τίνω
English (LSJ)
Il.3.289, al., (ἀπο-) IG5(1).1390.76 (Andania, i B.C.), etc.: Ion. impf.
A τίνεσκον A.R.2.475: fut. τείσω (ἐκ-) IG22.412.6 (iv B.C.), (ἀπο-) Epigr.Gr.1132 (Att. vase, iv B.C.), PPetr.3p.55 (iii B.C.), IG7.3073.1 (Lebad., ii B.C.), etc.; Cypr. 3sg. πείσει Inscr.Cypr.135.12 H.: aor. ἔτεισα (ἀπ-) SIG47.15 (Locr., v B.C.), 663.25 (Delos, iii/ii B.C.), PPetr.3p.41 (iii B.C.), etc.: freq. written τίσω ἔτισα in Hellenistic and later Inscrr. and Pap., and in codd. of all authors (fut., Od.8.348, A.Ch.277, S.Aj.113, etc.; aor., Od. 24.352, Pi.O.2.58, S.OT810, etc.): in Hom. confused (both in codd. and printed texts) with τίσω ἔτισα fut. and aor. of τίω, and only to be distd. by the sense: pf. τέτεικα (ἀπο-) SIG437.6 (Delph., iii B.C.); part. τετεικώς Lyc.765 (τετικώς, τεθεικώς codd.) (v. ἐκτίνω):—Med., pres. first in Thgn.204 (only τίνυμαι in Hom.): fut. τείσομαι Od.13.15, al.: aor. ἐτεισάμην 3.197, 15.236, al. (τισ- codd.):—Pass., aor. ἐξ-ετείσθην IG22.1613.198, D.39.15, 59.7: pf. 3sg. ἐκ-τέτεισται Pl.Phdr.257a, D.24.187. [τῑνω (from *τίνϝω) in Ep., also Thgn.204, Herod.2.51, AP7.657 (Leon.); τῐνω in Trag., as A.Pr.112, S.OC635, E.Or.7; also in Pi.P.2.24 (Med.) and Sol. 13.31; also in some Epigrammatists, as Simm.25.1, AP9.286 (Marc. Arg.).] I Act., pay a price by way of return or recompense, mostly in bad sense, pay a penalty, with acc. of the penalty, τ. θωήν Od.2.193; τιμήν τινι Il.3.289; ποινάς Pi.O.2.58, A.Pr.112, Theodect. 8.9; δίκην S.Aj.113, El.298, Fr.107.9, 2 Ep.Thess.1.9, etc.; also τ. ἴσην (sc. δίκην) S.OT810; διπλῆν Pl.Lg.946e; τὸ ἥμισυ ib.767e (s. v.l.); μείζονα τὴν ἔκτ<ε>ισίν τινι ib.933e; τὴν προσήκουσαν τιμωρίαν ib.905a, cf. Trag.Adesp.490:—but also b in good sense, pay a debt, acquit oneself of an obligation, ζωάγρια τ. Il.18.407; τείσειν αἴσιμα πάντα Od.8.348; εὐαγγέλιον (reward for bringing good news) 14.166; τ. χάριν τινί render one thanks, A.Pr.985; τ. γῇ δασμόν S.OC635; ἰατροῖς μισθόν X.Mem.1.2.54:—also simply, c repay, c. acc. rei, τροφάς τινι E.Or.109:—in various phrases, τ. ἀντιποίνους δύας repay equivalent sorrows, A.Eu.268 (lyr.); φόνον φόνου ῥύσιον τ. S.Ph.959; αἱμάτων παλαιτέρων τ. μύσος send one pollution in repayment for another, A.Ch.650(lyr., Lachm., for τείνει) ; ἀρᾶς τ. χρέος Id.Ag.457 (lyr.).--Constr.: 1 c. acc. of the thing paid or of the thing repaid (v. supr.). 2 less freq. c. dat., κράατι τείσεις with thy head, Od.22.218; ψυχῇ A.Ch.277. 3 c. dat. of pers. to whom payment is made (v. supr.). 4 c. dat. of the penalty, τ. θανάτῳ ἅπερ ἦρξεν Id.Ag.1529 (anap.); τύμμα τύμματι ib.1430 (lyr.). 5 with gen. of the thing for which one pays, τ. ἀμοιβὴν βοῶν τινι pay him compensation for the cows, Od.12.382; τ. τινὶ ποινήν τινος pay one retribution for . ., Hdt.3.14, 7.134; τ. μητρὸς δίκας for thy mother, E.Or.531; ἀντὶ πληγῆς πληγὴν τ. A.Ch.313 (anap.): also with acc. of the thing for which one pays, the price being omitted, pay or atone for a thing, τείσειαν Δαναοὶ ἐμὰ δάκρυα σοῖσι βέλεσσι Il.1.42; τ. ὕβριν Od.24.352; τ. φόνον or λώβην τινός, Il.21.134, 11.142; κακά Thgn.735; διπλᾶ δ' ἔτεισαν Πριαμίδαι θἀμάρτια A. Ag.537: less freq. c. acc. pers., τείσεις γνωτὸν τὸν ἔπεφνες thou shalt make atonement for the brother thou hast slain, Il.17.34. 