αὐτόματος

From LSJ
Revision as of 09:29, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόμᾰτος Medium diacritics: αὐτόματος Low diacritics: αυτόματος Capitals: ΑΥΤΟΜΑΤΟΣ
Transliteration A: autómatos Transliteration B: automatos Transliteration C: aftomatos Beta Code: au)to/matos

English (LSJ)

η, ον, Hom. and Att.; ος, ον Hes.Op.103, Arist.GA 762a9, Philetaer. 1 D., Hp.EP19 in Hermes 53.65. 1 of persons, acting of one's own will, of oneself, αὐ. δέ οἱ ἦλθε Il.2.408; αὐ. φοιτῶσι Νοῦσοι Hes.Op.103; αὐ. ἥκω Ar.Pl.1190, cf. Th.6.91, D.S.2.25, etc. 2 of inanimate things, self-acting, spontaneous, of the gates of Olympus, αὐτόμαται δὲ πύλαι μύκον οὐρανοῦ Il.5.749; of the tripods of Hephaistos, which ran of themselves, ὄφρα οἱ αὐτόματοι… δυσαίατ' ἀγῶνα 18.376, cf. Pl.Com.188; ὅπλα… αὐ. φανῆναι ἔξω προκείμενα τοῦ νηοῦ Hdt.8.37; τὰ αὐ. marionettes, Arist.GA734b10, Hero Aut. passim: generally, spontaneous, βίος Pl.Plt.271e; ἔπαινος Epicur. Sent.Vat.64. 3 of natural agencies, ὁ ποταμὸς αὐ. ἐπελθών of itself, Hdt.2.14; of plants, growing of themselves, αὐ. ἐκ τῆς γῆς γίνεται Id.3.100; αὐ. φύεσθαι Id.2.94, Thphr.Fr.171.11; κύτισος αὐ. ἔρχεται Cratin.98.8: metaph., αὐτόματα πάντ' ἀγαθὰ… ποριζεται Ar. Ach.976, cf. Cratin.160; of philosophers, αὐ. ἀναφύονται Pl.Tht. 180c. 4 of events, happening of themselves, without external agency, αὐ. δεσμὰ διελύθη E.Ba.447; αὐ. θάνατος natural death, D. 18.205; κόποι αὐ. not to be accounted for externally, Hp.Aph.2.5; ἀπό τινος αἰτίας αὐτομάτης Pl.Sph.265c; without visible cause, accidental, opp. ἀπὸ πείρης, Hdt.7.9.γ. II αὐτόματον, τό, accident, τὸ αὐ. αἰτιᾶσθαι Lys.6.25; σε ταὐ. ἀποσέσωκε Men.Epit.568; διὰ τὸ αὐ. Arist.Ph.195b33; τὸ αὐ. ἀγαπῶντες Id.Ath.8.5; τῷ αὐ., opp. τέχνῃ, Id.Metaph.1070a7: most freq. in the form ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου or ἀπὸ ταὐτομάτου, ἀποθανέειν ἀπὸ τοῦ αὐ. Hdt.2.66, cf. Th.2.77, Pl. Ap.38c, al., Arist.Po.1452a5, al., Men.Pk.31; ἐκ τοῦ αὐ. X.An.1.3.13; τὸ Αὐ. personified, Ath.Mitt.35.458 (Pergam.); ταὐτόματόν ἐστιν ὡς ἔοικέ που θεός Men.291. III Adv. -τως, = ἀπὸ ταὐτομάτου, v.l. in Hdt.2.180, Hp.Fract.43, Arist.PA640a27, al., Theoc.21.27; of itself, κοχλίας αὐ. βαδίζων Plb.12.13.11:—also αὐτοματεί or -τί (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόμᾰτος: -η, -ον, Ὅμ. καὶ Ἀττ. ος, ον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 103, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, 14, Ἱστ. Ζ. 10. 6, 43. 1) ἐπὶ προσώπων, ὁ πράττων τι ἐξ οἰκείας βουλήσεως, ἀφ’ ἑαυτοῦ, αὐτόματος δέ οἱ ἦλθε Ἰλ. Β. 408· αὐτ. φοιτῶσι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 103· αὐτ. ἥκειν Ἀριστοφ. Πλ. 1190, Θουκ. 6. 