κεφάλι
Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will
Greek Monolingual
το (Μ κεφάλι και κεφάλιν)
1. η κεφαλή του ανθρώπου ή τών ζώων
2. οτιδήποτε μοιάζει με κεφάλι (α. «ένα κεφάλι σκόρδο» β. «κεφάλι τυρί» γ. «καὶ ψήσετε μικρούτζικον κεφάλιν κρομμυδίτζιν», Πρόδρ.)
νεοελλ.
1. το αυτοτελές άτομο ενός συνόλου («έχει εκατό κεφάλια πρόβατα»)
2. βιολ. το μορφολογικά διαφοροποιημένο πρόσθιο τμήμα του σώματος τών αμφιπλευροσυμμετρικών ζώων
3. φρ. α) «σπάω το κεφάλι μου» — προσπαθώ να θυμηθώ κάτι, αλλά δεν μπορώ β) «μεγάλο κεφάλι» ή «γερό κεφάλι» — άνθρωπος πολύ μορφωμένος ή πολύ έξυπνος
γ) «ξερό κεφάλι» ή «αγύριστο κεφάλι» ή «μουλαρήσιο κεφάλι» — άνθρωπος πεισματάρης, ισχυρογνώμων
δ. «κάνω του κεφαλιού μου» — κάνω ό,τι νομίζω εγώ σωστό, χωρίς να λαμβάνω υπ' όψιν συμβουλές άλλων
ε) «το έβγαλα απ' το κεφάλι μου» — το επινόησα μόνος μου χωρίς υποδείξεις
στ) «θα φας το κεφάλι σου» — θα πάθεις ζημιά
ζ) «σηκώνω κεφάλι» — παίρνω θάρρος
η) «δεν σηκώνω κεφάλι απ' τη δουλειά» — εργάζομαι αδιάκοπα, είμαι ολόψυχα προσηλωμένος στη δουλειά μου
θ) «κατεβάζει το κεφάλι του» είναι εφευρετικό μυαλό
ι) «κόβω το κεφάλι μου» ή «βάζω το κεφάλι μου στη φωτιά» ή «βάζω το κεφάλι μου στο σακί» — είμαι τόσο σίγουρος γι' αυτό που λέω ώστε στοιχιματίζω ακόμη και τη ζωή μου
ια) «θα χτυπήσω το κεφάλι μου» — θα μετανιώσω πικρά
ιβ) «έπεσε με το κεφάλι» — αρρώστησε σοβαρά
ιγ) «βάζω το κεφάλι μου στον τορβά» — διακινδυνεύω τη ζωή μου
δ) «κάνω κεφάλι» — μεθώ, ζαλίζομαι
ιε) «στέκομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου» — πιέζω κάποιον
ιστ) «φύγε από το κεφάλι μου» — άφησε με ήσυχο
3. παροιμ. α) «σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι» — γι' αυτούς που, ενώ έχουν άδικο, εναντιώνονται σ' εκείνους που έχουν δίκιο ή γι' αυτούς που, ενώ λόγω της θέσης τους δεν πρέπει να εναντιωθούν σε κάποιον ανώτερο, ωστόσο το κάνουν
β) «λαγός τη φτέρην έτριβε, κακό του κεφαλιού του» — γι' αυτούς που κάνουν ζημιά στον εαυτό τους
γ) «πέφτει το ένα κεφάλι, σηκώνεται το άλλο» — γι' αυτούς που κληρονομούν περιουσία συγγενούς που πέθανε
δ) «το ψάρι απ' το κεφάλι βρομά»
i) τα μεγάλα δεινά για ένα σύνολο προέρχονται από τη διεφθαρμένη ηγεσία του
ii) για τα παθήματα του καθενός κανένας άλλος δεν φταίει παρά μόνο η αφροσύνη του ίδιου
νεοελλ.-μσν.
φρ. «σηκώνω κεφάλι» — επαναστατώ
μσν.