6 abs., make return or requital, Sol.13.29; παθόντα οὐκ ἐπίστασθαι τίνειν S.OC 1203, cf. 230 (lyr.). II Med., have a price paid one, make another pay for a thing, avenge oneself on him, punish him, freq. from Hom. downwards.--Constr.: 1 c. acc. pers., Il.2.743, Od.3.197, Hdt.1.10,123, S.OC996, etc. 2 c. gen. criminis, τείσασθαι Ἀλέξανδρον κακότητος punish him for his wickedness, Il.3.366, cf. Od.3.206, Thgn. 204 (where ἀμπλακίης, v.l. -ίας), Hdt.4.118, etc.; τ. τινὰ ἐφ' ἁμαρτωλῇ Thgn.1248; ὑπέρ τινος Hdt.1.27,73. 3 c. acc. rei, take vengeance for a thing, τείσασθαι φόνον, βίην τινός, Il.15.116, Od.23.31; λώβην Il.19.208, etc. 4 c. dupl. acc. pers. et rei, ἐτείσατο ἔργον ἀεικὲς ἀντίθεον Νηλῆα he made Neleus pay for the misdeed, visited it on his head, Od.15.236; Ζεῦ ἄνα, δὸς τείσασθαι, ὅ με πρότερος κάκ' ἔοργε, δῖον Ἀλέξανδρον Il.3.351; τείσασθαί τινα δίκην exact retribution from a person, E.Med.1316 (dub.l.). 5 c. dat. modi, τίνεσθαί τινα ἀγαναῖς ἀμοιβαῖς, φυγῇ, repay or requite with... Pi.P.2.24, A.Th. 638. 6 abs., repay oneself, indemnify oneself, ἡμεῖς δ' αὖτε ἀγειρόμενοι κατὰ δῆμον τεισόμεθ' Od.13.15. (Root q[uglide][icaron]- [alternating with q[uglide]ei- and q[uglide]oi-] 'pay': τῐ-νϝ-ω, τῐ-σις, τεί-σω [Cypr. πείσει], ἔ-τει-σα [cf. ἀππεισάτου s.v. [[ἀποτίνω], ποι-νή]] (q.v.): Skt. cáy-ate 'avenge, punish': ápa-ci-tis 'vengeance':—not related to τίω.)
German (Pape)
[Seite 1117] nur praes. u. impf., die übrigen tempp. werden von τίω gebildet (w. m. s.), – büßen, eine Buße entrichten; τιμὴν τίνειν, Il. 3, 289; θωὴν τίνειν, Od. 2, 193; τοιάσδε ποινὰς ἀμπλακημάτων τίνω, Aesch. Prom. 112. 176. 623; ἀντὶ δὲ πληγῆς φονίας φονίαν πληγὴν τινέτω, Ch. 311; τίνει ταύτην δίκην, Eur. Or. 7; auch ἀδικίας τίνοντες, lon 447; übh. eine Schuld abtragen, ζωάγρια τίνειν, Il. 18, 407; ὕβριν, einen Frevel abbüßen, Od. 24, 352; δίκην τίνουσι, Plat. Theaet. 177 a; βλάβην, Legg. VIII, 943 e, u. oft; δίκην τῆς τροφῆς, Phaed. 81 d; ποινάς, Xen. Cyr. 6, 1, 11. – Aber auch χάριν τίνειν, Aesch. Prom. 987 Ag. 796; vgl. Soph. ἱκέτης δαιμόνων ἀφιγμένος γῇ τῇδε κἀμοὶ δασμὸν οὐ σμικρὸν τίνει, O. C. 641; εὖ πάσχειν, παθόντα δ' οὐκ ἐπίστασθαι τίνειν, vergelten, 1205; u. so auch pass., εὐεργέταν ἀμοιβαῖς τίνεσθαι, Pind. P. 2, 24; τίνοι γ' ἂν τῇ τεθνηκυίᾳ τροφάς, Eur. Or. 109. – Med. τίνομαι, bei Hom. im praes. nur τίνυμαι (s. oben), eigtl. sich bezahlen lassen, dah. Einen wegen eines Vergehens büßen lassen, τινά, Her. 1, 10 u. oft; τινὰ ὑπέρ τινος, 1, 27. 73; τινά τινος, Theogn. 204; dah. strafen, züchtigen, und mit dem acc. der Sache, rächen, Hes. Th. 165. 472 Sc. 17; τὸν αἴτιον τίνοι' ἄν, Soph. G. C. 1000. – [Ι ist bei den Epikern lang, bei den Attikern in der Regel kurz, z. B. Aesch. Prom. 112 Soph. O. C. 1203 Eur. Or. 7; so auch Solon 5, 31; Pind. P. 2, 24 und Anth.]
