ἐγγύη
Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last
English (LSJ)
(rarely ἐγγύα; but A τὴν ἐγγύαν IG11(2).226 A 29 (Delph., iii B.C.), cf. Epich. (v. infr.), PSI4.346 (iii B.C.)), ἡ: (ἐν, γύαλον, cf. ἐγγυαλίζω):—pledge put into one's hand: generally, surety, security, whether received or given, Od.8.351; ἐ. τιθέναι τινί A.Eu.898; ἐγγύας ἀποτίνειν ὑπέρ τινος Antipho 2.2.12; ἐ. ἐγγυᾶσθαι (v. ἐγγυάω 11); ἀποδιδόναι D.53.27; ἐ. ὁμολογεῖν, = Lat. vadimonium facere, D.H.11.32, OGI455.3 (Epist. M. Antonii); τῆς ἐ. τῆς ἐπὶ τὴν τράπεζαν D. 33.10; ἐγγύας ἄτα 'στι θυγάτηρ, ἐγγύα δὲ ζαμίας Epich.268: prov., ἐγγύη, πάρα δ' ἄτη Pl.Chrm.165a, etc. 2 betrothal, Pl.Lg.774e; ἐ. ποιεῖσθαί τινος Is.3.28. 3 ἐ.· σημεῖον ἐν θυτικῇ, Hsch. [ῠ; ῡ only in AP9.366.]
German (Pape)
[Seite 701] ἡ (γυῖον), 1) die Bürgschaft, die in Einhändigung eines Pfandes besteht, Gewährleistung; Od. 8, 351; τιθέναι τινί, Aesch. Eum. 858; vgl. ἑγγυᾶσθαι; ἐγγύας ἀποτίνειν ὑπέρ τινος, Antiph. 2 β 12; ἡ ἐπί od. πρὸς τὴν τράπεζαν ἐγ., Dem. 33, 10. 11, die Caution beim Wechsler; ὁμολογεῖν, Bürgschaft geben, D. Hal. 11, 32. – 2) Verlobung; ἐγγύας ποιεῖσθαι, Dem. 46, 18; vgl. Plat. Legg. VI, 774 e; Plut. Cat. mai. 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγγύη: (οὐχὶ ἐγγύα), ἡ, (ἐν, γύαλον, πρβλ. ἐγγυαλίζω)· - ἐνέχυρον τιθέμενον εἰς τὴν χεῖρά τινος· καθόλου, ἀσφάλεια, βεβαίωσις, ἐγγύησις, εἴτε λαμβανομένη, εἴτε διδομένη, Λατ. vadimonium, Ὀδ. Θ. 351 (ἴδε ἐγγυάω Ι)· ἐγγύην τιθέναι τινὶ Αἰσχύλ. Εὐμ. 898 ἐγγύας ἀποτίνειν ὑπέρ τινος Ἀντιφῶν 117. 34· ἐγγύην ἐγγυᾶσθαι (ἴδε ἐγγυάω ΙΙ)· ἀποδιδόναι Δημ. 1255. 2· τῆς ἐγγύης τῆς ἐπὶ τὴν τράπεζαν Δημ. 895. 16· ἐγγύας ἄτα ’στι θυγάτηρ, ἐγγύα δὲ ζαμίας Ἐπίχ. 150 Ahr.· πρβλ. ἐγγυάω Ι. 1. 2) ἀρραβών, μνηστεία, Πλάτ. Νόμ. 774Ε, Ἰσαῖος 40. 39. ῡ ἐν Ἀνθ. Π. 9. 366.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
ce qu’on met dans la main comme gage, d’où
1 caution, garantie : ἐγγύην ἐγγυᾶσθαι, ἐγγύην τίθεσθαί τινι, fournir une caution pour qqn;
2 fiançailles : ἐγγύας ποιεῖσθαι, fiancer.
Étymologie: ἐν, γύαλον.
