ἐκδοχή
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
English (LSJ)
ἡ, Arc. ἐσδοκά IG 5(2).6.40 :—A receiving from or at the hands of another, succession, πομποῦ πυρός A.Ag.299; ἐκδοχαῖς ἐπιφέρει θεὸς κακόν E.Hipp. 866; ἐ. ποιεῖσθαι πολέμου to continue the war, Aeschin.2.30. 2 receiving, containing, ὄμβρων J.BJ5.4.3, cf. Paul. Aeg.6.106. II taking or understanding in a certain sense, interpretation, ἐ. ποιεῖσθαι Plb.3.29.4, cf. UPZ110.86 (ii B.C.); ἐξ ὧν ἦν λαμβάνειν ἐκδοχὴν ὅτι.. Plb.22.7.6, cf.SIG557.18 (Magn.Mae., iii B.C.), Sch.Pi.O.13.100. III = προσδοκία, κρίσεως Ep.Hebr.10.27. IV = ἀποδοχή, recognition for services rendered, IG12(5).722.8 (Andros). V giving of security, προειδὼς ἀσφαλῆ τὴν ἐ. οὖσαν PSI 4.349 (iii B.C.). VI contract, IG5(2).l.c.
German (Pape)
[Seite 758] ἡ, 1) die Aufnahme, Sp. – 2) die Nachfolge, Ablösung; ἤγειρεν ἄλλην ἐκδοχὴν πομποῦ πυρός Aesch. Ag. 290, er zündete ein Feuersignal an, das die früheren fortsetzte, vgl. Eur. Hipp. 866: τὴν ἐκδοχὴν ἐποιήσατο τοῦ πολέμου, er setzte den Krieg fort, Aesch. 2, 30. – 3) Auslegung, Deutung; ποιεῖσθαι Pol. 3, 29, 4; ἐξ ὧν ἦν λαμβάνειν ἐκδοχήν, ὅτι, woraus man schließen konnte, daß, 23, 7, 6, vgl. 12, 18, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδοχή: ἡ, τὸ ἐκδέχεσθαι, λαμβάνειν τι παρ’ ἑτέρου, διαδοχή, Αἰσχύλ. Ἀγ. 299, Εὐρ. Ἱππ. 866· ἐκδοχὴν ποιεῖσθαι πολέμου, διαδέχεσθαι, ἐξακολουθεῖν τὸν πόλεμον, Αἰσχίν. 32. 18. ΙΙ. ἑρμηνεία, καθάπερ ἐποιοῦντο τὴν ἐκδοχὴν οἱ Καρχηδόνιοι, καθάπερ ἡρμήνευον (τὴν συνθήκην) οἱ Κ., Πολύβ. 3. 29, 4· ἐξ ὧν ἦν λαμβάνειν ἐκδοχὴν ὅτι …, ὁ αὐτ. 23. 7, 6. ΙΙΙ. = προσδοκία, Ἐπιστ. π. Ἑβρ. ι΄, 27
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
action de recueillir, succession ; continuation.
Étymologie: ἐκδέχομαι.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): ἐσδοκά Schwyzer 656.40 (Tegea IV a.C.)
• Grafía: graf. ἐγδοκή UPZ 110.86 (II a.C.), ἐγδοχή IAdramytteion 16.14 (II a.C.)
• Morfología: [gen. ἐσδοκαῦ Schwyzer l.c.]
A Ic. idea de transmisión sucesión, relevo ἤγειρεν ἄλλην ἐκδοχὴν πομποῦ πυρός despertó otro relevo del fuego mensajero A.A.299, τόδ' αὖ νεοχμὸν ἐκδοχαῖς ἐπεισφρεῖ θεὸς κακόν E.Hipp.866, τὴν ἐκδοχὴν ἐποιήσατο πρὸς τὴν πόλιν τοῦ πολέμου había tomado el relevo en la guerra contra la ciudad Aeschin.2.30.
II sólo como recepción
1 recepción, recogida esp. de aguas χειροποίητον ... λίμνην ... πρὸς τὰς ἐκδοχὰς τῶν πλημμυρίδων Str.13.4.7, δεξαμενάς, αἳ πρὸς ἐκδοχὴν τοῦ ὕδατος ἐγεγόνεισαν I.AI 2.259, ὑδάτων Gal.17(1).42, ἐπιβροχῶν Paul.Aeg.6.106.2
•gener. τὴν τῶν καρπῶν ἐκδοχήν Lyd.Ost.42, ἐς ἐκδοχὴν τῆς ... λόγχης de un blanco dispuesto para la recepción del tiro Arr.Tact.42.2.
2 de pers. recepción de gala en el pritaneo, a unos jueces extranjeros una vez concluida su labor IAdramytteion l.c.
•recepción, bienvenida τὸ πλεῖστον μέρος τῆς πόλεως ἐπὶ τὴν ἐκδοχὴν αὐτοῦ ἐξεκέχυτο Posidon.253.37
•recepción, percepción ἡ εἰς τὸν κύριον ἐ. la percepción del Señor apareciéndose en forma humana A.Io.88.2.
