ἔστε
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
English (LSJ)
Dor. ἕστε EM382.8, v.l. in Theoc.5.22, al., cf. Eust.161 fin. (written εστε in IG14.352ii60 (Halaesa)); Locr.ἔντε ib.9(1).334.15; Delph. hέντε Schwyzer 323 B44 (also εἴστε, v. infr.); Boeot. ἔττε IG7.3054.7 (Lebad.): from ἐνς (= εἰς) with suffix -τε as in ὅ-τε, and so εἴστε SIG241.69 (Delph., iv B. C.).
A (ἔσκε Archil.14, AP7.727 (Theaet.) may be f.l.). —Found in post-Homeric Ep., Ion., Trag., X., POxy. 2120.7 (iii A. D.), etc. (it is f.l. in Pl.Smp. 211c).
I CONJUNCTION, = ἕως:
1 up to the time that, until,
a with aor. ind., of actual occurrence in past time, ἄτερ γνώμης τὸ πᾶν ἔπρασσον ἔ. δή σφιν ἀντολὰς ἐγὼ ἄστρων ἔδειξα A.Pr.457. cf. S.Ant.415,Aj.1031,El.753; ἔ. περ A.R.2.85; παίουσι τὸν Σωτηρίδαν ἔστε ἠνάγκασαν πορεύεσθαι X. An.3.4.49, cf. 2.5.30.
b with aor. subj. and ἄν, of future time, after primary tenses, ἐγὼ δὲ τὴν παροῦσαν ἀντλήσω τύχην ἔστ' ἂν Διὸς φρόνημα λωφήσῃ χόλου A.Pr.378, cf. 697, Eu.449; τῇδε μενέομεν ἔστ' ἂν καὶ τελευτήσωμεν Hdt.7.141, cf. 158; περιμένετε ἔστ' ἂν ἐγὼ ἔλθω X.An.5.1.4; ἔντε, ἕντε κ' ἀποτείσῃ, IG9(1).334.15, Schwyzer323 B44 (v/iv B. C.); ἕστε κε indef., until such time as.., Theoc.5.22; χιμάρῳ δὲ καλὸν κρέας ἕστε κ' ἀμέλξῃς Id.1.6, cf.6.32; also after historical tenses, ἐδέοντο Εὐρυβιάδεω προσμεῖναι ἔστ' ἂν αὐτοὶ τέκνα τε καὶ τοὺς οἰκέτας ὑπεκθέωνται Hdt.8.4, cf. X.HG3.1.15, An.4.5.28: retained in orat. obliq., αὐτὸς ἔφη παραμενεῖν ἔστ' ἂν τοὺς βότρυς ποιήσωσι γλεῦκος Longus 4.5: ἄν omitted, ἀρήγετ' ἔστ' ἐγὼ μόλω S.Aj.1183; cf. ἄν (A) B.1.2.
c with aor. opt. after historical tenses (representing ἔστ' ἄν with subj.), ἐπιμεῖναι ἐκέλευσαν ἔστε βουλεύσαιντο X.An.5.5.2; ἀνέμενεν αὐτοὺς ἔστ' ἐμφάγοιέν τι he always waited until.., Id.Cyr.8.1.44; in orat. obliq., ὅτι..δέοιτο ἂν αὐτοῦ μένειν ἔστε σὺ ἀπέλθοις ib.5.3.13.
d with aor. inf., in orat. obliq. and the like for opt., ἔστε αὐτὴν νέμεσθαι Κρῆτας, = ἔστε αὐτὴν νέμοιντο Κρῆτες, Hdt.7.171; freq. in later writers, ἔστε Δαρεῖον γνῶναι, = ἔστε Δαρεῖος γνοίη, Arr.An.2.1.3; ἔστε παρελθεῖν ib.4.7.1, cf. Ael.NA2.11; for ἔστ' ἄν with subj., Arr.Cyn.2.4,25.2,31.5.
e with impf. ind., ἔστ' ἀφίκανεν A.R.4.849.