English (Autenrieth)
surety, pledge, see ἐγγυάομαι.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): ἐγγύα Epich.257, IG 11(2).226A.29 (Delos III a.C.), PSI 346.4 (III a.C.), Hsch.
• Grafía: pap. graf. ἐνγ-
• Prosodia: [-ῡ- AP 9.366]
1 econ. y jur. fianza, garantía ἐγγύαι ἐγγυάασθαι Od.8.351, μοι ... ἐγγύην θήσῃ; A.Eu.898, ἐγγύην δὲ εἶναι κυρίαν πατρὸς μὲν πρῶτον, δευτέραν πάππου ... Pl.Lg.774e, μὴ ἀποδιδῷ τὴν ἐγγύην D.53.27, como ejemplo de transacción voluntaria, Arist.EN 1131a4, ἐγγύην φεύγειν AP l.c., εἰσπράσσομαι τὴν ἐγγύην PSI 384.6 (III a.C.), ἐ. πολλοὺς ἀπώλεσεν LXX Si.29.17, ὥστε τοὺς διαμαρτόντας τῆς ἐγγύης ἀποπνίγεσθαι Luc.Bis Acc.27, ἀπηλλάχθαι τὸν ἔγγ[υον τῆς] ἐγγύης IEphesos 4.45 (III a.C.), πρὸς τὴν ἐγγύην con respecto a la fianza Plb.5.27.7, 28.6, cf. Vett.Val.40.11, 184.16
•c. gen. fianza por ἐ. τοῦ ἐνηροσίου IG l.c., ἐ. τοῦ ζωγράφου PSI 346.4 (III a.C.), τοῦ θανάτου ἐ. Polyaen.5.2.22
•c. giros prep. μεγάλας δὲ ὑπὲρ πολλῶν ἐγγύας ἀποτίνοντα Antipho 2.2.12, ὅπως ... ἀπολυθήσομαι τῆς ἐγγύης τῆς ἐπὶ τὴν τράπεζαν de qué modo me libraría de la fianza ante el banco D.33.10, τὴν ἐγγύην ὁμολογεῖτε περὶ αὐτῆς D.H.11.32, μήτε ἐνγύην ... τινα ὁμολ[ο] γεῖν τινι IAphrodisias 1.8.47 (I a.C.)
•prov. ἐγγύα ἄτας θυγάτηρ, ἐγγύας δὲ ζαμία fianza de ruina es hija, y de fianza (viene) castigo Epich.l.c., ἐ. πάρα δ' ἄτη fianza, por tanto ruina Pl.Chrm.165a.
2 jur. dación matrimonial e.e. matrimonio legal consistente en el acto de entrega al marido de la esposa por el padre o varón que ejercía su potestad, equiv. al término pop. ἔκδοσις (q.u.) τὴν ἐγγύην ... ἐποιεῖτο τῆς τοιαύτης γυναικός se casó legalmente con una mujer de ese tipo Is.3.28, cf. 16, 23, 26, 36, Poll.3.34, EM 309.18G.
•tb. como denominación de los esponsales o compromiso matrimonial romano, ref. al novio y al padre de la novia καταβάντες ... εἰς ἀγορὰν ἐποιοῦντο τὴν ἐγγύην bajando al foro, efectuaron el compromiso matrimonial Plu.Cat.Ma.24, ἐ.· γάμου ἀπογραφή Paus.Gr.ε 3, Hsch., cf. λέγεται δέ ποτε ἐ. καὶ γάμου ἀπογραφή, ὡς ἐν ῥητορικῷ ... λεξικῷ Eust.1600.7.
3 ἐ.· σημεῖον ἐν θυτικῇ Hsch.
4 ἐγγύαν· lacon. ὀψωνίαν Hsch.
• Etimología: Comp. de ἐν y -γύη, un antiguo nombre de la mano que sólo se conserva como segundo miembro de compuesto.
Greek Monolingual
ἐγγύη, η (AM)
ό,τι δίνεται ως ενέχυρο, εγγύηση ή ασφάλεια
αρχ.