Greek (Liddell-Scott)
τίνω: Ἰων. παρατ. τίνεσκον Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1327· - μέλλ. τίσω [ῑ] Ὅμ., Ἀττ.· ἀόρ. α΄ ἔτῑσα αὐτόθι· πρκμ. τέτῑκα Λυκόφρ. 765 (ἴδε ἐκτίνω). - Μέσ., πρῶτον παρὰ Θεόγν. 204 (μόνον τίνυμαι παρ’ Ὁμ.)· μέλλ. τίσομαι, ἀόριστ. ἐτισάμην, Ὅμ., Ἡρόδ., Ἀττ. - Παθ., ἀόρ. ἐτίσθην (ἴδε ἐκτίνω)· πρκμ. τέτισμαι. - Ἐν ἐπιγραφαῖς τῆς ἀρίστης περιόδου ὁ ἐνεργ. μέλλ. καὶ ἀόριστ. καὶ ὁ παθητ. ἀόριστ. ἐγράφοντο: τείσω, ἔτεισα, ἐτείσθην. [τῑνω παρ’ Ἐπικ.· τῐνω παρ’ Ἀττ., οἷον Αἰσχύλ. Πρ. 112, Σοφ. Ο. Κ. 635, Εὐριπ. Ὀρ. 7· ὡσαύτως ἐν τῇ Δωρικ. τοῦ Πινδ., οἷον Π. 2. 44, ἔτι δὲ καὶ παρὰ Σόλωνι 5. 31, ὡς καὶ παρὰ μεταγεν. ἐπιγραμματοποιοῖς, Ἰακώψ. ἐν Ἀνθ. Π. σ. 823· τῑνω παρὰ Θεόγν. καὶ ἐν τῇ Ἀνθολ.· - ἐν τῷ μέλλ. ἀορίστ. α΄ καὶ πρκμ. ἀείποτε ῑ]. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε τίω). 1) ἐνεργ., πληρώνω, καταβάλλω (ἐν ᾧ ὁ ἐνεστ. τίω κεῖται μόνον ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ προσφέρω τιμήν, τιμῶ, πρβλ. τίω Ι), κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, πληρώνω τὴν ποινήν, μετ’ αἰτιατικῆς τῆς ποινῆς, σοὶ δέ, γέρον, θῳὴν ἐπιθήσομεν, ἣν κ’ ἐνὶ θυμῷ τίνων ἀσχάλῃς, εἰς σὲ δέ, ὦ γέρον, θὰ ἐπιβάλωμεν πρόστιμον τὸ ὁποῖον πληρώνων νὰ δυσανασχετῇς, Ὀδ. Β. 193· εἰ δ’ ἂν ἐμοὶ τιμήν... τίνειν οὐκ ἐθέλωσιν, ἐὰν δὲ δὲν θελήσωσι νὰ καταβάλωσι πρόστιμον τοῦ πολέμου, Ἰλ. Γ. 289· ποινὰς Πινδ. Ο. 2. 106· δίκην Σοφ. Αἴ. 113, Ἠλ. 298, κλπ.· τινί, εἴς τινα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 94, κλπ.· ὡσαύτως, τ. ἴσην [δίκην] Σοφ. Ο. Τ. 810 διπλῆν Πλάτ. Νόμ. 946Ε· τὸ ἥμισυ αὐτόθι 767Ε· μείζονα ἔκτισίν τινι αὐτόθι 933Ε· τὴν προσήκουσαν τιμωρίαν αὐτόθι 905Α· ὡς τὸ Λατιν. poenas dare ἢ solvere, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 798· - ἀλλ’ ὡσαύτως β) ἐπὶ καλῆς σημασίας, πληρώνω χρέος ὀφειλόμενον, ἀπαλλάττομαι ὑποχρεώσεως, τ. ζωάγρια Ἰλ. Λ. 407· τίσειν αἴσιμα πάντα Ὀδ. Θ. 348· τ. χάριν τινὶ Αἰσχύλ. Πρ. 985· τ. γῇ δασμὸν Σοφ. Ο. Κ. 635· τ. ἰατροῖς μισθὸν Ξενοφ. Ἀπομν. 