δόκιμος

From LSJ
Revision as of 11:20, 26 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " . ." to "…")

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δόκῐμος Medium diacritics: δόκιμος Low diacritics: δόκιμος Capitals: ΔΟΚΙΜΟΣ
Transliteration A: dókimos Transliteration B: dokimos Transliteration C: dokimos Beta Code: do/kimos

English (LSJ)

ον (Dor. α, ον Tab.Heracl.1.103), (δέχομαι)

   A acceptable: hence,    1 of persons, trustworthy, Heraclit.28 (Sup.), Democr. 67; approved, esteemed, Hdt.1.65, al.; δ. παρά τινι Id.7.117; δοκιμώτατος Ἑλλάδι most approved by Hellas, her noblest son, E.Supp. 277 (anap.): c. inf., of approved ability to do... δόκιμος δ' οὔτις… εἴργειν A.Pers.87 (lyr.).    2 of things, excellent, τὸ ἔαρ -ώτατον Hdt.7.162; notable, considerable, ποταμός Id.7.129; approved, κριθὰ καθαρὰ δ. Tab.Heracl. l. c.; δ. ἀργύριον legal tender, D.35.24, cf. PLond.3.938.6 (iii A. D.); ὕμνος acceptable, Pi.N.3.11.    3 Adv. -μως really, genuinely, A.Pers.547 (lyr.), X.Cyr.1.6.7.

German (Pape)

[Seite 653] ον, annehmlich, was wie gute Münze angenommen wird; ἀργύριον Poll. 3, 86; Luc. Hermot. 68; übh. = erprobt, bewährt, tadellos; ὕμνος Pind. N. 3, 11; δοκιμώτατος Ελλάδι Eur. Suppl. 277; vgl. Aesch. Pers. 87. wo es dann in die Bdtg »angesehen« übergeht; Λυκοῦργος τῶν Σπαρτιητέων δόκιμος ἀνήρ Her. 1, 65; ἐν τοῖσι ἀστοῖσι δ. 3, 143; auch von Flüssen, ansehnlich, 7, 129; δόκιμοι ἄνδρες Plat. Rep. X, 618 a; u. so Sp., N. T. – Adv., καλὸς κἀγαθὸς δοκίμως γενέσθαι, bewährt, Xen. Cyr. 1, 6, 7.

Greek (Liddell-Scott)

δόκιμος: -ον, (δέχομαι) δοκιμασθείς, ἐξετασθείς, κυρίως ἐπὶ μετάλλων, Δημ. 931. 3. ΙΙ. καθόλου, 1) ἐπὶ προσώπων, ἀποδεκτὸς γενόμενος, ἔγκριτος, τετιμημένος, Λατ. probus, Ἡρόδ. 1. 65, 96, 158, κτλ.· δ. παρά τινι ὁ αὐτ. 7. 117· δοκιμώτατος Ἑλλάδι, πλεῖστον τετιμημένος καί ἠγαπημένος ἐν Ἑλλάδι, Εὐρ. Ἱκέτ. 277· μετ’ ἀπαρεμφ., δεδοκιμασμένως ἱκανὸς νὰ πράξῃ τι… , δόκιμος δ’ οὔτις… εἴργειν Αἰσχύλ. Πέρσ. 87. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἐξαίρετος, εὐάρεστος, τό ἔαρ Ἡρόδ. 7. 162· ὡσαύτως, μέγας, ποταμός, ὁ αὐτ. 7. 129· ὕμνος δόκιμός τινι, ἐπιδοκιμασθεὶς ὑπό τινος, εὐπρόσδεκτος εἴς τινα, Πίνδ. Ν. 3. 18. 3) ἐπίρρ. -μως, γνησίως, ἀληθῶς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 547, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. éprouvé, dont on a fait l’essai;
II. fig. éprouvé, qui a fait ses preuves ; d’où
1 considéré, estimé;
2 acceptable ; agréable;
3 considérable.
Étymologie: δοκέω.

English (Slater)

δόκῐμος
   1 acceptable ἄρχε δ' οὐρανοῦ πολυνεφέλα κρέοντι, θύγατερ, δόκιμον ὕμνον (N. 3.11)

Spanish (DGE)