91. 2) ἐπὶ ἀψύχων πραγμάτων, αὐτοκίνητος, αὐτενεργός, ἐπὶ τῶν πυλῶν τοῦ Ὀλύμπου, αὐτόμαται δὲ πύλαι μύκον οὐρανοῦ Ἰλ. Ε. 749· ἐπὶ τῶν τριπόδων τοῦ Ἡφαίστου, οἵτινες ἐκινοῦντο ἀφ’ ἑαυτῶν διὰ τροχίσκων, τρίποδας γάρ… ἔτευχεν… χρύσια δὲ σφ’ ὑπὸ κύκλα ἐκάστῳ πυθμένι θῆκεν, ὄφρα οἱ αὐτόματοι θεῖον δυσαίατ’ ἀγῶνα Σ. 376, προβλ. Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 6· ὅπλα… αὐτ. φανῆναι ἔξω προκείμενα τοῦ νηοῦ Ἡρόδ. 8. 37· αὐτ. κοχλίας, ἀφ’ ἑαυτοῦ ἐνεργῶν, Πολύβ. 12. 13, 11· τὰ αὐτόματα μηχανήματα ἀφ’ ἑαυτῶν κινούμενα, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 1, 40. 3) ἐπὶ φυσικῶν ἐνεργειῶν, ὁ ποταμὸς αὐτ. ἐπελθών, ἀφ’ ἑαυτοῦ, Ἡρόδ. 2. 14· οὕτω καὶ ἐπὶ φυτῶν φυομένων ἀφ’ ἑαυτῶν, αὐτ. ἐκ τῆς γῆς γίνεται ὁ αὐτ. 3. 100· αὐτ. φύεσθαι ὁ αὐτ. 2. 94., 8. 138· καὶ δὴ κύτισος αὐτόματος παρὰ Μέδοντος ἔρχεται Κρατῖνος ἐν «Μαλθακοῖς»1. 8· μεταφ., αὐτόματα ταῦτ’ ἀγαθά… πορίζεται Ἀριστοφ. Ἀχ. 978, πρβλ. Κρατῖνον ἐν «Πλούτοις» 6· ἐπὶ φιλοσόφων τινῶν, ἀλλ’ αὐτόματοι ἀναφύονται Πλάτ. Θεαίτ. 180C. 4) ἐπὶ γεγονότων συμβαινόντων ἀφ’ ἑαυτῶν ἄνευ ἐξωτερικῆς ἐπενέργειας, αὐτόματα δεσμὰ διελύθη Εὐρ. Βάκχ. 347· αὐτόματος βίος, βίος μὴ ἔχων ἀνάγκην ἐξωτερικῆς ὑποστηρίξεως, Πλάτ. Πολιτικ. 271 Ε· αὐτόματος θάνατος, φυσικός, Δημ. 296. 18· κόπος αὐτ., ὁ ἄνευ γνωστῆς αἰτίας, Ἱππ. Ἀφ. 1244· ἀπό τινος αἰτίας αὐτομάτης Πλάτ. Σοφ. 265C· ἄνευ φανερᾶς αἰτίας, τυχαῖος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀπὸ πείρης, Ἡρόδ. 7. 9, 2. ΙΙ. αὐτόματον, τὸ, ἁπλῆ τύχη, Λυσ. 105. 27· διὰ τὸ αὐτ. Ἀριστ. Φυσ. 2. 4. 1· τῷ αὐτομάτῳ ἀντιθέτως πρὸς τὸ τέχνη, ὁ αὐτ. Μεταφ. 11. 3, 2· -ἀλλὰ συχνότατα ἐν τῇ φράσει, ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου ἤ ἀπὸ ταὐτομάτου, ὅμοιον τῷ Λατ. sponte, ἀποθανέειν ἀπὸ τοῦ αὐτ. Ἡρόδ. 2. 66, πρβλ. Θουκ. 2. 77, Πλάτ., καὶ συχν. παρ’ Ἀριστ.· ἐκ τοῦ αὐτομάτου Ξεν. Ἀν. 1. 3, 13. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -τως = ἀπὸ ταὐτομάτου, Ἡρόδ. 2. 180, Ἱππ. π. Ἀγμ. 778, Ἀριστ.: ― ὡσαύτως αὐτοματεὶ ἤ -τὶ (ἅ ἴδε), καὶ αὐτομάτην Διόδ. 2. 25.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 qui se meut de soi-même : πύλαι αὐτόμαται IL portes de l’Olympe qui s’ouvrent d’elles-mêmes ; αὐτόματοι τρίποδες IL trépieds (d’Héphaïstos) qui s’agitent d’eux-mêmes;
2 qui se produit, va, vient ou agit de son propre mouvement ; θάνατος αὐτόματος DÉM mort naturelle ; τὸ αὐτόματον, att. ταὐτόματον le hasard ; ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου, att. ἀπὸ ταὐτομάτου THC, ἀπ’ αὐτομάτου XÉN, ἐκ τοῦ αὐτομάτου XÉN, ἐκ ταὐτομάτου PLUT par l’effet du hasard, au hasard.
Étymologie: αὐτός, R. Μα, v. μαίομαι.

