ὄναρ

From LSJ
Revision as of 08:57, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄνᾰρ Medium diacritics: ὄναρ Low diacritics: όναρ Capitals: ΟΝΑΡ
Transliteration A: ónar Transliteration B: onar Transliteration C: onar Beta Code: o)/nar

English (LSJ)

τό, used only in nom. and acc. sg., the other cases being supplied by ὄνειρος (q.v.) :—
A dream, vision in sleep, opp. a waking vision, οὐκ ὄ., ἀλλ' ὕπαρ ἐσθλόν Od.19.547, cf. 20.90; ἡλίῳ δείκνυσι τοὔναρ S.El.425; εἶδον ὄ. Ar.Eq.1090; ἄκουε δὴ ὄναρ ἀντὶ ὀνείρατος dream for dream, Pl.Tht.201d; ὥστε μηδὲ ὄναρ ἰδεῖν, of profound sleep, Id.Ap. 40d : prov., τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ 'you are telling me what I know already', Id.R.563d, cf. Suid. s.v. ταὐτὸν πέπονθα (cf. ὄνειρος 1, ὄνειαρ II).
2 prov. of anything fleeting or unreal, ὀλιγοχρόνιον . . ὥσπερ ὄναρ Thgn.1020; σε παρέρχεται ὡς ὄ. ἥβη Theoc.27.8; πόθος δέ μοι ὡς ὄ. ἔπτα Bion 1.58 : in Prose, ἡ ἐμὴ [σοφία]... ὥσπερ ὄ. οὖσα Pl. Smp.175e, cf. Men.85c; ὡς ὄναρ ἐλευθερίας ὁρῶντας Plu.Thes.32; and without ὡς, σκιᾶς ὄ. ἄνθρωπος Pi.P.8.95; ὄναρ ἡμερόφαντον ἀλαίνει, of an old man, A.Ag.82 (anap.).
II in Trag. and Att. freq. as adverb, in a dream, in sleep, ὄ. γὰρ ὑμᾶς νῦν Κλυταιμνήστρα καλῶ Id.Eu.116; ὄ. διώκεις θῆρα ib.131; ὄ. πνεύσαντα νυκτός S.Fr.65 : freq. in Pl., ὄ. ἐπλουτήσαμεν Tht.208b; ὄ. ὀνείρατα διηγεῖσθαι ib.158c, etc.; also οὐδ' ὄναρ = not even in a dream, E.Fr.107, Herod.1.11; πολιτικὸς ἀνὴρ οὐδ' ὄναρ Cic.Att.1.18.6; μηδ' ἰδὼν ὄναρ = not even in my dreams, E.IT518, cf. Pl. Tht.173d, Mosch.4.18; ἃ μηδ' ὄ. ἤλπισαν D.19.275 : hence freq. opp. ὕπαρ, v. ὕπαρ ΙΙ; κατ' ὄναρ = in a dream, condemned by Phryn.395, but quoted by him from Polemo, is also found in Ev.Matt.1.20, Aristid. Or.47(23).21 : with sense, in consequence of a dream, in SIG1147 (Crete, ii/iii A. D.), Supp.Epigr.2.405 (Macedonia).

German (Pape)