1. 2, 54· - ὡσαύτως ἁπλῶς, γ) πληρώνω τινὰ διά τι, ἀνταμείβω, μετὰ γενικ. πράγματος, ὦ γέρον, οὔτ’ ἄρ’ ἐγὼν εὐαγγέλιον τόδε τίσω, οὔτ’ Ὀδυσσεὺς ἔτι οἶκον ἐλεύσεται Ὀδ. Ξ. 166· τροφάς τινι Εὐρ. Ὀρ. 109· - οὕτω καὶ ἐν ποικίλαις φράσεσι, τ. ἀντιποίνους δύας, ἀποτίνειν ἰσοδυνάμους θλίψεις, Αἰσχύλ. Εὐμ. 268· φόνον φόνου ῥύσιον τ. Σοφ. Φιλ. 959 ἐκ δ’ αἱμάτων παλαιτέρων τίνει μύσος, πληρώνει τὸ ἔγκλημα παλαιοτέρων χρόνων, Αἰσχύλ. Χο. 650· οὐδενὶ μοιριδία τίσις ἔρχεται ὧν προπάθῃ τὸ τίνειν, εἰς οὐδένα γίνεται τιμωρία ἐκ τῆς μοίρας, ὅστις ἀνταπέδωκε τὰ ἴσα δι’ ὅσα πρῶτος αὐτὸς ἔπαθε, Σοφ. Ο. Κ. 228 (ἴδε ἐν τέλ., ἴδε καὶ σημ. Jebb ἐν τόπῳ)· ἀρᾶς τ. χρέος (ἴδε ἐν λ. χρέος Ι). -Σύνταξις: 1) μετ’ αἰτ. τοῦ ἀποτινομένου ἢ ἀνταποδιδομένου πράγματος - σπανιώτερον μετὰ δοτικ., κράατι τίσεις, μὲ τὴν κεφαλήν σου θὰ πληρώσῃς, Ὀδ. Χ. 218· τῇ φίλῃ ψυχῇ τάδε τίσειν μ’ ἔχοντα πολλὰ δυστερπῆ κακὰ Αἰσχύλ. Χο. 277. 2) μετὰ δοτ. τοῦ προσώπου εἰς ὃν ἡ πληρωμὴ γίνεται, ἴδε ἀνωτ. 3) μετὰ δοτ. τῆς ποινῆς, τ. θανάτῳ ἅπερ ἦρξεν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1529· τύμμα τύμματι αὐτόθι 1430. 4) μετὰ γενικ. τοῦ πράγματος, διὰ τὸ ὁποῖον πληρώνει τις, εἰ δέ μοι οὐ τίσουσι βοῶν ἐπιεικέα ἀμοιβήν, ἐὰν δὲ δέν μοι ἀποδώσωσι τὴν προσήκουσαν ἀποζημίωσιν διὰ τοὺς βοῦς, Ὀδ. Μ. 382· τ. τινὶ ποινήν τινος Ἡρόδ. 3. 14., 7. 134, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 112, κλπ.· ὡσαύτως, τ. πληγὴν ἀντὶ πληγῆς (ἥτις εἶναι πιθανῶς ἡ πλήρης ἢ τελεία σύνταξις) ὁ αὐτ. ἐν Χο. 313· - ἀλλ’ ὡσαύτως μετ’ αἰτιατ. τοῦ πράγματος διὰ τὸ ὁποῖον πληρώνει τις, ὅτε τὸ τίμημα παραλείπεται, πληρώνω, παρέχω ἐξιλέωσιν διά τι, τίσειαν Ἀχαιοί... ἐμὰ δάκρυα σοῖσι βέλεσσι Ἰλ. Α. 42, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1430 οὕτω, τ. ὕβριν Ὀδ. Ω. 352· τ. φόνον ἢ λώβην τινὸς Ἰλ. Φ. 134., Λ. 142· κακὰ Θέογν. 