English (Autenrieth)

(root μα, μέμαα): selfmoving, moving of oneself. (Il.)

English (Slater)

αὐτόμᾰτος
1 spontaneous, unprompted μελίσσας Δελφίδος αὐτομάτῳ κελάδῳ (P. 4.60) αὐτόματοι δ' ἐξ ἀργυρέων κεράτων πίνοντες ἐπλάζοντο fr. 166. 4.

Spanish (DGE)

(αὐτόμᾰτος) -η, -ον
• Morfología: [tb. -ος, -ον]
I 1que actúa por sí mismo, por propia voluntad o impulso de pers. c. verb. de mov., en uso pred. αὐ. δέ οἱ ἦλθε Il.2.408, αὐ. ἥκω Ar.Pl.1190, cf. Th.6.91
de fuerzas o elementos naturales νοῦσοι δ' ἀνθρώποισιν ... αὐτόματοι φοιτῶσι Hes.Op.103, αὐ. θάνατος muerte natural D.18.205, ὁ ποταμὁς αὐ. ἐπελθών Hdt.2.14, καρπὸν δ' ἔφερε ... ἄρουρα αὐτομάτη Hes.Op.118
ref. a comensales que acude sin ser invitado B.Fr.4.23, Lyr.Adesp.6.8, ἐπὶ δαῖτας ἴασι αὐτόματοι Pl.Smp.174b.
2 de frutos, plantas, animales que crece por sí mismo αὐτόματον ἐκ τῆς γῆς γινόμενον Hdt.3.100, αὐ. φύεσθαι Hdt.2.94, Thphr.Fr.171.11, κύτισος αὐ. ... ἔρχεται Cratin.105
ref. a su origen por generación espontánea Arist.GA 762b18, πάντα τὰ ὀστρακώδη γίνεται ... καὶ αὐτόματα Arist.HA 547b19, op. ἀπὸ σπέρματος Arist.HA 539a18, ἀπὸ συγγενῶν Arist.HA 539a22
de huevos producido partenogenéticamente τὰ τῶν σαύρων ᾠὰ αὐτόματα Arist.HA 558a16
fig. αὐτόματα καρποῦται (τὰ αἰσχρὰ χρήματα) Democr.B 182, αὐτόματα πάντα πορίζεται Ar.Ach.976, de filósofos αὐτόματοι ἀναφύονται Pl.Tht.180c.
II 1de cosas inanimadas que se mueve o actúa por sí solo de puertas prodigiosas en el Olimpo Il.5.749, αὐτόματοι ἀνεῴγοντο X.HG 6.4.7, cf. Act.Ap.12.10, Plu.Tim.12, D.C.44.17.2, Hld.1.28.2, de los trípodes de Hefesto Il.18.376, cf. Pl.Com.204.3, de las cadenas que sujetaron a Dioniso αὐτόματα δεσμὰ διελύθη E.Ba.447, (πέδαι) αὐτόμαται περιρρυῆναι X.An.4.3.8, de una imagen que se mueve de su sitio αὐτόματον, ἤ νιν σεισμὸς ἔστρεψε χθονός; E.IT 1166, cf. E.Cyc.6.47.
2 de abstr. natural, espontáneo, sin esfuerzo o ayuda externa βίος Pl.Plt.271e, τἀγαθά Diph.14, ἔπαινος Epicur.Sent.Vat.[6] 64, cf. E.Hel.719
que actúa sin causa externa aparente κόποι αὐ. fatigas que no se ven al exterior Hp.Aph.2.5, ἀπὸ τινὸς αἰτίας αὐτομάτης Pl.Sph.265c, βοήθεια D.S.2.25
subst. τὰ αὐτόματα marionetas Arist.GA 734a10
autómatas, ingenios mecánicos Hero Aut.1.3, 7, 2.1
movimiento automático como el de las marionetas, Petron.140.11.
3 que ocurre por accidente o azar θάνατος IG 5(1).1249.2 (Laconia II/III d.C.), op. ἀπὸ πείρης Hdt.7.9γ
subst. τὸ αὐτόματον accidente, azar Lys.6.25, τῷ αὐ. op. τέχνῃ Arist.Metaph.1070a7, c. prep. ἀπό, ἐκ, διά por accidente Hdt.2.66, Th.2.77, Men.Sam.55, Plu.2.420b
τὸ Αὐτόματον personif. el Destino, Ath.Mitt.35.1910.458 (Pérgamo II d.C.).
III adv. -ως
1 por sí mismo κοχλίας αὐ. βαδίζει Plb.12.13.11, αὐ. ἀνοίγεσθαι I.BI 6.293, cf. Eus.PE 9.27.23, ἀναφύειν ... αὐ. σέλινον Plu.2.676d, αὐ. ἤνθησα καὶ ἤκμασα SEG 35.1406.11 (Termeso II/III d.C.).
2 por accidente αὐ. ἐμπίπτειν Hp.Fract.43, αὐ. γίνεσθαι Arist.PA 640a27, αὐ. παραβαίνειν Theoc.21.27.
• Etimología: Comp. de αὐτός y -ματος de la raíz *men- / mn̥- ‘pensar’, cf. ai. mata-, lat. commentus, lit. miñtas.