2 so long as, while,
a with impf. ind. of actual occurrence in past time, ἔστε μὲν..ἔπινον, ἡδὺ τέως ἐδόκει Thgn.959; ἔστε μὲν αἱ σπονδαὶ ἦσαν, οὔποτε ἐπαυόμην X.An.3.1.19, cf. Mem.1.2.18, Arr.An.2.11.6.
b with pres. subj. and ἄν, of future time, ἔστ' ἂν ἀοιδάων ᾖ γένος Ἑλλαδικῶν Xenoph.6.4; οὐ μὲν δὴ λήξω ἔστ' ἂν..λεύσσω.. τόδ' ἦμαρ S.El.105 (anap.), cf. E.Alc.337; ἔστ' ἄνπερ ἐπιδεικνύηται X.Eq.11.9; ἔστ' ἂν ἔκδημος (sc. ᾖ) χθονὸς Θησεύς, ἄπειμι E.Hipp. 659: so with pf. subj., = pres., ὑμῖν Λακεδαιμόνιοι ἐπαγγέλλονται γυναῖκας ἐπιθρέψειν, ἔστ' ἂν ὁ πόλεμος ὅδε συνεστήκῃ Hdt.8.142; of present time, Emp.42.2.
c with pres. opt. after historical tenses (representing ἔστ' ἄν with subj.), ἐδόκει τοῖς στρατηγοῖς βέλτιον εἶναι τὸν πόλεμον ἀκήρυκτον εἶναι, ἔστ' ἐν τῇ πολεμίᾳ εἶεν X.An.3.3.5; τοσοῦτον χρόνον ζῆν ἔστε νικῴη.. ib.1.9.11.
d with aor. subj. and ἄν, ἔστ' ἂν πολεμίους δείσωσι κελευόμενα πάντα ποιοῦσι Id.Mem.3.5.6.
II ADV. even to,
a of Space, up to, βόθροι ἐγίγνοντο μεγάλοι ἔστε ἐπὶ τὸ δάπεδον Id.An.4.5.6, cf. 4.8.8, Arr.An.1.28.3; ἕστ' ἐπὶ πᾶχυν Theoc.7.67.
b of time, ἔστε ἐπὶ κνέφας Arr.An. 7.25.2; ἕστε ἐς.., κατὰ.., IG14.352 ii 60, i65 (Halaesa); εἴστε εἰς Θεύχαριν ἄρχοντα SIG241.69 (Delph., iv B. C.); ἔστε πρὸς τὸ ἐφηβικόν Luc.Nav.3.
III PREPOSITION, c. acc..
a of Space, up to, ἔστε τὸν ὅρον, ἔστε καὶ τὰν φάραγγα, Schwyzer289.166,169 (ii B. C.); παρατείνει ἔστε τὴν θάλασσαν Arr.Ind.2.2 (<ἐπί> Hercher).
b of time, until, up to, ἔ. καὶ τὸν νῦν χρόνον Schwyzer289.113; ἔ. καὶ τὰν τριακάδα τοῦ Ἀλσείου SIG1023.25 (Cos, iii/ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1043] (wahrscheinlich für εἰς ὅτε, vgl. εἰσόκε), bis; von der Zeit, bis, bis daß, so lange wie; c. ind. aor., ἔςτε δή σφιν ἀντολὰς ἐγὼ ἄστρων ἔδειξα Aesch. Prom. 455; ἔς τ' ἐν αἰθέρι μέσῳ κατέστη λαμπρὸς ἡλίου κύκλος Soph. Ant. 411; Ai. 1010 El. 743; sp. D., wie ἔςτε περ – ἀμφοτέρους ἐδάμασσε Ap. Rh. 2, 85; in Prosa von Xen. an, ἔςτε διεπράξατο An. 2, 5, 30; τί οὐκ ἐποίησε, ἔςτε σπονδῶν ἔτυχε; 3, 1, 28; 3, 4, 49; in der Bedeutung "so lange wie" mit impf., Mem. 1, 2, 18; ἔςτε μὲν αἱ σπονδαὶ ἦσαν, οὔποτε ἐπαυόμην An. 3, 1, 19; vgl. Arr. An. 2, 11, 6; – bei Beziehung auf die Zukunft mit ἄν c. conj., ἀντλήσω τύχην, ἔςτ' ἂν Διὸς φρόνημα λωφήσῃ χόλου Aesch. Prom. 376; ἐπίσχες ἔςτ' ἂν τὰ λοιπὰ προσμάθῃς io. 699; 794 Eum. 427; οὐ λήξω θρήνων ἔςτ' ἂν λεύσσω ἄστρων ῥιπάς Soph. El. 103, so lange ich schaue; vgl. Eur. Hipp. 659; in Prosa, τῇδε μενέομεν, ἔςτ' ἂν καὶ τελευτήσωμεν Her. 7, 141. 