ἀθρέω
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
(not ἁθρέω, Hdn.Gr.2.83): aor. opt. ἀθρήσειε, inf. ἀθρῆσαι, Il. 12.391, S.OT1305 (lyr.): aor. Med. ἀθρήσασθαι Timo 5.5:—A gaze at, observe, ἵνα μή τις Ἀχαιῶν βλήμενον ἀθρήσειε Il.l.c., cf. 14.334; οὐδέ πῃ ἀθρῆσαι δυνάμην (sc. Σκύλλην) Od.12.232, cf. 19.478, E.Hec.679, El. 827; [οἱ μεθύοντες] ἀθρεῖν τὰ πόρρω οὐ δύνανται Arist.Pr.872a19. b. inspect, ἱερά IG12(1).694 (Rhodes). 2 abs. or with a Prep., look earnestly, gaze, ὅτ' ἐς πεδίον τὸ Τρωϊκὸν ἀθρήσειε Il.10 ΙΙ; ἄθρει observe, watch, A.Fr.226; δεῦρ' ἄθρησον look hither, E.Hipp.300; λεύσσετ', ἀθρήσατε Id.Andr.1228; οὐ γὰρ ἴδοις ἂν ἀθρῶν by observing, S.OC 252; ἄθρει πᾶς κύκλῳ σκοπῶν Ar.Av. 1196. II later, of the mind, look upon, observe, θέλων ἄθρησον view kindly, Pi.P.2.70; πολλὰ πυθέσθαι, πολλὰδ' ἀθρῆσαι S.OT1305, cf. OC1032; ἄθρησον αὐτό E.Ba. 1281; ἐς τοῦδ' ἀθρήσας θάνατον ἡγείσθω θεούς ib.1326, etc.:—foll. by interrog. or rel. clause, καὶ ταῦτ' ἄθρησον, εἰ.. consider this also, whether. ., S.Ant.1077, cf. 1216: imper. freq. in Pl., as τόδε τοίνυν ἄθρει, πότερον. . R.394e; ἄθρει μὴ οὐ.. Grg.495b; ἄθρει ὅτι. . R. 583b; also ἀθρῶ Prm.144d, ἀθρῶν Ti.91e. 2 abs., ἄθρησον consider, E.IA1415. III perceive, ἢ δοῦπον νέον οὔασιν ἠέ τιν' αὐγὴν ἀ. Nic.Th.165.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): contr. -ῶ, tb. ἀθρείω Man.6.60, Sud.
• Morfología: [panf. 3a plu. perf. ἀτρε̄́καδι IPamph.3.15 (Silion IV a.C.?)]
I 1mirar con atención, fijar la mirada c. prep. ἐς πεδίον Il.10.11, cf. E.Hipp.300, Call.Epigr.55.4
•gener. abs. ἀθρεῖ A.Fr.226, cf. S.OC 252, E.Andr.1227, ἀθρεῖ δὲ πᾶς κύκλῳ περισκοπούμενος Ar.Au.1196, ἱερὰ δ' ἐς χεῖρας λαβὼν Αἴγισθος ἤθρει cogiendo las entrañas de la víctima Egisto miraba con atención E.El.827, ἄθρησον αὐτό E.Ba.1281, πᾶς ... πόθεν οἴσεται ἀθρεῖ ἄργυρον cada uno mira dónde conseguir dinero Theoc.16.16
•c. ac. contemplar, mirar, observar ἀθρεῖ ... ἁγέα κύκλον Emp.B 47, σῶμα E.Hec.679, ἀθρεῖν τὰ πόρρω οὐ δύνανται (los borrachos) no pueden fijar la mirada en lo que tienen delante Arist.Pr.872a19, τὰ περὶ τοὺς νεανίας Philostr.Iun.Im.10.21.
2 medic. hacer un reconocimiento ὅλον τὸ σῶμα ἀθρέειν Hp.Mul.1.11.
3 desear ver ἀθρείοντες· ἰδεῖν ἐπιθυμοῦντες Sud.