English (Strong)

from αὐτός and the same as μάτην; self-moved ("automatic"), i.e. spontaneous: of own accord, of self.

English (Thayer)

ἀυτοματον, and αὐτομάτη, ἀυτοματον (from αὐτός and μέμαα to desire eagerly, from the obsolete theme μάω), moved by one's own impulse, or acting without the instigation or intervention of another (from Homer down); often of the earth producing plants of itself, and of the plants themselves and fruits growing without culture; (on its adverbial use cf. Winer's Grammar, § 54,2): Herodotus 2,94; 8,138; Plato, polit., p. 272a.; (Theophrastus, h., p. 2,1); Diodorus 1,8, etc. Homer, Iliad 5,749; Xenophon, Hell. 6,4, 7; Apoll. Rh. 4,41; Plutarch, Timol. 12; Nonnus, Dionysius 44,21; (Dio Cassio, 44,17)).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM -ος, -ον)
1. αυτός που κινείται, συμβαίνει ή λειτουργεί χωρίς εξωτερική επίδραση
2. αυτός που κινείται ή ενεργεί με καθαρά μηχανικά μέσα
νεοελλ.
1. (για ανθρώπινες λειτουργίες) αυτός που συντελείται χωρίς την παρέμβαση της θέλησης, μηχανικός
2. το ουδ. ως ουσ. βλ. αυτόματο, το
3. επίρρ. αυτόματα
αμέσως·