[Seite 344] τό, der Traum, nur im nom. u. acc. (vgl. ὄνειρος); καὶ γάρ τ' ὄναρ ἐκ Διός ἐστιν, Il. 1, 63, vgl. 10, 496; οὐκ ὄναρ, ἀλλ' ὕπαρ ἐσθλον, Od. 19, 547, vgl. 20, 90; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος, Pind. P. 8, 99, wie ὄνειρος das Nichtige, schnell Vorübergehende bezeichnend; Aesch. Ch. 519 Ag. 82; ἡνίχ' ἡλίῳ δείκνυσι τοὔναρ, Soph. El. 417; τοὔ. ναρ ὧδε ξυμβάλλω τόδε, Eur. I. T. 55, öfter; εἶδον ὄναρ, Ar. Equ. 1086; Vesp. 13; Plat. Conv. 75 e u. öfter, u. einzeln bei den Folgdn; auch, wie ὄνειρος, für alles Nichtige, trugvoller Schein, Schatten, ἐλευθερίας, Plut. Thes. 32. – Bei den Att. adverbial gebraucht, im Traume, im Schlafe, ὄναρ γὰρ ὑμᾶς νῦν Κλυταιμνήστρα καλῶ Aesch. Eum. 116, ὄναρ διώκεις θῆρα 126; u. so oft Plat., Gegensatz von ὕπαρ, τὸ ἀγνοεῖν ὕπαρ τε καὶ ὄναρ δικαίων τε καὶ ἀδίκων πέρι, Phaedr. 277 e; Theaet. 158 b; οὔτε δὴ ὄναρ, οὔθ' ὕπαρ οὐδεὶς δοκεῖ χαίρειν, d. i. ganz u. gar nicht, Phil. 36 e, vgl. 65 e; καὶ οὕτως ὕπαρ ἡμῖν ἡ πόλις οἰκήσεται, ἀλλ' οὐκ ὄναρ, Rep. VII, 520 c (vgl. ὕπαρ); οὐδ' ὄναρ πράττειν προσίσταται αὐτοῖς, nicht einmal im Traume, Theaet. 173 d; ὄναρ δὴ ἐπλουτήσαμεν, 208 b; Sp., τὰ δ' οὐδ' ὄναρ ἤλυθεν ἄλλῳ, Mosch. 4, 18; οὐδ' ὄναρ οἶδα φόβον, Philodem. 16 (V, 25); vgl. Callimach. 15 (V, 23); u. in Prosa, οὐδὲ ὄναρ ποτὲ ἀνιέναι ἑαυτόν, Luc. Hermot. 2; auch ὄναρ πλουτεῖν, im Traume reich sein, Tim. 20; – Phot. verwirft κατ' ὄναρ dafür als ganz barbarisch, D. L. 10, 32. – Nach Hermann's Conj. steht es H. h. Cer. 269 für ὄνειαρ. – Die Casus ὀνείρατος u. s. w. s. unter ὄνειραρ.

French (Bailly abrégé)

(τὸ) ; seul. nom. et acc. sg.
1 songe, rêve, particul. rêve nocturne ; adv. • ὄναρ ESCHL en songe;
2 p. ext. rêve, rêverie.
Étymologie: cf. ὄνειραρ.

Russian (Dvoretsky)

ὄνᾰρ:
I τό (только nom. и acc. sing.)
1 сновидение (εἶδον ὄ. Arph.): ἐπειδάν τις καθεύδων μηδ᾽ ὄ. μηδὲν ὁρᾷ Plat. когда спят, не видя никаких снов; κατ᾽ ὄ. NT во сне;
2 перен. сон, призрак: σκιᾶς ὄ. Pind. призрак тени, т. е. ничто.
II adv. во сне, в сновидении: ὄ. τε καὶ ὕπαρ и ὕπαρ τε καὶ ὄ. Plat. во сне и наяву.

Greek (Liddell-Scott)