4 en aor., excep. imperat., por su valor aspectual descubrir con la mirada, ver abs. οὐδέ πῃ ἀθρῆσαι δυνάμην· ἔκαμον δέ μοι ὄσσε πάντῃ παπταίνοντι Od.12.232, ἥδ' οὔτ' ἀθρῆσαι δύνατ' ἀντίη οὔτε νοῆσαι Od.19.478, ἀθρήσας ἐγέλασσε al verla se echó a reír, h.Merc.29, cf. 414
•c. compl. en part. εἴ τις νῶι ... εὕδοντ' ἀθρήσειε Il.14.334, cf. 12.391, ἐν δαπέδῳ γὰρ κείμενον ἀθρήσας ... ἄνθος Nonn.D.11.367
•c. ac. φεύγεις δ' ὥσπερ ὄις πολιὸν λύκον ἀθρήσασα Theoc.11.24, μὴ φόνον ἀθρήσειε κασιγνήτοιο A.R.4.468, cf. Nonn.D.48.644.
II fig.
1 fijarse, considerar mentalmente δεῦρ' ἄθρησον νόῳ B.5.8, θέλων ἄθρησον = considera con benevolencia Pi.P.2.70
•c. constr. dif. esp. en imperat. ἄθρησον εἰ S.Ant.1077, ἄθρει πότερον Pl.R.394e, ἄθρει μὴ οὐ Pl.Grg.495b, ὅτι Pl.R.583b, ἀθρῶ ὅτι Pl.Prm.144d, περὶ τὰ ὑστερογενῆ ... τῶν αἰσθητῶν ἀθρεῖν Procl.in Euc.14.22
•abs. ἄθρησον E.IA 1415
•c. ac. πολλὰ δ' ἀθρῆσαι S.OT 1305, θάνατον τοῦδε E.Ba.1326.
2 buscar κἠτέρην τιν' ἀνθ' ἡμέων φίλην ἀθρείτω Herod.6.33.
3 mirar, estar orientado a (βωμόν) εἰς αὐγὰς ἀθρέοντα ... ἠελίοιο (un altar) orientado hacia los rayos del sol Orác. en Ramsay, Studies in Eastern Rom.Prov. p.128 (Frigia II d.C.).
III percibir ἢ δοῦπον νέον οὔασιν ἠέ τιν' αὐγὴν ἀ. Nic.Th.165.
• Etimología: *dherH-/dhreH-, cf. ai. dhar- ‘tener’, ‘retener’, lat. frētus, etc.; en gr. ἀ- < *sm̥-; sin duda tb. ἀθρόος, θρόνος, θρήσκω, θρᾶνος etc. El timbre de la laringal es oscuro.
German (Pape)
[Seite 47] Ableitung dunkel, sorgfältig betrachten, scharf hinsehen, μετ' ἐπιτάσεως ὁρᾶν, Hom. fünfmal, Iliad. 10, 11 ὅτ' ἐς πεδίον τὸ Τρωικὸν ἀθρήσειεν, 12, 391 μή τις Ἀχαιῶν βλήμενον ἀθρήσειε, 14, 334 εἴ τις νῶι θεῶν αἰειγενετάων εὕδοντ' ἀθρήσειε, Od. 12, 232 οὐδέ πῃ ἀθρῆσαι δυνάμην, 19, 478 ἡ δ' οὔτ' ἀθρῆσαι δύνατ' ἀντίη οὔτε νοῆσαι; – Pind. P. 2, 70 ἄθρησον. Auch Trag., bes. ἄθρησον, oft Eur.; Ar. ἀθρήσω τουτονὶ ὅτι δρᾷ Nub. 721; Sp. D. In Prosa, mit σκέπτεσθαι verb. Isocr. 5, 43; mit ὁράω Plat. Parm. 144 d; am häufigsten ἄθρει, siehe, betrachte, bes. Plat.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 observer avec attention, fixer les yeux : ἔς τι sur qch ; fig. réfléchir à, observer, considérer, acc. ; ἀθρ. εἰ, ὅτι, μὴ οὐ (lat. vide ne non), examiner, réfléchir si, que, que … ne;
2 apercevoir, voir, acc..
Étymologie: DELG origine obscure.