(δόκῐμος) -ον

• Alolema(s): fem. -α TEracl.1.103 (IV a.C.)
I de pers.
1 digno de toda confianza, bien considerado, acreditado νῦν τις ἄνηρ δ. γενέσθω Alc.6.12, cf. Democr.B 68, Λυκοῦργος Hdt.1.65, ἐν τοῖσι ἀστοῖσι δ. Hdt.3.143, δόκιμον ἐόντα παρὰ Ξέρξῃ Hdt.7.117, δ. τοῖς ἀνθρώποις estimado entre los hombres, Ep.Rom.14.18, cf. 16.10, σοφῇ δ. φρενὶ πορίμῳ τε τόλμη Ar.Pax 1030, πολίτου δοκίμου ἡ ἀρετή Arist.Pol.1277a26, δοκέοντα γὰρ ὁ δοκιμώτατος γινώσκει Heraclit.B 28, μὴ πᾶσιν, ἀλλὰ τοῖς δοκίμοισι πιστεύειν Democr.B 67, οἱ δόκιμοι los que han pasado la prueba 1Ep.Cor.11.19, 2Ep.Cor.10.18, σπούδασον σεαυτὸν δόκιμον παραστῆσαι τῷ θεῷ 2Ep.Ti.2.15, ῥήτωρ AP 11.436 (Luc.)
c. inf. del que se espera que, en quien se confía para δ. δ' οὔτις ὑποστὰς μεγάλῳ ῥεύματι φωτῶν ... εἴργειν y de nadie se espera que interponiéndose ofrezca resistencia a la gran oleada de hombres A.Pers.87
fig. acendrado ἡ ψυχή Euagr.Pont.Cap.Pract.28
subst. τὸ δ. celebridad, fama τὸ τῆς εὐσεβείας αὐτῶν δ. Gr.Nyss.M.46.1172A.
2 famoso, renombrado δοκίμων ἀνδρῶν βίοι Pl.R.618a, δοκιμώτατος Ἑλλάδι de Teseo, E.Supp.277, ἄνδρες οἱ πρῶτοι καὶ δοκιμώτατοι Arist.Mu.398a19, ἄνδρων δοκίμων πόλις Theoc.28.18, καὶ τῶν παλαιῶν ἰατρῶν οἱ δοκιμώτατοι Gal.5.685, cf. Hierocl.Facet.107, οἱ δοκιμώτατοι ... τῶν δογματικῶν S.E.P.3.176.
3 que está acreditado o reconocido por haber pasado la δοκιμασία como miembro de una profesión δημόσιος ἰατρὸς τῶν ἐν τῷ ὡρισμένῳ ἀριθμῷ τῶν δοκίμων SB 14638.4, CPR 17A.23.6 (ambos IV d.C.).
II de cosas
1 excelente, notable ὕμνος Pi.N.3.11, ἐν τῷ ἐνιαυτῷ ἔστι τὸ ἔαρ δοκιμώτατον la primavera es lo más destacado del año Hdt.7.162, ποταμοί Hdt.7.129, ὕμνων ἄρσενι βοᾷ δοκίμων de himnos realzados por el grito viril Ar.Th.125
apreciado, valioso δοκιμώτερα ὑπὲρ χρυσίον ὀστᾶ Mart.Pol.18.1.
2 numism. de buena ley, de curso legal χρε̄́ματα δόκιμα κα[ὶ h] υγιᾶ SEG 41.725.3 (Eretria VI a.C.), ἀργύριον D.35.24, Poll.3.86, PLond.938.6 (III d.C.), Origenes Comm.in Mt.14.7, νόμισμα IG 12(7).67.10, 69.22 (ambas Amorgos II a.C.), Philostr.VA 3.24, δόκιμοι δραχμαί dracmas legítimas, auténticas Arr.Epict.1.7.6, 7, τοῦ χρυσίου δοκίμου μναιαῖα τέσσαρα POxy.265.25 (I d.C.)
tb. de metales preciosos de ley ζεῦγος χεροψελίω[ν] χρυσοῦ δοκίμου una pareja de brazaletes de oro de ley, PSI 1128.25 (III d.C.).
3 válido, que es de buena calidad o está en buen estado κριθὰ δόκιμα cebada de buena calidad, TEracl.l.c., ἐάν τινα ὑγιῆ λίθον διαφθείρῃ ... ἕτερον ἀποκαταστήσει δόκιμον IG 7.3074.13 (Lebadea II a.C.).
4 de palabras admitido, correcto ἀμοιβῇ γὰρ ἔοικε νομίσματος ἡ τοῦ λόγου χρεία, καὶ δόκιμον καὶ αὐτοῦ τὸ σύνηθές ἐστι καὶ γνώριμον Plu.2.406b, op. ἀδόκιμος Phryn.13, 61.
III adv. -ως
1 de manera probada, indubitablemente, con toda evidencia μόρον ... δ. πολυπενθῆ A.Pers.547, ὡς τὰ δοκοῦντα χρῆν δ. εἶναι διὰ παντὸς πάντα περῶντα que lo aparente tiene que existir sin ninguna duda, entrando totalmente a todo Parm.B 1.32, αὐτός τε καλὸς κἀγαθὸς δ. γένοιτο X.Cyr.1.6.7, cf. CEG 525 (Ática IV a.C.).
2 de forma que pueda ser comprobado, verificablemente, a satisfacción τοὺς θριγκοὺς ... συμφωνοῦντας πρὸς ἀλλήλους δ. IG 7.3073.86, cf. 3074.11 (ambas Lebadea II a.C.), ὅστις ... δ. ἐθέλει διαλέγεσθαι Phryn.proem., ἐπιμεληθεὶς δὲ τοῦ δ. τε καὶ σὺν ἀφελείᾳ ἑρμηνεύειν Philostr.VS 627, τὸ γράμμα ... δ. ἀποφανθέν Eus.Ep.Caes.2.