3 aceptación de los términos de un contrato adjudicado mediante ἔκδοσις: παρ' τὰν σύγγραφον τᾶς ἐσδοκαῦ Schwyzer l.c., cf. IG 7.3086.2 (Lebadea IV a.C.).
4 c. valor prospectivo espera, expectación ἀπολείπεται ... φοβερὰ δέ τις ἐ. κρίσεως queda una temible expectación del juicio divino Ep.Hebr.10.27, cf. Hsch.
5 de textos interpretación τοῦ χρησμοῦ IM 1.16.18 (II a.C.), παιδαριώδη τὴν τοῦ προστάγματος ἐγδοκὴν (sic) ποιησαμένους UPZ l.c., καθάπερ ἐποιοῦντο τὴν ἐκδοχὴν οἱ Καρχηδόνιοι de un tratado, Plb.3.29.4, cf. 12.18.7, de textos lit. ἔχει ἐπίστασιν ἡ τῶν ποιημάτων τούτων ἐ. la interpretación de estos poemas exige detenimiento Ath.66b, cf. Sch.Pi.O.9.134d, de textos cien. fil. πιθαναί Gal.17(1).862, cf. Olymp.in Phd.65, εὔκολος Simp.in Ph.37.6, frec. de textos relig. jud. crist. διττὴ δὲ ἡ περὶ τὴν δόξαν ἐ. Ph.Fr.Ex.2.45a, cf. Hom.Clem.3.25, ἀμείνων δὲ ἥδε ἡ ἐ. Ph.1.66, βεβιασμένη Gr.Nyss.Virg.322.16, cf. Basil.M.30.173C, Origenes Cels.2.1, ἡ ... ἀπλουστέρα καὶ ταπεινοτέρα ἐ. Origenes Comm.in Mt.16.4, ἐκδοχάς τε αὐτοῦ γραφῶν καὶ παραδόσεις Eus.HE 6.13.2, cf. Epiph.Const.Haer.64.13.1
•incluso interpretación tradicional, tradición φυσικῶς λαμβάνειν τὰς ἐκδοχάς Aristobul.Alex.1.10.2, ἡ ἐ. τοῦ κατὰ τὸν νόμον γράμματος Origenes Comm.in Mt.17.31, cf. 15.31.
B concr. orden recibida, instrucción (οἱ ἔφηβοι) τὰς τῶν ἡγουμένων ἐγδοχὰ[ς] ἐπετ[έλ] εσαν με[τὰ πάση] ς προθυμίας SEG 22.110.52 (Atenas I a.C.).
2 garantía, aval προειδὼς ἀσφαλῆ τὴν ἐγδοχὴν οὖσαν SB 9220a.8 (III a.C.), ἐπιστολήν σοι κομίζω ἐκδοχῆς PMich.Zen.28.21 (III a.C.).
English (Strong)
from ἐκδέχομαι; expectation: looking for.
English (Thayer)
ἐκδοχης, ἡ (ἐκδέχομαι), the act or manner of receiving from; hence, in secular authors.
1. reception.
2. succession.
3. (a taking in a certain sense, i. e.) interpretation.
4. once in the sacred writings, expectation, awaiting (cf. ἐκδέχομαι, 2): Hebrews 10:27.
Greek Monolingual
η (AM ἐκδοχή)
1. ερμηνεία, εξήγηση, αντίληψη
2. συμπέρασμα, γνώμη
αρχ.-μσν.
προσμονή, προσδοκία
μσν.
1. υποδοχή
2. ταμείο
αρχ.
1. παραλαβή
2. εξακολούθηση, διαδοχή
3. αποδοχή, αναγνώριση υπηρεσίας
4. εγγύηση, ασφάλεια
5. συμβόλαιο, συνθήκη, συμφωνία.
Greek Monotonic
ἐκδοχή: ἡ (ἐκδέχομαι),·
I. αποδοχή, παραλαβή κάποιου πράγματος από κάποιον άλλο, διαδοχή, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. = προσδοκία, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἐκδοχή: ἡ
1) принятие (от кого-л.): ἐκδοχὴν ποιεῖσθαι τοῦ πολέμου Aeschin. продолжать ведение войны; ἐγείρειν ἄλλην ἐκδοχὴν πομποῦ πυρός Aesch. зажигать ответный сигнальный огонь; νεοχμὸν ἐκδοχαῖς ἐπιφέρειν κακόν Eur. вслед (за старыми) насылать новую беду;
2) понимание, истолкование: καθάπερ ἐποιοῦντο τὴν ἐκδοχὴν οἱ Καρχηδόνιοι Polyb. как толковали (договор) карфагеняне; ἐξ ὧν ἦν λαμβάνειν или ποιεῖσθαι ἐκδοχήν … Polyb. из чего можно было заключить …;
3) ожидание (κρίσεως NT).
Middle Liddell
ἐκδοχή, ἡ, ἐκδέχομαι
I. a receiving from another, succession, Aesch., Eur.
II. = προσδοκία, NTest.
Chinese
原文音譯:™kdoc» 誒克-多黑
詞類次數:名詞(1)
原文字根:出去-領受
字義溯源:期望,等待,等候;源自(ἐκδέχομαι)=接受);由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(δέχομαι)*=領受)組成
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 等待(1) 來10:27