μελαγχολία: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />humeur noire, mélancolie.<br />'''Étymologie:''' [[μελάγχολος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />[[humeur noire]], [[mélancolie]].<br />'''Étymologie:''' [[μελάγχολος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:20, 8 January 2023
English (LSJ)
Ion. μελαγχολίη, ἡ,
1 melancholy, black bile, dark mood, depression, atrabiliousness, freq. in plural, Hp.Aër.10, Ti.Locr.103a, Phld.Ir.p.28 W., Man.2.366: sg., Aret.SD1.5.
2 anger, resentment Nilanc. Ep. 2.190 (79.300B), al.
3 madness Orig. Or. 5.3.
German (Pape)
[Seite 118] ἡ, Schwarzgalligkeit, Melancholie, Tiefsinn, durch die ins Blut sich ergießende Galle entstehend, Tim. Locr. 103 a; im plur., Hippocr. u. Sp., wie Luc. Mort. D. 20, 4. Vit. auct. 14.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
humeur noire, mélancolie.
Étymologie: μελάγχολος.
Russian (Dvoretsky)
μελαγχολία: ἡ тж. pl. разлитие черной желчи, т. е. меланхолия, душевная угнетенность Plat., Luc., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μελαγχολία: ἡ, κυρίως τὸ ἔχειν τὴν χολὴν μέλαιναν· νόσος τις, μελαγχολία, Ἱππ. π. Ἀέρ. 288, κτλ.· πρβλ. Foës. Oecon., καὶ ἴδε ἐν λ. πικροχολία.
Greek Monolingual
η (ΑM μελαγχολία, Α ιων. τ. μελαγχολίη)
νεοελλ.
ιατρ. κατάσταση έντονης κατάθλιψης, που βιώνεται με αίσθημα ηθικού πόνου και χαρακτηρίζεται από ψυχοκινητική αναστολή
νεοελλ.-μσν.
βαριά δυσθυμία που συνοδεύεται από τάση προς απομόνωση, μεγάλη και συνεχής λύπη, έντονη ακεφιά
αρχ.
1. ασθένεια που προέρχεται όταν εγχυθεί η χολή στο αίμα, είδος παραφροσύνης, υποχονδρία («μελαγχολίῃσι καὶ ἄλγεσι κρυπτομένοισιν», Μαν.)
2. οργή, θυμός
3. αφροσύνη, απερισκεψία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελάγχολος (< μέλας, -ανος + χόλος / χολή). Η λ. μελαγχολία εντάσσεται σε μια ομάδα λέξεων οι οποίες εκφράζουν κάποιες ψυχολογικές διαθέσεις που χαρακτηρίζουν τη συμπεριφορά ενός ανθρώπου αναφορικά προς ορισμένες εσωτερικές λειτουργίες του οργανισμού. Η αντίληψη της σχέσης σωματικών και ψυχικών λειτουργιών επιβεβαιωμένη από τη σύγχρονη ιατρική διατυπώθηκε από τον Ιπποκράτη, ο οποίος πρώτος διαίρεσε τους ανθρώπους σε τύπους ανάλογα με την ανάμιξη σ' αυτούς τών τεσσάρων χυμών του σώματος: αίματος, φλέγματος, ξανθής και μέλαινας χολής. 'Ετσι διαμορφώθηκαν αντίστοιχα οι εξής τύποι: αιματώδης «ενθουσιώδης, πληθωρικός» (πρβλ. και θερμόαιμος, ψύχραιμος), φλεγματικός «ψύχραιμος, απαθής» (πρβλ. «αγγλικό φλέγμα»), χολερικός «ευερέθιστος, οξύθυμος» και μελαγχολικός «δύσθυμος, άκεφος». Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό ότι και η αγγλ. λ. humor (χιούμορ) «εύθυμη κριτική διάθεση» προέρχεται από λατ. humor «χυμοί του σώματος». Ενδεικτικές, τέλος, της σχέσης σωματικών και ψυχικών λειτουργιών είναι νεοελλ. φράσεις όπως: «μού κόπηκε [ή μού έσπασε] η χολή», «μού έπρηξε το συκώτι», «μού κόπηκαν τα ήπατα», «μού πάγωσε το αίμα», «μού ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι», που χρησιμοποιούνται κατά κόρον και πολλές φορές υπερβολικά, για να δηλώσουν αισθήματα τρόμου, εκνευρισμού, σύγχυσης, αγωνίας. Τη λ. μελαγχολία δανείστηκαν και οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. αγγλ. melancholy, γαλλ. melancholie), ενώ ως ιατρικός όρος χρησιμοποιείται ο νεολατ. τ. melancholia].
Translations
Arabic: سوداء; Egyptian Arabic: ماليخوليا; Aromanian: milanculii; Azerbaijani: melanxoliya; Basque: malenkonia; Belarusian: меланхолія; Bulgarian: меланхолия; Catalan: malenconia; Chinese Mandarin: 憂鬱, 忧郁, 悲哀; Czech: melancholie; Danish: melankoli, vemod; Dutch: melancholie, weemoed; Esperanto: melankolio; Estonian: melanhoolia; Finnish: melankolia, apeus, surumielisyys; French: mélancolie; Galician: melancolía; German: Melancholie, Schwermut, Wehmut; Greek: μελαγχολία; Hebrew: מלנכוליה; Hungarian: melankólia; Icelandic: þunglyndi; Italian: malinconia; Japanese: 憂鬱, 鬱病; Korean: 우울, 침울; Latin: melancholia; Lithuanian: melancholija; Manchu: ᠠᡴᠠᠴᡠᠨ; Maori: kainatu, rāwakiwaki; Norwegian: melankoli, tungsinn, svartsyn, vemod; Persian: مالیخولیا, مالنخولیا; Polish: melancholia; Portuguese: melancolia; Romanian: melancolie, tristețe; Russian: меланхолия; Scottish Gaelic: dòlasachd, mulad, èislean, cianalas, tùirse, truime, dubhachas; Serbo-Croatian Cyrillic: меланхолија, меланколија; Roman: melanhòlija, melankòlija; Sicilian: malancunìa; Slovak: melanchólia; Slovene: melanholija; Spanish: melancolía; Swedish: melankoli, svårmod, vemod, tungsinne; Tajik: молихулиё; Turkish: melankoli, hüzün; Ukrainian: меланхолія; Walloon: miråcoleye