ὄναρ: τό, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ. τοῦ ἑνικ., αἱ δὲ ἄλλαι πτώσεις παραλαμβάνονται ἐκ τοῦ ὄνειρος (ὃ ἴδε)˙ ― ὄνειρον ὃ βλέπει τις καθ’ ὕπνους, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὅραμα ὃ βλέπει τις ἐγρηγορὼς (ὕπαρ, ὃ ἴδε), Ὀδ. Τ. 547, Υ. 90 ἡλίῳ δείκνυσι τοὔναρ Σοφ. Ἠλ. 425˙ εἶδον ὄναρ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1090˙ ἄκουε δὴ ὄναρ ἀντ’ ὀνείρατος Πλάτ. Θεαίτ. 201D˙ ὥστε μηδ’ ὄναρ ἰδεῖν, ἐπὶ βαθέος ὕπνου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 40D˙ 2) παροιμ., ἐπὶ παντὸς παρερχομένου, ἀβεβαίου, καὶ οὐχὶ πραγματικοῦ πράγματος, ὀλιγοχρόνιον... ὥσπερ ὄναρ Θέογν. 1014˙ παρέρχεται ὡς ὄναρ ἥβη Θεόκρ. 27. 8˙ πόθος δή μοι ὡς ὄναρ ἔπτη Βίων 1. 58˙ οὕτω καὶ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, ἡ ἐμὴ (σοφία)..., ὥσπερ ὄναρ οὖσα Πλάτ. Συμπ. 175Ε, πρβλ. Μένωνα 85C˙ ὡς ὄναρ ἐλευθερίας ὁρῶντας Πλάτ. Θησ. 32˙ ― καὶ ἄνευ τοῦ ὡς, σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωποι Πινδ. Π. 8. 136˙ ὄναρ ἡμερόφαντον ἀλαίνει, ἐπὶ γέροντος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 82. ΙΙ. παρ’ Ἀττ. ὄναρ ἦν ἐν χρήσει κατὰ τὸ πλεῖστον ὡς ἐπίρρ., ἐν ὀνείρῳ, καθ’ ὕπνους, κατ’ ὄναρ, ὄναρ γὰρ ὑμᾶς νῦν Κλυταιμνήστρα καλῶ Αἰσχύλ. Εὐμ. 116˙ ὄναρ διώκεις θῆρα αὐτόθι 131˙ ὄναρ πνεύσαντα νυκτὸς Σοφ. Ἀποσπ. 63 συχν. παρὰ Πλάτ., ὄναρ ἐπλουτήσαμεν Θεαίτ. 208Β˙ ὄναρ ὀνείρατα διηγεῖσθαι αὐτόθι 158C, ὡσαύτως οὐδὲ ὄναρ, οὐδὲ καθ’ ὕπνους, Εὐρ. Ἀποσπ. 108 μηδ’ ἰδὼν ὄναρ, μηδὲ εἰς τὸ ὄνειρόν μου, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 518, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 173D, Μοσχ. 4. 18˙ ἃ μηδ’ ὄναρ ἤλπισαν Δημ. 429˙ 19˙ ― ἐντεῦθεν συχνάκις ἀντίθετον τῷ ὕπαρ, ἴδε ἐν λ. ὕπαρ ΙΙ. ΙΙΙ. ἀντὶ ὄνειαρ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δημ. 270, ἀθανάτοις θνητοῖσί τ’ ὄναρ καὶ χάρμα τέτυκται, ὡς ἀναγινώσκει ὁ Ἕρμανν. ἀντὶ ὄνειαρ, ἐν ᾧ ὁ Voss καὶ ὁ Ιl\@en προτείνουσιν ὄνεαρ.

English (Autenrieth)

dream, vision; opp. ὕπαρ, ‘reality,’ Od. 19.547, Od. 20.90.

English (Slater)

ὄναρ dream σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος (P. 8.95)

English (Strong)

of uncertain derivation; a dream: dream.

English (Thayer)

τό (an indeclinable noun, used only in the nominative and accusative singular; the other cases are taken from ὄνειρος) (from Homer down); a dream: κατ' ὄναρ, in a dream, ὄναρ without κατά (which see II:2); see Lob. ad Phryn., p. 422ff; (Photius, Lex., p. 143,25f).