158; Xenophan. bei Ath. IX, 368 f; Plat. Conv. 211 c; διατρίψω, ἔςτ' ἂν ὀκνήσωσιν οἱ ἄγγελοι Xen. An. 2, 3, 9; περιμένετε ἔςτ' ἂν ἐγὼ ἔλθω 5, 1, 4; und so auch in indir. Rede, Hell. 3, 1, 15 An. 4, 5, 28; Ausdruck der Allgemeinheit, ἔςτ' ἂν πολεμίους δείσωσι, κελευόμενα πάντα ποιοῦσι Mem. 3, 5, 6, u. einzeln bei Sp. Bei Soph. Ai. 1162 fehlt ἄν, ἔςτ' ἐγὼ μόλω; – c. opt. in indir. Rede, εὐχήν τινες αὐτοῦ ἐξέφερον ὡς εὔχοιτο τοσοῦτον χρόνον ζῆν ἔςτε νικῴη τοὺς εὖ ποιοῦντας Xen. An. 1, 9, 11; ἐπιμεῖναι ἐκέλευσαν ἔςτε βουλεύσαιντο 5, 5, 2; so lange wie, τὸν πόλεμον ἀκήρυκτον εἶναι ἔςτε ἐν τῇ πολεμίᾳ εἶεν 3, 3, 5; ἀνέμενεν αὐτοὺς ἔςτε ἐμφάγοιέν τι Cyr. 8, 1, 44. – Bei Sp. auch c. acc. c. inf., ὅτῳ ἐπέτρεψε τὴν ἀρχὴν ἔςτε Δαρεῖόν τι ὑπὲρ αὐτῆς γνῶναι Arr. An. 2, 1, 3, vgl. 4, 7, 1; Ael. V. H. 2, 11. – Auch örtlich, mit ἐπί verbunden, bis auf, βόθροι ἐγίγνοντο ἔςτε ἐπὶ τὸ δάπεδον Xen. An. 4, 5, 6; ἕως ἔςτε ἐπὶ τὰ ὅρια κατέστησαν τοὺς Ελληνας 48, 8; ἔςτε ἐπὶ τὸ εὐώνυμον παρατείνας Arr. An. 1, 28, 5; ἔςτε ἐπὶ κνέφας 7, 25, 2; ἔςτ' ἐπὶ πᾶχυν Theocr. 7, 67; Ap. Rh. 2, 789; eben so ἔςτε πρός, Luc. Navig. 3; – mit dem bloßen acc., παρατείνει ἔςτε τὴν θάλασσαν Arr. Ind. 2, 2; Inscr. 2905. – Nach E. M. dorisch ἕστε, wie auch bei Theocr. jetzt geschrieben wird.
French (Bailly abrégé)
I. prép. jusqu'à :
1 idée de lieu avec ἐπί : ἔστε ἐπὶ τὸ δάπεδον XÉN jusqu'au sol;
2 idée de temps avec πρός : ἔστε πρὸς τὸ ἐφηβικόν LUC jusqu'à la première jeunesse;
II. conj. 1 jusqu'à ce que : παίουσιν ἔστε ἠνάγκασαν πορεύεσθαι XÉN ils (le) frappent jusqu'à ce qu'ils l'aient contraint d'avancer ; περιμένετε ἔστ' ἂν ἐγὼ ἔλθω XÉN demeurez jusqu'à ce que je sois revenu ; ἐπιμεῖναι ἐκέλευσαν ἔστε βουλεύσαιντο XÉN ils les invitent à rester jusqu'à ce qu'ils eussent délibéré ; dans le disc. indir. avec l'inf. : ἔστε αὐτὴν νέμεσθαι Κρῆτας HDT jusqu'à ce que les Crétois l'eussent habitée;
2 aussi longtemps que, tant que : ἔστε μὲν αἱ σπονδαὶ ἦσαν XÉN tant que la trêve durait.
Étymologie: εἰς, τε.
22ᵉ pl. impér. prés. de εἰμί.
