δῆλος

Revision as of 01:00, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

(also Dor., Archyt.1, Theoc.11.79, etc., and Aeol., cf. πρόδηλος), η, ον, also ος, ον E.Med.1197: Ep. δέελος:    I prop. visible, conspicuous, δέελον δ' ἐπὶ σῆμά τ' ἔθηκε Il.10.466, but:    II commonly, clear to the mind, manifest, νῦν δ' ἤδη τόδε δ. Od.20.333, etc.    2 δ. εἰμι is freq. used c. part., δ. ἐστιν ἀλγεινῶς φέρων i.e. it is clear that he takes it ill, S.Ph.1011, cf. OT673,1008, etc.; οἳ ἂν δ. ὦσι μὴ ἐπιτρέψοντες who are clearly not going to permit, Th. 1.71; with ὡς, δ. ἐστιν ὥς τι δρασείων κακόν S.Aj.326; δ. ἔσεσθε ὡς ὀργιζόμενοι Lys.12.90, cf. X.An.1.5.9; δ. ὁρᾶσθαι . . ὤν being as was plainly to be seen, E.Or.350: with ὅτι and a Verb, δ. ἐστιν ὅτι . . ἀκήκοεν Ar.Pl.333; δ. ἡ οἰκοδομία ὅτι κατὰ σπουδὴν ἐγένετο Th.1.9<*>; δ. ἔσται ὅτι . . Lys.12.50: sts. the part. or relat. clause must be supplied, καταγελᾷς μου, δ. εἶ (sc. καταγελῶν) Ar.Av.1407, cf. Id.Lys. 919; δῆλοι δέ (sc. οὐ μένοντες) Th.5.10.    3 δῆλον ποιεῖν show plainly, τινὶ ὅτι . . Id.6.34, etc.: c. part., δῆλον ἐποιήσατε . . μηδίσαντες Id.3.64.    4 δῆλον (sc. ἐστί) it is manifest, αὐτὸς πρὸς αὑτοῦ· δῆλον S.Aj.906; ἀλγεινά, Πρόκνη, δῆλον Id.Fr.585; ἐκ πίθω ἀντλεῖς, δῆλον Theoc.10.13; δῆλον δέ, to introduce a proof, folld. by γάρ, Th.1.11, Arist.Col.799a5, etc.; δῆλον γάρ S.Fr.63; δῆλον ὅτι Th.3.38, etc.; τὰ Κύρου δῆλον ὅτι οὕτως ἔχει X.An.1.3.9, cf. Cyr.2.4.24, etc., v. δηλονότι: in pl., δῆλα δή, δ. δ. καὶ ταῦτα Pl.Cri.48b; ἢ δ. δ. ὅτι . .; Id.Prt.309a, etc.: hence as Adv., usu. written δηλαδή (q.v.).    5 Adv. δήλως is rejected by Att., Poll.6.207.    III δῆλοι, οἱ, Urim, LXX 1 Ki.28.6,al. (Cf. δέατο.)

German (Pape)

[Seite 560] bei Eur. Mad. 11972 Endungen, einleuchtend, offenbar; Wurzel διF, verwandt δέατο, δοάσσατο, Ζεὺς Διός, δῖος, ἔνδιος, εὐδία, δάελος, δίαλος, δέελος, aus welchem letzteren δῆλος wohl durch Contraction entstanden; Latein. dies, sub divo, deus, divus; Sanskrit. divjami glänzen, div das Leuchten, der Himmel, divjas himmlisch, divam der Tag, dêvas der Gott; Litthauisch devas der Gott; Altnord. tîvar Götter; Althochdeutsch Zio; vgl. Curtius Grundz. der Griech. Etymol. 1, 201. 2, 163. Bei Homer δῆλος einmal, Odyss. 20, 333 νῦν δ' ἤδη τόδε δῆλον, ὅτ' οὐκέτι νόστιμός ἐστιν. Die uncontrahirte Form δέελος einmal, Iliad. 10, 466, das Compositum ἔκδηλος einmal, Iliad. 5, 2; außerdem vgl. ἀρίδηλος, ἀρίζηλος, εὐδείελος. – Folgende: Batrachom. 25 τίπτε γένος τοὐμὸν ζητεῖς, φίλε; δῆλον ἅπασιν ἀνθρώποις τε θεοῖς τε καὶ οὐρανίοις πετεηνοῖς; δῆλον (sc. ἐστίἱ, ὅτι od. ὡς, Her. 1, 117 u. Folgde; δῆλον ἐμοί, ὡς Soph. Phil. 162; δῆλον τοῦτο καὶ παιδί, ὅτι Plat. Conv. 204 a. Gew. wird es im Attischen auf das Subject des abhängigen Satzes bezogen u. das Verbum im partic. hinzugesetzt; theils mit ὡς, δῆλός ἐστιν ὥς τι δρασείων κακόν Soph. Ai. 319, es ist offenbar, daß er thun will; vgl. Xen. An. 1, 5, 9; theils ohne ὡς, δῆλός ἐστιν ἀλγεινῶς φέρων Soph. Phil. 999; δῆλος εἶ καταφρονῶν μου Plat. Theaet. 189 c, u. öfter; vgl. z. B. Thuc. 1, 71. 93; auch δῆλος ὤν, ὅτι ἀμυνεῖται Plat. Conv. 221 b; δῆἱοι ἦσαν, ὅτι ἐπικείσονται Xen. An. 5, 2, 26; vgl. Cyr. 1, 4, 2; Ar. Plut. 333; anch c. inf., δῆλοι ὁρᾶσθαι Eur. Or. 544. – Wodurch etwas klar ist od. wird, das wird durch den dat. ausgedrückt; ᾡ καὶ δῆλον, Xen. öfter; ἔκ τινος, Mem. 1, 2, 16; ἀπὸ τούτων, Dem. 34, 11; πανταχόθεν, ibd. 10. – Δῆλον ποιεῖν, = δηλοῦν, Histor., was auch mit dem partic. verbunden wird, δῆλον ἐποιήσατε μόνοι οὐ μηδίσαντες, ihr habt gezeigt, daß ihr, Thuc. 3, 64. Bei Plat. Crit. 44 d, αὐτὰ δὲ δῆλα τὰ παρόντα, ὅτι οἷοί τ' εἰσὶν οἱ πολλοί, ist es fälschlich activ. genommen; es steht so auch absol., δῆλον δέ, das geht aber aus folgendem hervor, z. B. Thuc. 1, 11, wo ein Satz mit γάρ folgt. – Bei den LXX. sind οἱ δῆλοι Erscheinungen, wie Suid. erkl.: ὁράσεις, ἐνύπνια. – Das adv. δήλως verwirft Poll. 6, 207.