1. η κορυφή, το πάνω μέρος τόπου ή αντικειμένου
2. η αρχή ενός πράγματος
3. τμήμα, κεφάλαιο συγγράμματος
4. σύνολο
5. νους, κρίση, γνώμη
6. αρχηγός, υπεύθυνος επικεφαλής
7. φρ. α) «κάμνω κεφάλι» — επαναστατώ, στασιάζω
β) «βάζω το κεφάλι(ν) μου» — ριψοκινδυνεύω
γ) «βγάζω κεφάλι» — επιβάλλομαι, υπερισχύω
δ) «είμαι κεφάλι απάνω σέ κάποιον» — καταδυναστεύω κάποιον, είμαι κυρίαρχος κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κεφάλ-ιον (υποκορ. του κεφαλή) > κεφάλιν > κεφάλι, με απώλεια της υποκοριστικής σημ.
ΠΑΡ. κεφαλάρι, κεφάλας, κεφαλιά, κεφαλιακός, κεφαλιάτικος, κεφαλιωμένος].
Translations
head
Abau: makwe; Abkhaz: ахы; Adnyamathanha: vapardla, ngundi; Afar: amo; Afrikaans: kop; Aguaruna: buuk; Ainu: サパ, パケ; Akawaio: puꞌpɨ; Akkadian: 𒊕; Aklanon: ueo; Alabama: isbakko; Alawa: guɽuguɽu; Albanian: kokë, krye, kaptinë; Amharic: ራስ; Angaataha: mɨtɨho; Apalaí: upuhpo; Arabic: رَأْس; Egyptian Arabic: راس, دماغ; Gulf Arabic: راس; Hijazi Arabic: راس; Iraqi Arabic: راس; Levantine Arabic: راس; Moroccan Arabic: راس; Aragonese: capeza; Archi: картӏи; Armenian: գլուխ; Aromanian: cap; Assamese: মূৰ, মাথা; Asturian: cabeza, tiesta; Avar: бекӏер, бетӏер; Azerbaijani: baş; Bakhtiari: سر; Balantak: takala'; Balinese: endas; Baluchi: سر, سرگ; Bambara: kun, kunkolo; Barngarla: gaga; Bashkir: баш; Basque: buru, kasko, gazta; Bauwaki: awara; Belarusian: галава; Bengali: মাথা; Berber Tashelhit: agayyu, ixf; Bole: ko, koyi; Borôro: aora; Breton: penn, pennoù; Budukh: кьыл; Bulgarian: глава; Burmese: ခေါင်း; Buryat: толгай; Cappadocian Greek: κιφάλ; Catalan: cap, testa, closca; Cebuano: ulo; Central Masela: oke; Central Melanau: ulew; Chamicuro: kashki; Chechen: корта; Chepang: तालाङ्; Cherokee: ᎠᏍᎪᎵ; Chichewa: mutu; Chickasaw: ishkobo; Chinese Cantonese: 頭, 头; Dungan: ту; Gan: 頭, 头; Hakka: 頭那, 头那; Mandarin: 腦袋, 脑袋, 頭, 头, 頭腦, 头脑; Min Dong: 頭, 头; Min Nan: 頭, 头; Wu: 頭, 头; Xiang: 腦殼, 脑壳; Chuabo: murru; Chuvash: пуҫ; Classical Nahuatl: cuāitl, tzontecomatl; Coptic Bohairic: ⲁⲫⲉ, ⲁⲫⲏⲟⲩⲓ, ϫⲁϫ, ϫⲱ, ⲕⲁⲣⲁ, ⲕⲉⲫⲁⲗⲏ; Sahidic: ⲁⲡⲉ; Cornish: penn; Corsican: capu; Crimean Tatar: baş; Czech: hlava; Dalmatian: cup; Danish: hoved; Darkinjung: kamburung; Dharug: gabara; Dolgan: бас; Doromu-Koki: ada; Drung: u, vng'u; Dutch: hoofd, kop; Elfdalian: ovuð, skolle; Esperanto: kapo; Estonian: pea; Even: дил; Evenki: дыл; Ewe: ta; Faroese: høvd, høvur; Finnish: lanttu, pää; Finongan: kaligubang; French: tête; Friulian: cjâf, čhâv; Fula: hoore; Gagauz: baş; Galician: cabeza, testa, cachola, crisma; Ge'ez: ርእስ; Georgian: თავი; German: Kopf, Haupt; Alemannic German: Chopf; Geser-Gorom: iloe; Gothic: 𐌷𐌰𐌿𐌱𐌹𐌸; Greek: κεφάλι; Ancient Greek: κεφαλή, κάρα, κάρη, κάρειον, κράς, κρᾶτα; Greenlandic: niaqoq; Guaraní: akã; Guugu Yimidhirr: ngaabaay, gambuugu, gudyiir; Haitian Creole: tèt; Hanga: zu; Hausa: kai; Hawaiian: poʻo; Hebrew: רֹאשׁ; Higaonon: ulo; Hiligaynon: ulo; Hindi: सिर; Hungarian: fej; Hunsrik: Kopp; Icelandic: höfuð, haus; Ido: kapo; Ilocano: ulo; Indonesian: kepala, hulu; Ingush: корта; Interlingua: capite; Inuktitut: ᓂᐊᖁᖅ; Irish: ceann; Old Irish: cenn; Istriot: capo, tiesta; Italian: testa, capo; Iu Mien:'nqorngv; Japanese: 頭, 頭, 頭部, 頭; Jarai: akŏ; Javanese: endhas, sirah, mustaka; Kabuverdianu: kabesa; Kaingang: krĩ; Kaki Ae: aro; Kalmyk: толһа; Kamasau: ngawu; Kannada: ತಲೆ; Karachay-Balkar: баш; Kashubian: głowa; Kaurna: mukarta; Kazakh: бас, кәллә; Ket: kajga; Khakas: пас; Khanty: өк; Khinalug: микӏир; Khmer: ក្បាល; Khoekhoe: danas; Kikuyu: kĩongo, mũtwe; Komi-Permyak: юр; Komi-Zyrian: юр; Korean: 머리; Koryak: лэвʼыт; Kumyk: баш; Kurdish Central Kurdish: سەر; Northern Kurdish: ser; Kyrgyz: баш; Lao: ຫົວ; Latgalian: golva; Latin: caput; Latvian: galva; Laz: თი; Lezgi: кьил; Ligurian: tésta; Limburgish: kop; Lingala: motó; Lithuanian: galvà; Lombard: testa; Lomwe: muru; Low German: Höövd, Kopp; Dutch Low Saxon: Kop; German Low German: Kopp, Kupp; Luhya: kumurwe; Luo: wich; Lutshootseed: sx̌əy̓us; Lü: ᦷᦠ; Maasai: elukunya; Macedonian: глава; Maguindanao: ulu; Mailu: moru; Malagasy: loha; Malay: kepala, hulu; Malayalam: തല; Maltese: ras; Manchu: ᡠᠵᡠ; Mandinka: kuŋo; Mansaka: oro; Manx: kione; Maori: māhunga, māhuna, mātenga, pane, upoko, uru; Mapudungun: logko; Maranao: kapala, olo; Mari: вуй; Maria: ada; Mbyá Guaraní: akã; Middle English: heed; Mingrelian: დუდი; Miyako: カナマい; Mongolian: толгой; Moore: zúgù; Muinane: nígaɨ; Mwani: kiswa; Nafaanra: ndra; Nahuatl Classical: tzontecomatl, cuāitl; Nanai: дили; Nanticoke: neelahammon; Navajo: bitsiiʼ, atsiiʼ, atsiitsʼiin; Neapolitan: capa, capuzzèlla, capucchióne, càpa; Nepali: टाउको, शिर; Ngadjuri: akadi; Ngarrindjeri: kuli; Nivkh: тёӈр̌; Nkonya: nwun; Nogai: бас; Norman: tête; North Frisian: hood, Haur; Northern Amami-Oshima: 頭; Northern Emberá: boro; Norwegian Bokmål: hode; Nynorsk: hovud; Nottoway-Meherrin: setarake; Nukunu: kakarti; Occitan: cap, tèsta; Ojibwe: nishtigwaan; Oki-No-Erabu: 頭; Okinawan: 