Greek Monotonic

ὄνᾰρ: τό, χρησιμ. μόνο σε ονομ. και αιτ. ενικ. (οι υπόλοιπες πτώσεις από το ὄνειρος
I. 1. όνειρο κατά τη διάρκεια του ύπνου, σε αντίθ. προς όραμα που εμφανίζεται στον ξύπνιο (ὕπαρ), σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. κ.λπ.· ὥστε μηδ' ὄναρ ἰδεῖν, λέγεται για βαθύ, ήρεμο ύπνο, σε Πλάτ.
2. παροιμ., λέγεται για οτιδήποτε πρόσκαιρο ή αβέβαιο, ψευδές, ὀλιγοχρόνιον ὥσπερ ὄναρ, σε Θέογν.· παρέρχεται ὡς ὄναρ ἥβη, σε Θεόκρ.
II. ὄναρ ως επίρρ., στο όνειρο, στον ύπνο, ὄναρ ὑμᾶς καλῶ, σε Αισχύλ.· μηδ' ἰδὼν ὄναρ, ούτε καν στα όνειρά μου, σε Ευρ. κ.λπ.· πρβλ. ὕπαρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: nom. acc. n.
Meaning: dream, esp. fortune-telling dream, vision (Il.), as adv. in a dream (trag., Att.).
Compounds: Several compp., e.g. ὀνειρο-πόλος m. dream reader (Il.), εὑ-όνειρος with good dreams (Str., Plu.).
Derivatives: ὄνειρος m. god of dreams, dream (Il.), -ον n., gen. sg. etc. ὀνείρ-ατος, -ατι, -ατα etc. vision, phantom (Od.); from there ὄνειαρ n. (Call., AP); Aeol. ὄνοιρος m. (Sapph.); Cret. ἄναιρον ὄνειρον, ἄναρ ὄναρ H. -- 1. Dimin. ὀνειρ-άτιον (Sch.). 2. Adj. ὀνείρ-ειος (δ 809, Babr.), -ήεις (Orph.), -ατικός (Arist.-Comm.) concerning the dream, belonging to the dream, -ώδης dream-like (Philostr.). 3. Verbs: ὀνειρ-ώσσω, -ώττω (ἐξ-) to dream, to have a seminal discharge whilst sleeping (Hp., Pl., Arist.) with (ἐξ-)ονείρ-ωξις f. (Pl., medic.), -ωγμός m. (Arist.), -ωκτικός (Arist., Thphr.); ἐξ-ονειρόω id. (Hp.); *ἐξονειρ-ιάζω in ἐξονειριασμός m. (Diocl. Med.).
Origin: IE [Indo-European] [779] *h₃en-(e)r dream (or *h₂en-?)
Etymology: Beside the zerograde ὄναρ there are with personifiing ιο-suffix full grade ὄνειρος from *ὀνερ-ι̯ος (cf. on ἥλιος) and with zero grade ὄνοιρος, ἄναιρον. Through cross of *ὄνατος etc. (ἧπαρ : ἥπατος) and ὄνειρος arose ὀνείρ-ατος, -ατι etc.; thus for ὄναρ the late and rare ὄνειαρ; ὄνειρον after εἴδωλον, ἐνύπνιον (Egli Heteroklisie 113 ff.). -- Old word for deceiving dream, dream, which is however limited to two neigbouring languages and in both appears only with i̯o-suffix: Arm. anurǰ < *onōr-i̯o- (cf. τέκμωρ : τέκμαρ; a- as in anun : ὄνομα a.o., Alb. âdërrë (Geg.), ëndërrë (Tosc.); basis in detail debated. Note also Cret. ἄναιρος, of which the α- is unexplained (cf. Beekes, Sprache 1972, 126). Through the rise of ὄναρ a. cogn. the meaning of old ὕπαρ shifted, s. v. -- Details w. lit. in Schwyzer 57, 471, 518, WP. 1, 180, Pok. 779; also Porzig Gliederung 179f. (partly diff.). To be rejecte v. Velten JournofEngland GermPhil. 39, 446f., cf. Huisman KZ 71, 101 n. 1.

Middle Liddell

only used in nom. and acc. sg., the other cases being supplied by ὄνειρος
I. a dream, vision in sleep, opp. to a waking vision (ὕπαῤ, Od., Soph., etc.; ὥστε μηδ' ὄναρ ἰδεῖν, to express profound sleep, Plat.
2. proverb. of anything fleeting or unreal, ὀλιγοχρόνιον ὥσπερ ὄναρ Theogn.; παρέρχεται ὡς ὄναρ ἥβη Theocr.
II. ὄναρ as adv., in a dream, in sleep, ὄναρ ὑμᾶς καλῶ Aesch.; μηδ' ἰδὼν ὄναρ not even in my dreams, Eur., etc.; cf. ὕπαρ.