Russian (Dvoretsky)
ἔστε:
I дор. ἕστε praep. (с ἐπί или πρός) (вплоть) до: ἔστ᾽ ἐπὶ τὸ δάπεδον Xen. до самой земли; ἔ. πρὸς τὸ ἐφηβικόν Luc. (вплоть) до отрочества.
II дор. ἕστε conj. до тех пор пока (не), покуда:
1 для обознач. прошлого действия с aor. ind.: ἔστ᾽ ἐν αἰθέρι μέσῳ κατέστη λαμπρὸς ἡλίου κύκλος Soph. пока лучезарный круг солнца находился в середине неба;
2 для обознач. будущего действия с aor. conjct. (с ἄν, поэт. κε, или без него) после главных времен, с aor. opt., иногда conjct. после исторических: ἔστ᾽ ἂν διαπολεμήσωμεν Her. пока мы не кончим воевать; περιμένετε ἔστ᾽ ἂν ἐγὼ ἔλθω Xen. подождите, пока я вернусь; ἔστ᾽ ἂν ἐν ἄλλῳ ἔθνει γένωνται Xen. пока они не достигнут (территории) другого народа;
3 (в косв. речи с inf.): ἔ. τρίτους αὐτὴν νέμεσθαι Κρῆτας (= νέμοιντο Κρῆτες) Her. пока его (остров Крит) не заселило третье (по счету) население критян; (для законч. действия с impf.) ἔ. Σωκράτει συνήστην Xen. до тех пор, пока они находились в обществе Сократа;
4 (с praes. conjct. + ἄν для будущего действия после главных времен и opt. после историч.): ἔστ᾽ ἂν λεύσσω ἄστρων ῥιπάς Soph. пока не увижу сияния звезд; ἔστ᾽ ἂν ὁ πόλεμος ὅδε συνεστήκῃ (pf. conjct. = praes.) Her. пока будет продолжаться эта война; ἔστ᾽ ἂν τῇ πολεμίᾳ εἶεν Xen. пока они будут находиться во вражеской стране.
III 2 л. pl. imper. к εἰμί.
Greek (Liddell-Scott)
ἔστε: (Δωρ. ἕστε Ἐτυμ. Μ. 382. 8, Ahrens, D. Dor. σ. 37), ἴσως ἀντὶ ἐς ὅτε· ὁ Dind. γράφει ἔς τε καὶ παραβάλλει ὤστε (ὤς τε) καὶ ἕτερα ἄλλα σύνθετα μετὰ τοῦ τε: ἔν τινι Βοιωτ. Ἐπιγραφῇ γράφεται ἔττε (Συλλ. Ἐπιγρ. 1569c. 13): ― μόριον τῶν μεθ’ Ὅμηρον χρόνων ἀπαντῶν πρὸ πάντων παρὰ τοῖς Τραγ. ποιηταῖς, Ἡροδ., Ξεν., καὶ μεταγεν. συγγραφ. ― Παρὰ Πλάτ. εὕρηται μόνον ἅπαξ ἐν τῷ Συμπ. 211C, (ἔνθα ὁ Ἕρμαννος ἔχει ἕως) καὶ τότε ἐν τῷ στόματι ξένης Μαντινικῆς. Ι. ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ, = ἕως: 1) μέχρι τοῦ χρόνου, καθ’ ὅν· ἕως, α) μεθ’ ὁριστ. ἀορ., ἐπὶ πραγματικῶν συμβάντων ἐν παρελθόντι χρόνῳ, ἄτερ γνώμης τὸ πᾶν ἔπρασσον, ἔστε δή σφιν ἀντολὰς ἐγὼ ἄστρων ἔδειξα Αἰσχύλ. Πρ. 457, Σοφ. Ἀντ. 415, Αἴ. 1031, Ἠλ. 753· ἔστε περ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 85· παίουσι τὸν Σωτηρίδαν, ἔστε ἠνάγκασαν πορεύεσθαι Ξεν. Ἀν. 3. 