οὕνεκα
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
and (usu. before a vowel) οὕνεκεν (first in Pi., v. infr.): relat. Conj. for οὗ ἕνεκα,
A on account of which, wherefore, δὸς δ' . . ἐμὲ πρήξαντα νέεσθαι, οὕ. δεῦρ' ἱκόμεσθα Od.3.61; ἡ δ' Ἄτη σθεναρή τε καὶ ἀρτίπος, οὕ. πάσας . . ὑπεκπροθέει Il.9.505; οὕνεκεν τὸ πεποναμένον εὖ μὴ . . κρυπτέτω Pi.P.9.93. 2 correlat. to τοὔνεκα, because, after τοῦδ' ἕνεκα Il.1.111; after τῷ Od.13.332: but usu. without any antec. expressed, Il.1.11, etc.; οὕνεκ' ἄρα 7.140, 11.79; οὕ. δή 3.403, cf. Pi. N.9.36, A.Supp.639 (lyr.), Fr.374, S.Ph.586, al.; οὕνεκα πιστὸς ἔφυς IG12.1017; οὕνεκεν πλεῖ τὴν θάλασσαν Herod.2.21. 3 like ὅτι, that, i.e. the fact that, after οἶδα Od.5.216; ἔγνω h.Ap.376; ἐνόησε Od.7.300; ἐρέει 16.379, cf. 330, 15.42; τόδε . . νεμέσσα 23.214: in Trag., after ἴσθι S.Ph.232; ἐννοεῖν Id.Ant.63; μαθεῖν Id.OT708; αἰσθάνεσθαι Id.El.1478; λέγειν E.IA102. II οὕνεκα (in this sense rarely οὕνεκεν, Herod.1.84), as Prep. c. gen., = simple ἕνεκα, εἵνεκα, on account of, because of, sts. following its case, Sol.37.5: freq. in Trag., as A.Pr.347, Ag.823, S.Ph.774, El.387, al. (S. never uses ἕνεκα); whereas reversely in Call., A.R.4.1523, and even in h.Ven. 199, εἵνεκα, ἕνεκα (q. v.) are used for οὕνεκα, because.—It has been suggested that the Ion. form εἵνεκα shd. be restd. for οὕνεκα, wherever it occurs as a Prep.; εἵνεκα occasionally occurs in Mss., as A.Supp. 188, Ar.Pax210, Lys.74, Ec.659: but οὕνεκα as a Prep. freq. occurs in Inscrr., IG12.802, 1037, 2.1334.11, etc.; οὕνεκεν χρόνου in respect of years, Poet. in PMich.Zen.77.9 (iii B. C.).—Poet. word, rare and late in Att. Prose, IG2 l.c. (iii A. D.), f.l. in Th.6.56, D.49.36,53, 59.39.
German (Pape)
[Seite 415] u. vor einem Vocal οὕνεκεν, – 1) = οὗ ἕνεκα, weswegen, weshalb, Od. 3, 61; gew. deswegen weil, weil, Hom., bei dem es theils dem Demonstrativum τοὔνεκα entspricht, wie Il. 3, 403. 405, οὕνεκα δὴ νῦν – τοὔνεκα δὴ νῦν, vgl. Hes. Th. 88, auch Il. 11, 21, u. τοῦδ' ἕνεκα 1, 111, wie τῷ Od. 13, 332, theils ohne solche Beziehung gesetzt ist; οὕνεκ' ᾤκτισαν ἡμᾶς, Aesch. Suppl. 630; οὗτος δέ μοι φίλος μέγιστος, οὕνεκ' Ἀτρείδας στυγεῖ, Soph. Phil. 582; O. C. 34 u. öfter; οὕνεκεν, Pind. N. 9, 36; Parmenid. 95. – Auch zum Ausdruck eines Objectivsatzes, ganz wie ὅτι, daß, nach οἶδα, Od. 5, 216, wie Soph. Phil. 232; νοεῖν, Od. 7, 300; ἐρεῖν, 16, 379; νεμεσᾶν, 23, 214; γνῶναι, h. Apoll. 376; ὁρῶ, Soph. Phil. 828; μανθάνω, O. R. 708; ἐξαγγέλλω, O. C. 1397; αἰσθάνομαι, El. 1470. Es ist mit dem indicat. verbunden. – 2) = ἕνεκα, wegen, cum gen., oft bei den Tragg. u. Ar.; γυναικὸς οὕνεκα, Aesch. Ag. 797; Soph. Phil. 1027 O. R. 383 Ai. 321 u. öfter; auch, wie ἕνεκα, in Ansehung, was anbetrifft, τοῦδέ γ' οὕνεκα κήρυσσε El. 595, νῦν δ' ἕκηλά που τῶν τῆσδ' ἀπειλῶν οὕνεχ' ἡμερεύσομεν 727, θάρσει προνοίας γ' οὕνεκ'· οὐ δοθήσεται Phil. 763; Eur. Or. 84 u. öfter; wie sich Aesch. Prom. 345 Suppl. 185 die v. l. εἵνεκα findet, so auch Ar. Pax 210 Lys. 74 (vgl. εἵνεκα), – selten in Prosa, wie Dem. 59, 39.