1. συνεκδ. αυτό που καταβάλλεται ως εγγύηση
2. μνηστεία στην Αθήνα κατά την οποία ο πατέρας της νύφης τήν έδινε στον γαμπρό μπροστά σε μάρτυρες
3. (κατά τον Ησύχιο) «σημεῑον ἐν θυτικῇ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εγγύη είναι πιθ. σύνθετη από την πρόθεση εν και μια αμάρτυρη λέξη γύᾱ, ιων.-αττ. γύη. Η λ. αυτή απαντά στο αβεστ. gava «χέρι» καθώς και ως β' συνθετικό στο σύνθετο υπό-γυ(ι)ος και συνδέεται με τα γύαλον, γύης, γυία. Υποστηρίχτηκε επίσης ότι τα εγγύη, έγγυος είναι μεταρρηματικά παράγωγα του εγγυώ, αλλά και το αντίθετο, δηλ. ότι το εγγύη ανάγεται σε ένα επίθ. έγγυος με αμάρτυρη σημ. «μέσα στα χέρια» και ότι το εγγυώ είναι μετονοματικό παράγωγο του εγγύη. Η αρχική έννοια αυτής της λεξιλογικής οικογένειας ήταν «κοιλότητα, καμπυλότητα, κοιλότητα του χεριού, παλάμη», απ' όπου προήλθε η σημ. «τεκμήριο που παραδίδεται στο χέρι» και αργότερα κατέληξε να δηλώνει τον γνωστό σήμερα νομικό όρο της εγγύησης].
Greek Monotonic
ἐγγύη: όχι ἐγγύα, ἡ (ἐν, γύαλον), ενέχυρο στα χέρια κάποιου, εγγύηση, ασφάλεια, Λατ. vadimonium, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.
Russian (Dvoretsky)
ἐγγύη: (ῠ, Anth. тж. ῡ) ἡ
1) залог, порука, ручательство (ἐγγύην τιθέναι τινί Her. и ἀποδιδόναι Dem.; λαμβάνειν ἐγγύας παρά τινος Arst.);
2) тж. pl. обручение, помолвка Plat., Dem., Plut.
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.
Meaning: surety, betrothal (seit Od.).
Compounds: In ὑπ-έγγυος under surity, responsable (A., Hdt.), προ-έγγυος, πρώγγυος guarantee (Heraklea, etc.) with προ-εγγυάομαι, πρωγγυεύω, προεγγύησις and in φερ-έγγυος give surety, guarantee (Hdt.), ἐχ-έγγυος giving surety (S.).
Derivatives: ἐγγυάω, -άομαι give surety, be surety, guarantee marriage, betrothe (Od.), also δι-, ἐξ-εγγυάω a. o., with ἐγγύησις (δι-, ἐξ- ἐγγύη) surity, betrothal etc. (D., Is.; cf. Holt Les noms d'action en -σις 156f.), ἐγγύημα (δι- ἐγγύη) id. (pap.), ἐγγυητής surity (Ion. Att.; cf. Fraenkel Nom. ag. 1, 183 and 226f.), f. ἐγγυήτρια (pap.); ἐγγυητή betrothed (Att.); ἐγγυητικός belonging to the surity (Heph. Astr.); postverbal ἔγγυος m. guarantor (Thgn., inscr.), also adj. guaranteed (Them.; s. below). - Beside ἐγγυάω also ἐγγυεύω (Delph.).
Origin: IE [Indo-European] {403] *gou- hand
Etymology: Probably ἐγγύη and ἐγγυάω contain the prep. ἐν and a lost word for hand, preserved in Av. gava both hands and also in ὑπό-γυ(ι)ος imminent, sudden, prop. under hands? (Ion. Att.). Further in Greek γύαλον, γύης, γυῖα (s. vv.), in other languages e. g. Lith. gáunu get, obtain; s. Pok. 403f., Fraenkel Lit. et. Wb. s. gáuti. - So probably ἐγγυάω and ἐγγυαλίζω give in hands. - On the meaning of ἐγγύη, ἔγγυος, ἐγγυητής E. Kretschmer Glotta 18, 89f., Gernet Mélanges Boisacq 1, 395. S. also ἐγγύς. See γύη(ς{{)}.