4, 49· οὕτω, 2. 5, 30., 3. 1, 28. β) μεθ’ ὑποτακτ. ἀορ. καὶ τοῦ ἄν, ὅταν ἀναφέρηται εἰς μέλλοντα χρόνον, ἀρκτικοῦ χρόνου ἡγουμένου, ἐγὼ δὲ τὴν παροῦσαν ἀντλήσω τύχην ἔστ’ ἂν Διὸς φρόνημα λωφήσῃ χόλου Αἰσχύλ. Πρ. 376, πρβλ. 697, Εὐμ. 449· τῇδε μενέομεν, ἔστ’ ἂν καὶ τελευτήσωμεν Ἡρόδ. 7. 141, πρβλ. 158· περιμένετε ἔστ’ ἂν ἐγὼ ἔλθω Ξεν. Ἀν. 5. 1 4· ἔστε κε, ἀορίστως, μέχρι τοῦ καιροῦ καθ’ ὅν..., Θεόκρ. 5. 22· χιμάρῳ δὲ καλὸν κρέας ἔστε κ’ ἀμέλξῃς 1. 6, πρβλ. 6. 32: ― ἡ ὑποτακτ. τοῦ ἀορ. δυνατὸν νὰ ἀκολουθήσῃ καὶ ἱστορικὸν χρόνον, ἐδέοντο Εὐρυβιάδεω προσμεῖναι… ἔστ’ ἂν αὐτοὶ τέκνα τε καὶ τοὺς οἰκέτας ὑπεκθέωνται Ἡρόδοτ. 8. 4, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 15, Ἀν. 4. 5, 58· ― τὸ ἂν ἐνίοτε παραλείπεται ὑπὸ τῶν ποιητῶν, ἀρήγετ’, ἔστ’ ἐγὼ μόλω Σοφ. Αἴ. 1183· ἴδε ἂν Α. Ι. 2. γ) μετ’ εὐκτ. ἀορ. ἱστορικοῦ χρόνου ἡγουμένου (ὅτε ἰσοδυναμεῖ τῷ ἔστ’ ἂν μεθ’ ὑποτακτ.), ἐπιμεῖναι ἐκέλευσαν ἔστε βουλεύσαιντο Ξεν. Ἀν. 5. 5, 2· ἀνέμενον αὐτοὺς ἔστε ἐμφάγοιέν τι, περιέμενον αὐτοὺς ἕως οὗ φάγωσί τι, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 8. 1, 44· διὰ τὸ ἐν Ξεν. Ἀν. 1. 9, 11, ἔστε νικῴη = ἔστε νενικηκὼς εἴη, donec vicisset, ὅρα νικάω: ― ἐν πλαγίῳ λόγῳ, ὅτι… δέοιτο ἂν αὐτοῦ μένειν ἔστε σὺ ἀπέλθοις ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 5. 3, 13. δ) μετ’ ἀπαρ’ ἀορ., ἐν πλαγίῳ λόγῳ κττ. ἀντὶ εὐκτ. ἔστε αὐτὴν νέμεσθαι Κρῆτες = ἔστε αὐτὴν νέμοιντο Κρῆτες, Ἡρόδ. 7. 171· συχνάκις παρὰ μεταγεν. συγγραφ., ἔστε Δαρεῖον γνῶναι = ἔστε Δαρεῖος γνοίη, Ἀρρ. Ἀν. 2. 1, 3· ἔστε παρελθεῖν αὐτόθι 4. 7, 1, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 12· ἀντὶ τοῦ ἔστ’ ἂν μεθ’ ὑποτ., Ἀρρ. Κυν. 2. 4, 25., 2. 31, 5. ε) μεθ’ ὁριστ. παρατ., ἔστ’ ἀφίκανεν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 849· ἀλλὰ τὸ ἀφίκανεν εἶναι κατ’ οὐσίαν ἀόρ. 2) ἐφ’ ὅσον, ἐν ὅσῳ, ἐνῷ, α) μεθ’ ὁριστ. παρατ. ἐπὶ πραγματικῶν συμβάντων ἐν τῷ παρελθόντι, Θέογν. 959· ἔστε μὲν αἱ σπονδαὶ ἦσαν, οὔποτε ἐπαυόμην Ξεν. Ἀν. 3. 1, 19, πρβλ. Ἀπομν. 1. 2, 18, Ἀρρ. Ἀν. 2. 