頭; Old Czech: hlava; Old Church Slavonic Cyrillic: глава; Glagolitic: ⰳⰾⰰⰲⰰ; Old East Slavic: голова; Old English: hēafod, hafela; Old French: teste, chief; Old High German: houbit; Old Norse: hǫfuð; Old Prussian: gallū, galwo; Old Tupi: akanga; Oriya: ଶିର; Oromo: mataa; Ossetian: сӕр; Ottoman Turkish: باش, رأس, سر, كله, قفا; Pacoh: plô; Persian: سَر, کله; Phoenician: 𐤓𐤀𐤔; Pitjantjatjara: kata; Plautdietsch: Kopp, Haupt; Polabian: glåvă; Polish: głowa; Pontic Greek: τσουφάλι; Portuguese: cabeça; Powhatan: mendabuccah; Purepecha: éjpu; Quechua: uma; Rejang Kayan: kuhung; Rohingya: matá; Romani: śero; Romanian: cap; Russian: башка, голова, глава; Rusyn: голова; Rwanda-Rundi: umutwe, imitwe; Saanich: S₭OṈI¸, S₭ELOṈI¸; Saho: amo; Sami Inari: uáivi; Northern: oaivi; Skolt: vuei´vv; Southern: åejjie; Samogitian: galva; Sango: li; Sanskrit: शिरस्, शिर; Santali: ᱵᱚᱦᱚᱜ; Sardinian: conca; Scots: heid, pow; Scottish Gaelic: ceann, cinn, sgrog, sgrogan; Serbo-Croatian Cyrillic: глава; Roman: glava; Sherpa: མགོའ; Shor: паш; Sichuan Yi: ꀂꏾ; Sicilian: testa, capa; Sidamo: umo; Sindhi: سر; Sinhalese: ඔළුව; Slovak: hlava; Slovene: glava, buča; Somali: madax; Sorbian Lower Sorbian: głowa; Upper Sorbian: hłowa; Sotho: hlooho; Southern Altai: баш; Southern Amami-Oshima: 頭; Spanish: cabeza, chola, coco, maceta, marote, melón, sabiola, sesera, tarro, testa; Stoney: pa; Sumerian: 𒊕; Sundanese: mastaka; Svan: თხვიმ; Swahili: kichwa; Swedish: huvud, skalle; Sylheti: ꠝꠣꠕꠣ; Tagalog: ulo; Tajik: сар, калла; Tajio: vaꞌi; Talysh Asalemi: سر; Tamil: தலை; Taos: p'ínemą; Tatar: баш; Tausug: ū; Tedim Chin: lu; Telugu: తల; Ternate: dopolo; Tetum: ulun; Thai: หัว, ศีรษะ; Tibetan: མགོ, དབུ; Tigrinya: ርእሲ; Tocharian B: āśce; Tofa: баъш; Tok Pisin: het; Tsakonian: τζουφά; Tuareg: eɣăf; Tupinambá: akanga; Turkish: baş, kafa; Turkmen: kelle baş; Tutelo: pasui; Tuvan: баш; Tzotzil: jolol; Udi: бул; Udmurt: йыр; Ugaritic: 𐎗𐎛𐎌; Ukrainian: голова; Unami: wil; Urdu: سر; Uyghur: باش; Uzbek: bosh, kalla; Venetian: testa, cao, cavo; Vietnamese: đầu); Volapük: kap; Walloon: tiesse; Warlpiri: walu; Welsh: pen; West Coast Bajau: tekook; West Frisian: holle, kop; White Hmong: taub haub; Winnebago: nąąsu; Wolof: boopa; Wutunhua: dolo; Xhosa: intloko; Yaeyama: 頭; Yagnobi: сар; Yakut: бас, тебе; Yiddish: קאָפּ; Yoron: 頭, ふらじ; Yoruba: orí; Yucatec Maya: ho'ol; Zazaki: sere; Zealandic: 'oôd; Zhuang: gyaeuj, gyəuз; Zou: lu; Zulu: ikhanda, inhloko; ǃXóõ: nàn