής (ἀκέραιος, φαίνομαι),
I. αμιγής, καθαρός, σε Ευρ., Αριστοφ.· μεταφ., πενία ἀκρ., απόλυτη, πλήρης φτώχεια, ανέχεια, σε Ανθ.
II. αβλαβής, ολόκληρος, Λατ. integer, σε Ευρ., Θουκ.
2. με γεν., άθικτος, ακηλίδωτος από κάτι, σε Σοφ.
Frisk Etymological English
-ές
Grammatical information: adj.
Meaning: unmixed, pure, sheer; untouched, inviolate (E.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Fur. 159 compares ἀκραπνής mss. Lysipp. fr. 9 ap. EM 531, 56 (= Et. Gud. 338, 15). If this is reliable, it is a substr. word (π/φ, α/αι).
Middle Liddell
[syncop. form of ἀκεραιοφανής (ἀκέραιος, φαίνομαι)]
I. unmixed, pure, Eur., Ar.: metaph., πενία ἀκρ. utter poverty, Anth.
II. unharmed, entire, Lat. integer, Eur., Thuc.
2. c. gen. untouched by a thing, Soph.
Frisk Etymology German
ἀκραιφνής: -ές
{akraiphnḗs}
Meaning: lauter, rein, unversehrt (fast nur poet. und spät).
Etymology: Unerklärt. Wertlose Vermutungen sind bei Bq verzeichnet.
Page 1,58
English (Woodhouse)
pure, undefiled, unharmed, unimpaired, uninjured, whole, in full strength, in full vigor, in full vigour
Mantoulidis Etymological
(=ἀκέραιος, καθαρός). Συγκοπτόμενος τύπος τοῡ ἀκεραιοφανής. Πιθανόν ἀπό τό ἄκρος + αἴφνης. Ἴσως ἀκόμη ἀπό τό α στερητ. + κραῖφνος (=τραῦμα). Τό ἀκέραιος ἀπό τό α στερητ. + κείρω (=κουρεύω) ἤ + κεράννυμι ἤ + κέρας.
German (Pape)
ές (schon VLL ἀκεραιοφανής = ἀκέραιος),
1 unvermischt, rein, αἷμα Eur. Hec. 532; ὕδωρ ἀκρ. B.A. 23.81 aus Ar., erkl. τὸ ἀμιγὲς καὶ καθαρόν; auch von der Frau, Alc. 1052, und oft so übertragen bei Sp., wie πενίη (pure Armut), Long. 1 (VI.191).
2 dah. unversehrt (ἀβλαβής), τῶν κατηπειλημένων, von den Drohungen, Soph. O.C. 1149; so Thuc. συμμαχία 1.19; νῆες, frische Schiffe, 1.52; oft Dion.Hal. und Sp.
• Adv. ἀκραιφνῶς.