Frisk Etymology German

ὄναρ: {ónar}
Grammar: Nom. Akk. n.
Meaning: Traum, bes. Trugtraum, Traumbild (vorw. ep. poet. seit Il.), als Adv. im Traum (Trag., att.);
Composita : Mehrere Kompp., z.B. ὀνειροπόλος m. Traumdeuter (Il. u.a.), εὐόνειρος mit guten Träumen (Str., Plu. u.a.).
Derivative: ὄνειρος m. Traumgott, Traum (seit Il.), -ον n., Gen. sg. usw. ὀνείρατος, -ατι, -ατα usw. ‘Traumbild, -gestalt’ (vorw. ep. ion. poet. seit Od.); danach ὄνειαρ n. (Kall., AP); äol. ὄνοιρος m. (Sapph.); kret. ἄναιρον· ὄνειρον, ἄναρ· ὄναρ H. — Davon 1. Demin. ὀνειράτιον (Sch.). 2. Adj. ὀνείρειος (δ 809, Babr.), -ήεις (Orph.), -ατικός (Arist. -Komm.) den Traum betreffend, zum Traum gehörig, -ώδης traumähnhch (Philostr.). 3. Verba: ὀνειρώσσω, -ώττω (ἐξ-) träumen, Samenerguß im Schlaf haben (Hp., Pl., Arist. u.a.) mit (ἐξ-)ονείρωξις f. (Pl., Mediz. u.a.), -ωγμός m. (Arist. u.a.), -ωκτικός (Arist., Thphr.); ἐξονειρόω ib. (Hp.); *ἐξονειριάζω in ἐξονειριασμός m. (Diokl. Med.).
Etymology : Neben dem schwundstufigen ὄναρ stehen mit personifizierendem ιο-Suffix das hochstufige ὄνειρος aus *ὀνερι̯ος (vgl. zu ἥλιος) und die schwundstufigen ὄνοιρος, ἄναιρον. Durch Kreuzung von *ὄνατος usw. (ἧπαρ : ἥπατος) und ὄνειρος entstanden ὀνείρατος, -ατι usw.; ähnlich für ὄναρ das späte und seltene ὄνειαρ; ὄνειρον nach εἴδωλον, ἐνύπνιον (Egli Heteroklisie 113 ff.). — Altes Wort für Trugtraum, Traum, das indessen auf zwei Nachbarsprachen beschränkt ist und in beiden nur mit i̯o-Suffix erscheint: arm. anurǰ aus dehnstuf. *onōr-i̯o- (vgl. τέκμωρ : τέκμαρ; a- wie in anun: ὄνομα u.a.; zu bemerken auch kret. ἄναιρος), alb. âdërrë (geg.), ëndërrë (tosk.); Grundform im einzelnen umstritten. Durch die Entstehung von ὄναρ u. Verw. verschob sich die Bed. des alten ὕπαρ, s. d. — Einzelheiten m. Lit. bei Schwyzer 57, 471, 518 WP. 1, 180, Pok. 779; auch Porzig Gliederung 179f. (z.T. abweichend). Abzulehnen v. Velten JournofEngland GermPhil. 39, 446f., vgl. Huisman KZ 71, 101 A. 1 (m. Lit.).
Page 2,393-394

Chinese

原文音譯:Ônar 哦那而
詞類次數:名詞(6)
原文字根:恍惚
字義溯源:夢^,夢中。這字六次全用在馬太福音,其中五次是說到主在夢中指示約瑟和瑪利亞。比較: (ἐνύπνιον)=異夢
出現次數:總共(6);太(6)
譯字彙編
1) 夢(5) 太1:20; 太2:13; 太2:19; 太2:22; 太27:19;
2) 夢中(1) 太2:12

English (Woodhouse)

dream, in a dream, in one's sleep

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ὄνειρο). Πρωτότυπη λέξη. Μόνον ἡ ὀνομ. καί αἰτ. ἐν. χρησιμοποιοῦνται, ἐνῶ τίς ἄλλες πτώσεις τίς παίρνει ἀπό τό ὄνειρος, ὁ (=τό ὄνειρο). Ἀντίθετο εἶναι τό ὕπαρ (=ὄραμα πού βλέπει κανείς ξύπνιος).