Russian (Dvoretsky)
ἀθρέω:
1 внимательно наблюдать, пристально глядеть, рассматривать: ἀθρῆσαί τινα εὕδοντα Hom. увидеть кого-л. спящим; ἀ. τὰ πόρρω Arst. глядеть вдаль; δεῦρ᾽ ἄθρησον Eur. взгляни сюда;
2 замечать, соображать, взвешивать, судить, Arph., Isocr.: καὶ ταῦτ᾽ ἄθρησον, εἰ κατηργυρωμένος λέγω Soph. суди же сам, говорю ли я как подкупленный; τοῦτο ἄθρει. - Ἀλλ᾽ ἀθρῶ καὶ ὁρῶ, ὅτι ἀδύνατον Plat. подумай об этом. - Да я думаю, но вижу, что это невозможно.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθρέω: ἢ ἁθρέω, μέλλ. ήσω, (ἴδε Ἐλμσλ. Μήδ. 519): ἀόρ. εὐκτ. ἀθρήσειε· ἀπαρ. ἀθρῆσαι, Ὅμ., Σοφ.: μέσ. ἀόρ. ἀθρήσασθαι, Τίμων 6: ― Ἐπ. μετοχ. ἀθρευομένου, Μανέθ. 6. 60. (Ἡ ῥίζα φαίνεται νὰ εἶναι ΘΕΡ μετὰ προθεματικοῦ α· πρβλ. θράω)· = βλέπω μετὰ προσοχῆς πρός τι, προσβλέπω, παρατηρῶ, διακρίνω· ἵνα μή τις Ἀχαιῶν βλήμενον ἀθρήσειε, Ἰλ. Μ. 391· πρβλ. Ξ. 334· οὐδέ πῃ ἀθρῆσαι δύναμην, (δηλ. Σκύλλην), Ὀδ. Μ. 232· πρβλ. Τ. 478, Εὐρ. Ἑκ. 679, Ἠλ. 827· [οἱ μεθύοντες] ἀθρεῖν τὰ πόρρω οὐ δύνανται, Ἀριστ. Πρβλ. 3. 9. 2) ἄνευ ἢ μετὰ προθέσεως, βλέπω μετὰ προσοχῆς· θεῶμαι: ὅτ’ ἐς πεδίον τὸ Τρωϊκὸν ἀθρήσειε, Ἰλ. Κ. 11· ἄθρει = παρατήρει, πρόσεχε, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 225· δεῦρ’ ἄθρησον = κύτταξ’ ἐδῶ, Εὐρ. Ἱππ. 300: ― λεύσσετ’ ἀθρήσατε, ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 1228· οὐ γὰρ ἴδοις ἂν ἀθρῶν = βλέπων, παρατηρῶν, Σοφ. Ο. Κ. 252. ΙΙ. μεταγεν. ἐπὶ τοῦ νοῦ = βλέπω εἴς τι, θεωρῶ διὰ τοῦ νοῦ, ἐξετάζω· τι, Πινδ. Π. 2. 129· πολλὰ πυθέσθαι, πολλὰ δ’ ἀθρῆσαι, Σοφ. Ο. Τ. 1305· πρβλ. Ο. Κ. 1032· ἄθρησον αὐτό, Εὐρ. Βάκχ. 1282: ― πρβλ. 1327, κτλ., ― ἑπομένης ἐρωτηματ. ἢ ἀναφ. προτάσεως, καὶ ταῦτ’ ἄθρησον εἰ..., θεώρησον καὶ ταῦτα, ἂν..., Σοφ. Ἀντ. 1077, πρβλ. 1216· τόδε τοίνιν ἄθρει πότερον..., Πλάτ. Πολ. 394Ε· ἄθρει μὴ οὐ, ὁ αὐτ. Φαίδων 604Β, Γοργ. 495Β· ἄθρει ὅτι..., ὁ αὐτ. Πολ. 583Β· ὁ Πλάτων συνήθως μεταχειρίζεται τὸν τύπον τοῦτον τῆς προστακτ. ἀλλὰ καὶ ἀθρῶ, Παρμ. 144D· ἀθρῶν, Τίμ. 91Ε. 2) ἀπολ. ἄθρησον, = σκέψαι, Εὐρ. Ι. Α. 1416. ΙΙΙ. διακρίνω διὰ τοῦ νοῦ ἢ τῶν αἰσθήσεων· οὔασιν ἄθρ., Νικ. Θ. 164.
English (Autenrieth)
only aor. ἀθρήσειε, ἀθρῆσαι: gaze, look, in the effort to see something, then descry; abs. and w. εἰς, Il. 10.11; also w. acc., Il. 12.391.