11, 6. β) μεθ’ ὑποτακτ. ἐνεστ. καὶ τοῦ ἄν, ἐπὶ πράξεως ἀναφερομένης εἰς τὸ μέλλον, οὐ μὲν δὴ λήξω… ἔστ’ ἂν… λεύσσω δὲ τόδ’ ἦμαρ Σοφ. Ἠλ. 105, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 337· ἔστ’ ἄν περ ἐπιδεικνύηται Ξεν. Ἱππ. 11, 9· ἔστ’ ἂν ἔκδημος (ἐξυπ. ᾖ) χθονὸς Θησεύς, ἄπειμι Εὐρ. Ἱππ. 659· οὕτω μεθ’ ὑποτ. πρκμ. = ἐνεστ., ὑμῖν Λακεδαιμόνιοι ἐπαγγέλλονται γυναῖκας ἐπιθρέψειν, ἔστ’ ἂν ὁ πόλεμος ὅδε συνεστήκῃ Ἡρόδ. 8. 142. γ) μετ’ εὐκτ. ἐνεστ., ἱστορικοῦ χρόνου ἡγουμένου (ὅπερ ἰσοδυναμεῖ τῷ ἔστ’ ἂν μεθ’ ὑποτ.), ἐδόκει τοῖς στρατηγοῖς βέλτιον εἶναι τὸν πόλεμον ἀκήρυκτον εἶναι, ἔστ’ ἐν τῇ πολεμίᾳ εἶεν Ξεν. Ἀν. 3. 3, 5. δ) μεθ’ ὑποτακτ. ἀορίστ. καὶ τοῦ ἄν, ἔστ’ ἂν πολεμίους δείδωσι (δεδίωσι;), τὰ κελευόμενα πάντα ποιοῦσι ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 5, 6. ΙΙ. ΕΠΙΡΡΗΜΑ, = ἕως, μέχρι… Λατ. usque (οὐχὶ πρὸ τοῦ Ξεν.), α) ἐπὶ χώρου, διαστήματος, μέχρι, βόθροι ἐγίγνοντο μεγάλοι ἔστε ἐπὶ τὸ δάπεδον Ξεν. Ἀν. 4. 5, 6, πρβλ. 4. 8, 8, Ἀρρ. Ἀν. 1. 28, 3· ἔστ’ ἐπὶ πᾶχυν, «ἔστ’ ἐπὶ πῆχυν, τουτέστι μέχρι πήχεως» (Σχόλ.), Θεόκρ. 7. 67· σπανίως ἄνευ προθ., παρατείνει ἔστε τὴν θάλασσαν Ἀρρ. Ἰνδ. 2. 2 (ὁ Hercher παρεμβάλλει ἐπί). β) ἐπὶ χρόνου, ἔστε ἐπὶ κνέφας ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 7. 25, 2· ἔστε ἐς.. Συλλ. Ἐπιγρ. 5594. στήλ. ΙΙ. 60· ἔστε κατά… αὐτόθι στήλ. 1. 65· ἔστε πρὸς τὸ ἐφηβικὸν Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 3.
Greek Monolingual
ἔστε, δωρ. τ. ἕστε (ἐς + τε) (Α)
(μόριο)
1. (ως χρον. σύνδ.) (με οριστ. πρτ. ή αορ. για πράξεις του παρελθόντος, με υποτ. ή ευκτ. αορ. ή ενεστ. + αν για πράξεις του μέλλοντος, με υποτ. ενεστ. ή, κατόπιν ιστορ. χρόνου, με ευκτική ενεστώτος για πράξεις του παρόντος) έως, έως ότου, μέχρι του χρόνου κατά τον οποίον, εφ' όσον, ενώ (α. «παίουσι τὸν Σωτηρίδαν, ἔστε ἠνάγκασαν πορεύεσθαι» — κτυπούν τον Σωτηρίδα, μέχρι να τον αναγκάσουν να πορεύεται, Ξεν.
β. «περιμένετε, ἔστ' ἂν ἐγὼ ἔλθω», Ξεν.
γ. «ἀρήγετ', ἔστ' (ἂν) ἐγὼ μόλω», Σοφ.
δ. «ἐπιμεῖναι ἐκέλευσαν, ἔστε βουλεύσαιντο», Ξεν.
ε. «ὑμῖν Λακεδαιμόνιοι ἐπαγγέλλονται γυναῖκας ἐπιθρέψειν, ἔστ' ἂν ὁ πόλεμος ὅδε συνεστήκῃ», Ηρόδ.