Translations

dream

Adyghe: пщӏыхьапӏэ; Afrikaans: droom; Aguaruna: kaha; Albanian: ëndërr; Arabic: حُلْم‎, رُؤْيَا‎, مَنام‎; Egyptian Arabic: حلم‎; Hijazi Arabic: حلم‎; Aramaic Classical Syriac: ܚܠܡܐ‎; Armenian: երազ, անուրջ; Assamese: সপোন; Asturian: suañu; Avar: макьу; Azerbaijani: röya, yuxu; Baluchi: واب‎; Bashkir: төш; Basque: amets; Bavarian: Draam; Belarusian: сон; Bengali: স্বপ্ন, খোয়াব; Bikol Central: pangiturog; Breton: hunvre; Buginese: nipi; Bulgarian: сън; Burmese: အိပ်မက်; Catalan: somni; Cebuano: damgo; Central Atlas Tamazight: ⵜⴰⵡⴰⵔⴳⵉⵜ; Chechen: гӏан; Chepang: माङः; Cherokee: ᎠᏍᎩᏘᏍᏗ; Chinese Cantonese: 夢/梦; Mandarin: 夢/梦; Classical Nahuatl: temictli; Czech: sen; Danish: drøm; Dongxiang: zhaojin; Drung: mlvng; Dutch: droom; Esperanto: sonĝo; Estonian: unenägu; Even: толкун; Evenki: толкин; Faroese: dreymur; Finnish: uni; French: rêve, songe; Friulian: sium, insium; Galician: soño; Garo: জুমাং; Georgian: სიზმარი; German: Traum; Greek: όνειρο, ενύπνιο; Ancient Greek: ὄναρ, ὄνειραρ, ὄνειρον, ὄνειρος, ἐνύπνιον; Guaraní: ke; Gujarati: સ્વપ્ન; Haitian Creole: rèv; Hawaiian: moeʻuhane, moe; Hebrew: חֲלוֹם‎; Higaonon: damugo; Hiligaynon: damgo; Hindi: सपना; Hungarian: álom; Hunsrik: Draum; Icelandic: draumur; Ido: sonjo; Indonesian: mimpi; Ingrian: uni; Irish: brionglóid, taibhreamh; Istriot: sugno; Italian: sogno; Jamaican Creole: jriim; Japanese: 夢; Kabardian: пщӏыхь; Kabyle: targit; Kannada: ಕನಸು, ಸ್ವಪ್ನ; Kapampangan: pananinap; Kazakh: түс; Khmer: សប្តិ, ការយល់សប្តិ, សុបិន, មមាល; Kikuyu: kĩroto; Komi-Permyak: он; Komi-Zyrian: ун; Korean: 꿈; Kurdish Central Kurdish: خەو‎, خەون‎; Northern Kurdish: xewn; Kyrgyz: түш; Lao: ຝັນ; Latgalian: sapyns; Latin: somnium, nox; Latvian: sapnis; Lithuanian: sãpnas; Lombard: sogn; Luganda: ekilooto; Lutshootseed: sqəlalitut; Luxembourgish: Dram; Macedonian: сон; Makasar: cini; Malay: mimpi; Malayalam: സ്വപ്നം; Maltese: ħolma; Manchu: ᡨᠣᠯᡤᡳᠨ; Mansi: ӯлем; Maori: moemoeā, tahakura, maruāpō, marupō; Marathi: स्वप्न; Mari Eastern Mari: омо; Middle English: drem, sweven; Middle French: resve; Middle Korean: ᄭᅮᆷ〮; Mirandese: suonho; Mizo: mang; Mongolian: зүүд; Mwani: nloto; Nanai: толкин; Navajo: naʼiidzeeł; Nepali: सपना; North Frisian: Droom; Norwegian Bokmål: drøm; Nynorsk: draum; Occitan: sòmi; Okinawan: 夢; Old Church Slavonic Cyrillic: сънъ; Old English: swefn; Old Japanese: 夢; Old Javanese: ipi; Old Norse: draumr; Old Saxon: drom; Oriya: ସ୍ୱପ୍ନ; Oromo: abjuu; Osage: hǫ́bre; Ossetian: фын; Pali: supina; Pela: ja̠p⁵⁵ maʔ⁵⁵; Persian: خواب‎, رویا‎; Piedmontese: seugn; Plautdietsch: Droom; Polish: sen, sny; Portuguese: sonho; Romani: suno; Romanian: vis; Romansch: siemi, semi, sömmi; Russian: сон, сновидение, грёза; Sanskrit: स्वप्न; Sardinian: bisu; Scottish Gaelic: bruadar; Serbo-Croatian Cyrillic: сан; Roman: san, snovidjenje; Shona: chiroto; Sicilian: sonnu; Sinhalese: ස්වප්න; Slovak: sen; Slovene: sanje; Sorbian Lower Sorbian: cowanje; Upper Sorbian: són; Spanish: sueño, ensueño; Swahili: ndoto; Swedish: dröm; Tagalog: panaginip; Tajik: хоб; Tamil: கனவு; Tarifit: tarjit, tirja; Tashelhit: tawargit; Tatar: төш; Telugu: కల, స్వప్నము; Thai: ฝัน; Tibetan: རྨི་ལམ, གཉིད་ལམ; Turkish: rüya, düş; Turkmen: düýş; Tuvan: дүш; Udmurt: ум; Ukrainian: сон, сновиді́ння; Urdu: خواب‎, سَپْنا‎; Uyghur: چۈش‎; Uzbek: tush; Venetian: insonio, insogno; Vietnamese: giấc mơ; Waray-Waray: i-nop; Welsh: breuddwyd; West Frisian: dream; White Hmong: npau, npau suav; Yagnobi: хун; Yiddish: חלום‎; Zulu: iphupho