Greek (Liddell-Scott)
οὕνεκα: καὶ παρὰ ποιηταῖς πρὸ φωνήεντος οὕνεκεν (πρῶτον παρὰ Πινδ.)· - σύνδεσμ. ἀναφορ. ἀντὶ οὗ ἕνεκα, δὸς δ’... ἐμὲ πρήξαντα νέεσθαι, οὕνεκα δεῦρ’ ἱκόμεσθα Ὀδ. Γ. 61· ἡ δ’ Ἄτη σθεναρή τε καὶ ἀρτίπος, οὕνεκα πάσας.. ὑπεκπροθέει Ἰλ. Ι. 505· οὕνεκεν τὸ πεποναμένον μὴ.. κρυπτέτω Πινδ. Π.λ 9. 164. 2) ἀναφορ. τοῦ τοὔνεκα, διότι ἐπειδή, Ἰλ. Λ. 21 κἑξ.· ὡσαύτως μετὰ τὸ τοῦδ’ ἕνεκα, Α. 111· μετὰ τὸ τῷ, Ὀδ. Ξ. 332· -ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον τίθεται καθ’ ἑαυτὸ χωρὶς νὰ προηγῆται δεικτικόν, Ἰλ. Α. 11, κτλ.· οὕτω, οὕνεκ’ ἄρα Η. 140., Λ. 79· οὕνεκα δὴ Γ. 403· - ὡσαύτως παρὰ Πινδ. Ν. 9. 85, καὶ Τραγ., ὡς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 639, Ἀποσπ. 313, Σοφ. Φιλ. 586, κ. ἀλλ. 3) μετά τινα ῥήματα, ὡς τὸ ὅτι, Λατ. quod, μετὰ τὰ ῥήμ. εἰδέναι, Ὀδ. Ε. 216· γνῶναι, Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 376· νοεῖν, Ὀδ. Η. 300· ἐρέειν, Π. 379, πρβλ. 330., Ο. 42· νεμεσᾶν Ψ. 214· οὕτω παρὰ Τραγικ., μετὰ τὰ ἴσθι, Σοφ. Φιλ. 232· ἐννοεῖν, Ἀντ. 63· μαθεῖν Ο.Τ. 708· αἰσθάνεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1478· λέγειν Εὐρ. Ι.Α. 102· - πρβλ. ὁθούνεκα. ΙΙ. οὕνεκα (ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας οὐδέποτε οὕνεκεν), ὡς πρόθ. μετὰ γεν., ἰσοδύναμ. πρὸς τὸ ἁπλοῦν ἕνεκα, εἵνεκα, ἑπομενον τῇ πτώσει μεθ’ ἧς συντάσσεται, Σόλων 36. 5, καὶ συχν. παρ’ Ἀττικ. ποιηταῖς, ὡς Αἰσχύλ. Πρ. 345, Ἀγ. 823, Σοφ. Φιλ. 774, Ἠλ. 387, κ. ἀλλ. (μάλιστα ὁ Σοφ. οὐδέποτε χρῆται τῷ ἕνεκα)· ἐν ᾧ τἀνάπαλιν παρὰ Καλλ., Βίωνι, ἔτι καὶ ἐν τῷ Ὁμηρικῷ Ὕμνῳ εἰς Ἀφρ. 199, εἵνεκα, ἕνεκα εἶναι ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ οὕνεκα, ἐπειδή. - Ἡ γνώμη ὅτι ὁ Ἰων. τύπος εἵνεκα πρέπει νὰ ἀντικαταστήση τὸ οὕνεκα, ὁπουδήποτε τοῦτο ἀπαντᾷ ὡς πρόθεσις, δὲν δύναται νὰ ὑποστηριχθῇ, ἂν καὶ ἐνίοτε ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις, ὡς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 188, Ἀριστοφ. Εἰρ. 210, Λυσ. 74, Ἐκκλ. 659., ἴδε Meinek. Komm. Indic. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οὕνεκα· διότι», καὶ «οὕνεκα· οὗ χάριν».
French (Bailly abrégé)
adv. et prép.
I. adv. 1 à cause de quoi, c’est pourquoi;
2 à cause de ce que, parce que, puisque ; οὕνεκ’ ἄρα IL, οὕνεκα δή IL puis donc que;
3 comme quoi, à savoir que, que ; après les verbes signifiant « savoir, dire ou penser » : μάθ’ οὕνεκα SOPH sache que, etc.
II. prép. touj. après son rég. à cause de, gén..
Étymologie: οὗ de ὁς, ἥ, ὅ, ἕνεκα.