Greek Monotonic

αὐτόμᾰτος: -η, -ον και -ος, -ον·
I. 1. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που ενεργεί με τη δική του θέληση, από μόνος του, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
2. λέγεται για πράγματα, αυτός που κινείται από μόνος του, αυτός που ενεργεί από μόνος του, αυτόματος, αυτοκίνητος, λέγεται για τις πύλες του Ολύμπου ή για τους τρίποδες του Ηφαίστου, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για τα φυτά που μεγαλώνουν μόνα τους, σε Ηρόδ.
3. αυτός που δεν έχει προφανή αιτία, συμπτωματικός, στον ίδ.· αὐτόματος θάνατος, ο φυσικός θάνατος, σε Δημ.
II. αὐτόματον, τό, απλή τύχη, ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου ή ἀπὸ ταὐτομάτου, Λατ. spone, κατά τύχη, φυσικά, σε Ηρόδ., Θουκ.
III. επίρρ. -τως, = ἀπὸ ταὐτομάτου, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόματος: и
1) самодействующий, самодвижущийся (πύλαι οὐρανοῦ Hom.; ὕδατα αὐτόματα ῥεῖ Arst.);
2) самопроизвольный, действующий по собственной воле: αὐ. ἦλθε Hom. он пришел добровольно; τὰ μὲν ληφθέντα, τὰ δ᾽ αὐτόματα Thuc. отчасти путем захвата, отчасти добровольно;
3) естественный, природный (αἰτία Plat.; θάνατος Dem.): αὐτόματα ῥόδα Her. дикорастущие розы;
4) случайный, см. αὐτόματον.

Frisk Etymological English

(), -ον
Grammatical information: adj.
Meaning: self-acting, spontaneous (Il.).
Origin: IE [Indo-European] [726] *men- mental activity
Etymology: Old formation from αὐτός and the zero grade of the root of μέ-μον-α, μέ-μα-μεν, μέν-ος (s. vv.). -ματος agrees with the second element of Lat. com-mentus, and with Skt. matá-, Lith. miñtas thought etc. Cf. Chantr. Form. 303f., Schwyzer 502f..

Middle Liddell


1. of persons, acting of one's own will, of oneself, Il., etc.
2. of things, self-moving, self-acting, spontaneous, of the gates of Olympus, the tripods of Hephaestus, Il.:—of plants, growing of themselves, Hdt.
3. without apparent cause, accidental, Hdt.; αὐτ. θάνατος a natural death, Dem.
II. αὐτόματον, ου, τό, mere chance, ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου or ἀπὸ ταὐτομάτου, Lat. sponte, by chance, naturally, Hdt., Thuc.
III. adv. -τως = ἀπὸ ταὐτομάτου, Hdt.

Frisk Etymology German

αὐτόματος: (-η), -ον
{autómatos}
Meaning: aus eigenem Antrieb, von selbst geschehend (seit Il.).
Derivative: Abstraktbildung: αὐτοματία N. der Glücks- und Zufallsgöttin (Plu.); denominatives Verb: αὐτοματίζω eigenmächtig handeln, Med. von selbst geschehen (Hp., Xen. usw.) mit αὐτοματισμός was ohne menschliches Zutun geschieht, Zufall (Hp., Alkid., D. H. usw.); außerdem αὐτοματεῖν H. als Erklärung von αὐτοφαρίζειν.
Etymology: Alte Zusammenbildung von αὐτός und der Schwundstufe der in μέμονα, μέμαμεν, μένος (s. dd.) vorliegenden Wurzel mittels des Suffixes -τος. Phonetisch stimmt -ματος zum Hinterglied in lat. com-mentus und zu den selbständigen Partizipien ai. matá-, lit. miñtas gedacht usw. Zum Bildungstypus s. Chantraine Formation 303f., Schwyzer 502f. m. Lit.
Page 1,191

Chinese

原文音譯:aÙtÒmatoj 凹拖-馬拖士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:同一的-推進的 相當於: (סָפִיחַ‎)
字義溯源:自動的,自然的;由(αὐτός)=自己)與(μάτην)=徒然)組成;其中 (αὐτός)出自(Ἀττάλεια)X*=反身),而 (μάτην)出自(μασάομαι / μασσάομαι)=咬,試作), (μασάομαι / μασσάομαι)又出自(μασάομαι / μασσάομαι)X*=處理)
出現次數:總共(2);可(1);徒(1)
譯字彙編
1) 自動的(1) 徒12:10;
2) 是出於自然的(1) 可4:28

English (Woodhouse)

automatic, natural, spontaneous, acting of itself, not produced by external agency, of itself spontaneously, self-acting, without human agency

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)