English (Strong)

from δοκέω; properly, acceptable (current after assayal), i.e. approved: approved, tried.

English (Thayer)

δόκιμον (δέχομαι); from Herodotus down;
1. properly, accepted, particularly of coins and metals, Lucian, Herm. 68, etc.; hence, universally, proved, tried: in the N. T. one who is of tried faith and integrity (R. V. approved), τόν δόκιμον ἐν Χριστῷ, the approved servant of Christ); παρισταναι ἑαυτόν δόκιμον τῷ Θεῷ); accepted, equivalent to acceptable, pleasing: εὐάρεστος τῷ Θεῷ καί δόκιμος (L marginal reading δοκιμοις) τοῖς ἀνθρώποις, Romans 14:18.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δόκιμος, -ον)
εκείνος του οποίου η αξία ή η ικανότητα έχει δοκιμαστεί, κριθεί και αναγνωριστεί («δόκιμος πολιτικός, ποιητής, πολεμιστής κ.λπ.»)
μσν.- νεοελλ.
1. αυτός που διέρχεται το στάδιο της προπαρασκευής και της δοκιμασίας, μαθητευόμενος
2. υποψήφιος μοναχός κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας πριν από την κουρά του
νεοελλ.
1. φρ. «δόκιμη λέξη, φράση, σύνταξη κ.λπ.» — αυτή που απαντά σε καθιερωμένους συγγραφείς
2. «δόκιμος αξιωματικός» — έφεδρος κατά τη διάρκεια της φοίτησής του σε στρατιωτική σχολή ώσπου να ορκιστεί ως αξιωματικός
3. το αρσ. ως ουσ. ο δόκιμος
α) δόκιμος αξιωματικός
β) σπουδαστής της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, του Πολεμικού Ναυτικού ή τών Σχολών του Εμπορικού Ναυτικού
αρχ.-μσν.
δοκιμασμένος στην πίστη
μσν.
κατάλληλος, ενδεδειγμένος
αρχ.
1. αξιόπιστος
2. ευπρόσδεκτος («δόκιμον ἔαρ», «δόκιμος ὕμνος»)
3. μεγάλος, ονομαστόςδόκιμος ποταμός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δοκ- του δοκώ].

Greek Monotonic

δόκιμος: -ον (δέχομαι),
I. δοκιμασμένος, αυτός που έχει εξετασθεί, ελεγχθεί, ελεγμένος, κυρίως λέγεται για μέταλλα, σε Δημ.
II. γενικά:
1. λέγεται για πρόσωπα, εγκεκριμένος, αποδεκτός, έγκριτος, Λατ. probus, σε Ηρόδ.· δοκιμώτατος Ἑλλάδι, περισσότερο αποδεκτός, φημισμένος στην Ελλάδα, σε Ευρ.
2. λέγεται για πράγματα, εξαίρετος, αξιοσημείωτος, αξιομνημόνευτος, ευάρεστος, σε Ηρόδ.
3. επίρρ. -μως, πραγματικά, αληθινά, ειλικρινά, σε Αισχύλ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

δόκῐμος:
1) испробованный, испытанный, проверенный, т. е. отличный, славный (ὕμνος Pind.; ἄνδρες Plat.; πολῖται Arst., Plut.);
2) подлинный, настоящий (ἀργύριον Dem.);
3) значительный, крупный (ποταμός Her.);
4) приятный, лучший (ἐν τῷ ἐνιαυτῷ ἐστὶ τὸ ἔαρ δοκιμιώτατον Her.).

Middle Liddell

adj δέχομαι
I. assayed, examined, tested, properly of metals, Dem.
II. generally,
1. of persons, approved, esteemed, notable, Lat. probus, Hdt.; δοκιμώτατος Ἑλλάδι most approved by Hellas, Eur.
2. of things, excellent, notable, considerable, Hdt.
3. adv. -μως, really, truly, Aesch., Xen.