English (Autenrieth)
(οὗ ἕνεκα): (1) wherefore, (quamobrem), corresponding to τοὔ- νεκα, Il. 3.403.—(2) because, Il. 1.11, Od. 4.569. —(3) that, like ὅτι. (Od.)
English (Slater)
οὕνεκα (i. e. οὗ ἕνεκα.) causal conj.,
1 because c. ind. ἀείδων ἔμολον, οὕνεκ' Ὀλυμπιόνικος ἁ Μινύεια σεῦ ἕκατι (O. 14.19) ὕμνον κελάδησε καλλίνικον οὕνεκ' Ἀμφιτρύωνος ἀγλαὸν παρὰ τύμβον Καδμεῖοί νιν οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον (N. 4.20) χρὴ δ' Αἰγίνᾳ Χαρίτων ἄωτον προνέμειν πατρὸς οὕνεκα δίδυμαι γένοντο θύγατρες Ἀσωπίδων ὁπλόταται (I. 8.17)
Greek Monolingual
οὕνεκα και, πριν από φωνήεν, οὕνεκεν (Α)
(αναφ. σύνδ. αντί oὗ ἕνεκα)
1. γι' αυτό, ένεκα τούτου («οὕνεκεν... τὸ πεποναμένον εὖ μή... κρυπτέτω», Πίνδ.)
2. (ως ανταπόδοση στο τοῡδ' ἕνεκα, τοὔνεκα και στο τῷ) επειδή, διότι (α. «τοῡδ' ἕνεκά σφιν... ἄλγεα τεύχει, οὕνεκ' ἐγώ», Ομ. Ιλ.
β) «τῷ σε καὶ οὐ δύναμαι προλιπεῑν... οὕνεκ' ἐπητής ἐσσι», Ομ. Οδ.)
3. (μετά από τα ρήματα εἰδέναι, νοεῑν, νεμεσσᾱν, γνῶμαι, ἐννοεῑν, μαθεῑν, αἰσθάνεσθαι, ἐρέειν, λέγειν κ.ά.) ότι («ἴσθι... οὕνεκα Ἕλληνές ἐσμεν», Σοφ.)
4. (το οὕνεκα χρησιμοποιείται και ως πρόθεση καταχρηστική που συντάσσεται με επιτασσόμενη γενική) ένεκα («θάρσει προνοίας οὕνεκα», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὗ + ἕνεκα με κράση].
Greek Monotonic
οὕνεκα: Ποιητ., πριν από φωνήεν, οὕνεκεν,
I. 1. αναφορικός σύνδ. αντί οὗ ἕνεκα, για ποιο λόγο, γιατί, στον Όμηρ.
2. αναφορικό του τοὔνεκα, γι' αυτό, επειδή, σε Πίνδ., Τραγ.
3. μετά από συγκεκριμένα ρήματα ακριβώς όπως το ὅτι, Λατ. quod, ότι, δηλ. το γεγονός ότι, μετά τα εἰδέναι, νοεῖν, ἐρέειν, σε Ομήρ. Οδ.· μετά τα ἴσθι, μαθεῖν, σε Σοφ.· πρβλ. ὁθούνεκα.
II. ως πρόθ. με γεν., ισοδυν. με τα ἕνεκα, εἵνεκα, για το λόγο ότι, διότι, σε Αισχύλ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
οὕνεκα: I adv. [gen. к ὅς + ἕνεκα
1) поэтому, вот почему: οὕ. πάσας ὑπεκπροθέει (ἡ Ἄτη) Hom. вот почему Ата всех опережает;
2) из-за чего, ради чего: οὕ. δεῦρ᾽ ἱκόμεσθα Hom. (то), из-за чего мы сюда прибыли;
3) так как, потому что: οὕ. τὸν Χρύσην ἠτίμησ᾽ Ἀτρείδης Hom. ибо Хриса оскорбил Атрид; οὕ. Ἀτρείδας στυγεῖ Soph. (Филоктет мне друг), так как он ненавидит Атридов;
4) (после verba dicendi, cognoscendi, sciendi = ὅτι) что (ἴστι, οὕ. Ἓλληνές ἐσμεν Soph.): συμπλεῖν τ᾽ Ἀχαιοῖς οὕνεκ᾽ οὐ θέλοι λέγων Eur. говоря, что он не хочет отплыть с ахейцами.
II praep. cum gen. (οὕ. всегда на втором месте)
1) из-за, ради: τοῦδέ γ᾽ οὕ. Soph. хотя бы из-за этого; γυναικὸς οὕ. πόλιν διημάθυνεν Ἀργεῖον δάκος Aesch. из-за женщины разрушило город (Трою) аргосское чудовище;
2) что касается, в отношении, относительно, насчет (τοῦδέ γ᾽ οὕ. κήρυσσέ μ᾽ εἰς ἅπαντας Soph.): νεκρὸς οὗτος οὕ. σμικρᾶς πνοῆς Eur. судя по незаметному дыханию, он мертв.