French (Bailly abrégé)

η, poét. ος, ον :
1 visible ; qui est sous nos yeux, devant nous;
2 fig. clair, manifeste, évident : δῆλον (ἐστί) ὅτι ou ὡς, il est évident que ; δῆλός ἐστιν ἀλγεινῶς φέρων SOPH il est visible qu’il supporte avec peine ; δῆλοι ἦσαν ὅτι ἐπικλείσονται XÉN il était évident qu’ils allaient se jeter sur ; δῆλον ἐποιήσατε οὐ μηδίσαντες THC vous avez montré clairement que vous ne vous êtes pas ralliés au parti des Mèdes ; abs. αὐτὸς πρὸς αὐτοῦ, δῆλον SOPH lui-même par lui-même, càd lui tout seul, cela est évident ; δῆλον δέ, et en voici la preuve, et en effet.
Étymologie: R. ΔιϜ, briller.

English (Autenrieth)

clear, evident; δῆλον, Od. 20.333†.

English (Strong)

of uncertain derivation; clear: + bewray, certain, evident, manifest.

English (Thayer)

δηλη, δῆλον (from Homer down), clear, evident, manifest: δῆλον namely, ἐστιν it is manifest, evident, followed by ὅτι (Xenophon, an. 1,3, 9; others): δηλονότι, manifestly, cf. Winer's Grammar, § 64,2a.); L T Tr WH omit δῆλον). [ SYNONYMS: δῆλος, φανερός: δῆλος, evident, what is known and understood, φανερός, manifest, as opposed to what is concealed or invisible; δῆλος points rather to inner perception, φανερός to outward appearance. Cf. Schmidt, chapter 129.]

Greek Monolingual

-η, -ον (AM δῆλος, -η, -ον
Α και δῆλος, -ον και δέελος, -ον)
1. φανερός στα μάτια, ορατός
2. φανερός στον νου, σαφής, κατανοητός
αρχ.
1. είμαι φανερός ή είναι φανερό ότι («δῆλος δὲ καὶ νῡν ἐστιν ἀλγεινῶς φέρων» — φαίνεται ότι υποφέρει, Σοφ.)
2. φρ. α) «δῆλον ποιῶ» — δείχνω καθαρά, κάνω σαφώς γνωστό
β) (το ουδ.) δῆλον (ενν. ἐστι)
είναι προφανές, φανερό, δηλαδή
γ) «δῆλον ὅτι» — είναι φανερό ότι
δ) «δῆλα δή» — είναι φανερά, δεν δέχονται αμφισβήτηση
4. (το αρσ. στον πληθ.) δήλοι, οι
(Urim) ψήφοι ή αγαλμάτια ή γράμματα από πολύτιμους λίθους, με τα οποία οι Εβραίοι μάντευαν («καὶ ἐπηρώτησε Σαοὺλ διὰ κυρίου, καὶ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῷ Κύριος ἐν τοῑς ἐνυπνίοις καὶ ἐν τοῑς δήλοις καὶ ἐν τοῑς προφήταις», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Με βάση τις γλώσσες του Ησυχίου «δίαλον
φανερόν» και «διάλας
τας δήλας και φανεράς» (όπου δια- διαλεκτική μορφή του δεα-) υποστηρίχθηκε ότι δήλος < δέαλος, ρηματικό επίθετο του δέατο «φαινόταν», πρτ. του άχρηστου ενεστ. δέαμαι (< dey-2- «λάμπω»). Ο τ. δέελος σχηματίστηκε με επίθημα -ελο (πρβλ. ίκελος).
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) άδηλος, αυτόδηλος, διάδηλος, έκδηλος, ένδηλος, κατάδηλος, πασίδηλος, πρόδηλος
αρχ.
ανάδηλος, αΐδηλος, ανεπίδηλος, αρίδηλος. επίδηλος, ερίδηλος, περίδηλος, αμφίδηλος, σύνδηλος, ασύνδηλος, μεγαλόδηλος, υπόδηλος, εύδηλος
νεοελλ.
πάνδηλος.