στ. «ἐδόκει τοῖς στρατηγοῖς βέλτιον εἶναι τὸν πόλεμον ἀκήρυκτον εἶναι, ἔστ' ἐν τῇ πολεμίᾳ εἶεν», Ξεν.)
2. (ως επίρρ.) α) (για χώρο, διάστημα) μέχρι, έως («βόθροι ἐγίγνοντο μεγάλοι ἔστε ἐπὶ τὸ δάπεδον», Ξεν.)
β) (για χρόνο) μέχρι να, έως («ἔστε ἐπὶ κνέφας» — μέχρι να σκοτεινιάσει, Ξεν.)
3. (ως πρόθεση) (για χώρο ή χρόνο) μέχρι («ἔστε καὶ τὸν νῦν χρόνον»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἔστε (δωρ. ἕστε, λοκρ. ἔντε, δελφ. hέντε ή είστε, βοιωτ. έττε) προήλθε από αρχ. έν(σ)-τε. Δηλ. το Α΄ συνθετικό της λέξης είναι αντιστοίχως οι προθέσεις εν και εις, ενώ το Β΄ συνθετικό παρουσιάζει ερμηνευτικές δυσχέρειες. Υποστηρίχτηκε ότι η λ. είναι παρεκτεταμένος τ. του εν(σ) αναλογικά προς το ὅ-τε, ενώ κατ' άλλους, είναι συντετμημένος τ. του ες (εν) ό τε (πρβλ. έστιν ότε)].
Greek Monotonic
ἔστε: (ἔσ-οτε)·
I. σύνδ., ἕως:
1. μέχρι την στιγμή που, έως, με οριστ. ή ευκτ. κ.λπ.· ἔστ' ἄν, με υποτ., σε Αισχύλ. κ.λπ.
2. εφόσον, με τον όρο ότι, αρκεί να, ενώ, με τους ίδιους χρόνους κ.λπ.
II. επίρρ., έως, μέχρι, ἔστε ἐπί, Λατ. usque ad, σε Ξεν.· επίσης λέγεται για χρόνο, ἔστε ἐπὶ κνέφας, στον ίδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: conj., adv. prep.
Meaning: until, later also as long as (seit Hes. Th. 754; nicht ganz sicher).
Other forms: (Ion., south-Dorian, Aetol., also trag. and X.), Boeot. ἔττε, Locr. ἔντε, Delph. hέντε (also εἴστε mid IVa), Dor. ἕστε (EM 382, 8; v.l. in Theoc.). On the use Schwyzer-Debrunner 675f.
Origin: IE [Indo-European] [311] *h₁ens in
Etymology: From *ἐν(σ)-τε, but further unclear; s. Schwyzer 629f.; also Wackernagel KZ 67, 5, who points to the same use of enclitic IE *-kʷe in dōnec. Cf. ἔσκε from εἰς ὅκε. Cf. Monteil, Phrase relative 316f.
Middle Liddell
[ἔσοτε]
I. CONJUNCTION, = ἕως:
1. up to the time that, until, with ind. or opt., etc.; ἔστ' ἄν, with subj., Aesch., etc.
2. so long as, while, with same tenses, etc.
II. ADVERB, even to, up to, ἔστε ἐπί, Lat. usque ad, Xen.:—also of time, ἔστε ἐπὶ κνέφας Xen.
Frisk Etymology German
ἔστε: {éste}
Forms: (ion., süddor., ätol., auch Trag. und X.), böot. ἔττε, lokr. ἔντε, delph. hέντε (auch εἴστε Mitte IVa), dor. ἕστε (EM 382, 8; v.l. bei Theok.)
Meaning: bis, später auch solange Konj., Adv., Präp. (seit Hes. Th. 754; nicht ganz sicher).
Etymology: Zum Gebrauch Schwyzer-Debrunner 675f. — Aus *ἐν(σ)-τε, aber nähere Erklärung strittig; s. Schwyzer 629f. mit kritischem Referat der verschiedenen Ansichten; dazu Wackernagel KZ 67, 5 (Nachlaß), der auf dieselbe Funktion des enklitischen idg. *-qu̯e in dōnec u. a. hinweist.
Page 1,575-576