English (Slater)
ᾰθρέω observe, heed τὸ Καστόρειον δθέλων ἄθρησον (P. 2.70) ]ἀθρέων αν[ fr. 260. 8.
Greek Monotonic
ἀθρέω: (όχι ἁθρέω)· μέλ. -ήσω, ευκτ. αορ. αʹ ἀθρήσειε, απαρ. ἀθρῆσαι·
I. 1. βλέπω με προσοχή κάτι, κοιτάζω ερευνητικά, παρατηρώ, διακρίνω, σε Όμηρ. κ.λπ.
2. απόλ. ή με πρόθεση, βλέπω με προσοχή, κοιτάζω, σε Ομήρ. Ιλ.· δεῦρ' ἄθρησον, σε Ευρ.· οὐ γὰρ ἴδοις ἂν ἀθρῶν, βλέποντας, παρατηρώντας, σε Σοφ.
II. μεταγεν. λέγεται για το μυαλό, εξετάζω, μελετώ ζήτημα, σκέπτομαι, στον ίδ., σε Ευρ. κ.λπ.· ακολουθ. από ερωτημ. ή αναφορ. πρόταση, ταῦτ' ἄθρησον, εἰ..., σκέψου, αναλογίσου επίσης κι αυτά, αν..., σε Σοφ.· ἄθρει, σε Πλάτ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: gaze at, observe (Il.).
Derivatives: ἀθρήματα δῶρα πεμπόμενα παρὰ τῶν συγγενῶν ταῖς γαμουμέναις παρθέναις παρὰ Λεσβίοις H. (Snell Glotta 37 (1959) 282-287, cf. Renehan Gl. 49, 1971, 66.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No etym. One compares ἐνθρεῖν φυλάσσειν H. and θρήσκω νοῶ H., θρησκεύω etc., but then the ἀ- is unexplained (zero grade of ἐν- was an explanation from before the laryngeal theory, which has nowhere been ascertained). The derivation from a noun *ἀ-θρ-ος directed at a goal, from IE *dʰer- hold (which was supposed in θρόνος) and α copulativum; further to ἀθρόος (Hoffmann FS Bezzenberger 78f.) is most improbable. On the use of ἀθρέω Prévot Rev. de phil. 61, 246f.
Middle Liddell
I. to look at, gaze at, observe, perceive, Hom., etc.
2. absol., or with a prep., to look, gaze, Il.; δεῦρ' ἄθρησον Eur.; οὐ γὰρ ἴδοις ἂν ἀθρῶν by observing, Soph.
II. of the mind, to look into a thing, consider, Soph., Eur., etc.:—foll. by an interrog. or rel. clause, ταῦτ' ἄθρησον, εἰ . . consider this also, whether . ., Soph.; ἄθρει Plat.
Frisk Etymology German
ἀθρέω: {athréō}
Meaning: betrachten, anschauen, erwägen (seit Il., vorw. poet.).
Composita: nur von ἀν-, διαθρέω finden sich vereinzelt ἀν-, διάθρησις.
Derivative: Ohne Ableitungen;
Etymology: Nicht sicher gedeutet. Seit Ahrens Kl. Schriften 1, 447 und Fick4 1, 468 oft mit ἐνθρεῖν· φυλάσσειν H. zusammengestellt, wozu ferner θρήσκω· νοῶ H., θρησκεύω usw. Hoffmann Festschrift Bezzenberger 78f. geht von einem Nomen *ἀθρος auf ein Ziel gerichtet, loshaltend aus, das idg. dher- halten (s. θρόνος) und α copulativum enthalten soll. Vgl. ἀθρόος. — Über Gebrauch und Bedeutung von ἀθρέω handelt Prévot Rev. de phil. 61, 246f.
Page 1,29
Mantoulidis Etymological
(=βλέπω μέ προσοχή, διακρίνω). Ἀπό ρίζα θερ + προθεματικό α = ἀθερ καί μέ μετάθεση γίνεται αθρε. Παράγ. ἀπό ἴδια ρίζα: ἀθρήματα (=δῶρα πού στέλνονται στίς νύφες), ἀθρητικός (=αὐτός πού μπορεῖ νά βλέπει), ἀθρητέον.