}}
Middle Liddell
[ἐν, γύαλον
a pledge put into the hand: surety, security, Lat. vadimonium, Od., attic
Frisk Etymology German
ἐγγύη: {eggúē}
Grammar: f.
Meaning: Bürgschaft, Ehevertrag (seit Od.).
Composita : Als Hinterglied z. B. in den Hypostasen ὑπέγγυος unter Bürgschaft, verantwortlich (A., Hdt. usw.), προέγγυος, πρώγγυος Bürge (Heraklea, Miletos usw.) mit προεγγυάομαι, πρωγγυεύω, προεγγύησις und in den verbalen Rektionskomposita φερέγγυος Bürgschaft leistend, Bürge (Hdt., A., Th. u. a.), ἐχέγγυος Bürgschaft gebend, zuverlässig (S., E., Th. usw.).
Derivative: Daneben ἐγγυάω, -άομαι Bürgschaft leisten, sich verbürgen, zur Ehe zusichern, verloben, Med. auch sich eine Bürgschaft leisten lassen, sie annehmen, sich verloben (seit Od.), auch δι-, ἐξεγγυάω u. a., mit ἐγγύησις (δι-, ἐξ- ~) Bürgschaft, Verlobung (D., Is. u. a.; vgl. Holt Les noms d’action en -σις 156f.), ἐγγύημα (δι- ~) ib. (Pap.), ἐγγυητής Bürge (ion. att.; vgl. Fraenkel Nom. ag. 1, 183 und 226f.), f. ἐγγυήτρια (Pap.); ἐγγυητή vertraglich verlobte (att.); ἐγγυητικός zur Bürgschaft gehörend (Heph. Astr.); postverbal ἔγγυος m. Bürge (Thgn., X., Inschr. usw.), vereinzelt und spät auch Adj. verbürgt (Them., Lys. 32, 15 v. l.; vgl. unten). — Neben ἐγγυάω auch ἐγγυεύω (Delph.).
Etymology : Wahrscheinlich enthalten ἐγγύη und ἐγγυάω als Zusammenbildungen die Präp. ἐν und ein im Griechischen verlorengegangenes Wort für Hand, das in aw. gava die beiden Hände noch lebt und auch in ὑπόγυ(ι)ος nahe bevorstehend, plötzlich, eig. unter den Händen? (ion. att.) vermutet wird. Weitere Verwandte sind dann im Griechischen γύαλον, γύης, γυῖα (s. dd.), in anderen Sprachen z. B. lit. gáunu bekommen, erhalten; s. noch WP. 1, 636f., Pok. 403f., Fraenkel Lit. et. Wb. s. gáuti. — Entweder ist ἐγγυάω wie ἐγγυαλίζω einhändigen, in die Hände geben direkt von einer präpositionalen Verbindung abgeleitet, mithin nicht nur ἔγγυος sondern auch ἐγγύη postverbal, oder — weniger wahrscheinlich — ἐγγύη geht als Adjektivabstraktum auf ein Adjektiv *ἔγγυος in den Händen zurück; dabei wäre ἐγγυάω ein Denominativum von ἐγγύη. Das erst spät belegte Adj. ἔγγυος verbürgt ist indessen in jedem Falle ebenso wie ἔγγυος Bürge postverbal. Anders, schwerlich richtig, Schwyzer 620 A. 3. — Über Bedeutung und Verbreitung von ἐγγύη, ἔγγυος, ἐγγυητής E. Kretschmer Glotta 18, 89f., Gernet Mélanges Boisacq 1, 395. S. auch ἐγγύς.
Page 1,436-437