Greek Monotonic

δῆλος: -η, -ον και -ος, -ον, Επικ. δέελος·
I. κυρίως, ορατός, ευκρινής, εμφανής, φανερός, σε Ομήρ. Ιλ.·
II. διαυγής νοητικά, σαφής, πασιφανής, εμφανής, πασίδηλος, κατάδηλος, σε Ομήρ. Οδ.· δῆλός εἰμι, με μτχ.· δῆλός ἐστιν ἀλγεινῶς φέρων, δηλ. είναι φανερό, ότι δυσαρεστήθηκε, σε Σοφ.· δῆλοίεἰσι μὴ επιτρέψοντες, είναι σαφές ότι δεν θα επιτρέψουν, σε Θουκ.· επίσης, με αιτ. στην ιδιωματική φράση, δῆλόν (ἐστιν) ὅτι..., βλ. δηλονότι.
III. το δῆλον μόνο του, χρησιμ. όπως το δηλαδή· αὐτὸς πρὸς αὐτοῦ· δῆλον..., μόνος του, είναι φανερό, σε Σοφ.· επίσης, δῆλονδέ, εισάγει απόδειξη, σε Θουκ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

δῆλος: эп. δέελος 3, редко
1) видимый, заметный (σῆμα Hom.; ἴχνη Xen.);
2) ясный, явный, очевидный: δῆλον ποιεῖν Thuc., Arst. делать очевидным, доказывать; δ. ἐστιν ἀλγεινῶς φέρων Soph. ясно, что ему больно; δ. ὁρᾶσθαι τῶν Τανταλιδῶν ἐξ αἵματος ὤν Eur. ясно видно, что он из рода Танталидов; δ. ἦν πᾶσιν ὅτι … Xen. для всех было очевидно, что он ….

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δῆλος -η -ον [~ δέατος] ep. ook δέελος; f. ook - ος duidelijk (zichtbaar):. δέελον δ ’ ἐπὶ σῆμα τ ’ ἔθηκε hij zette er een duidelijk zichtbaar teken op Il. 10.466. overdr. evident, duidelijk:; νῦν δ ’ ἤδη τόδε δῆλον nu is dit eindelijk duidelijk Od. 20.333; δῆλον ποιεῖν ὅτι duidelijk aantonen dat Thuc. 3.64.1; in pers. constr. met ptc..; δῆλος... ἐστιν ἀλγεινῶς φέρων het is duidelijk dat hij dit pijnlijk vindt Soph. Ph. 1011; met ὡς:; δῆλος ἦν Κῦρος ὡς σπεύδων het was duidelijk dat Cyrus haast had Xen. An. 1.5.9; onpers. δῆλον het is duidelijk:; τὰ μὲν δὴ Κύρου δῆλον ὅτι οὕτως ἔχει het is duidelijk dat de positie van Cyrus zo is Xen. An. 1.3.9; δῆλον δέ·... γάρ om bewijs of argument in te leiden;: δῆλον δέ· τὸ γὰρ ἔρυμα... οὐκ ἂν ἐτειχίσαντο dat blijkt: want anders hadden zij geen versterking gebouwd Thuc. 1.11.1; als interjectie: δῆλα δή (δηλαδή) natuurlijk; δῆλον ὅτι (δηλονότι) natuurlijk.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: clear (Od.: ἔκδηλος Ε 2)
Other forms: beside δέελος visible (Κ 466).
Derivatives: Denomin. δηλόω make clear (Ion.-Att.) with δήλωσις, δήλωμα (Att. etc.), δηλωτικός (Hp.). - Often with prefix: ἀρί-δηλος (with, through inverted writing [cf. ζα- = δα-], ἀρί-ζηλος), ἔκ-, ἔν-, ἐπί-, κατά-δηλος etc. with ἐκδηλόω etc. See Strömberg Greek Prefix Studies (Index s. vv.). δεϜαλῶσαι (BCH 1988, 283f., Mantinea IVa) with hypercorrect F (RPh 71, 1997, 156).
Origin: IE [Indo-European] [183]? *deih₂- shine
Etymology: The glosses δίαλον φανερόν and διάλας τὰς δήλας καὶ φανεράς H., dialectical for δεα-, show that δῆλος continues *δέαλος < *dei̯h₂lo-, cognate with δέατο < *dei̯h₂-to (s. v.). This fits also for ἔκδηλος in Ε 2 (Bechtel Lex. 98). (Diff. Schulze Q. 244 A. 2, Chantr. Form. 242.) - On δέελος s.v. On εὑδείελος (s. v.).