735· διπλᾶ δ’ ἔτισαν Πριαμίδαι θἀμάρτια Αἰσχύλ. Ἀγ. 537· τ. μητρὸς δίκας, διὰ τὴν μητέρα σου, Εὐρ. Ὀρ. 531· - σπανιώτερον μετ’ αἰτ. προσ., τίσεις γνωτὸν ἐμὸν τὸν ἔπεφνες, «τιμωρίαν δώσεις ὑπέρ τοῦ ἐμοῦ γνωτοῦ, ὅ ἐστιν ἀδελφοῦ» (Σχόλ.), ὃν ἐφόνευσας, Ἰλ. Ρ. 34. 5) ἀπολ., ἀνταποδίδω, εὖ πάσχειν παθόντα δ’ οὐκ ἐπίστασθαι τίνειν Σοφ. Ο. Κ. 1203. ΙΙ. Μέσ., κάμνω τινὰ νὰ πληρώσῃ διά τι, ἐκδικοῦμαί τινα, τιμωρῶ, παιδεύω, Λατιν. poenas sumere de aliquo, συχν. ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ ἐφεξῆς. - Συντάσσεται: 1) μετ’ αἰτ. προσ., Ἰλ. Β. 743, Ὀδ. Γ. 197, κλπ.· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 1. 10, 123, Τραγ., κλπ. 2) μετὰ γεν. τοῦ ἐγκλήματος, τίσεσθαι Ἀλέξανδρον κακότητος Ἰλ. Γ. 366, πρβλ. Ὀδ. Γ. 206, Θέογν. 204, Ἡρόδ. 4. 118, κλπ.· ὡσαύτως, τ. τινὰ ἐπί τινι Θέογν. 1248· ὑπέρ τινος Ἡρόδ. 2. 27, 73. 3) ὡσαύτως μετ’ αἰτ. πράγματος, λαμβάνω ἐκδίκησιν διά τι πρᾶγμα, τίσασθαι φόνον, βίην τινὸς Ἰλ. Ο. 116, Ὀδ. Ψ. 31· λώβην Ἰλ. Τ. 208, κλπ. 4) μετὰ διπλῆς αἰτ. προσώπου καὶ πράγμ., ἐτίσατο ἔργον ἀεικὲς ἀντίθεον Νηλῆα, ἔκαμε τὸν Νηλέα νὰ πληρώσῃ διὰ τὸ κακὸν ἔργον, ἐτιμώρησεν αὐτὸν δι’ αὐτό, Ὀδ. Ο. 236· ὡσαύτως, τίσασθαί τινα δίκην, λαμβάνω ἐκδίκησιν ἔκ τινος προσώπου, Elmsl. εἰς Εὐρ. Μήδ. 1283 (ἕτεροι φόνον)· πρβλ. ἀντι-, ἀπο-τίνω. 5) μετὰ δοτ. τρόπου, τίνεσθαί τινα ἀμοιβαῖς, φυγῇ Πινδ. Π. 2. 44, Αἰσχύλ. Θήβ. 638. 6) ἀπολ., ἐκδίκησιν λαμβάνω, ἐκδικοῦμαι, ἡμεῖς δ’ αὖτε ἀγειρόμενοι κατὰ δῆμον τισόμεθ’ Ὀδ. Ν. 15, πρβλ. Ἰλ. Γ. 351, Ὀδ. Γ. 203., Μ. 378 (ἔνθα τὸ τῖσαι εἶναι προστ. τοῦ μέσ. ἀορ.). - Ὁ μέλλ. καὶ ὁ ἀόρ. α΄ ἐνεργ. καὶ μέσ. εἶναι συνηθέστατοι ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ πληρώνω καὶ πληρώνομαι, ἴδε τίω ΙΙΙ· ἡ σημασία τοῦ ἐνεργ. καὶ τοῦ μέσου οὐδέποτε ἐναλλάσσονται ὡς ἔπραξάν τινες τῶν ἑρμηνευτῶν ἐν Αἰσχύλ. Χο. 650, Σοφ. Ο. Κ. 228. -Πρβλ. τίνυμαι, τιμωρέω.
French (Bailly abrégé)
f. τίσω, att. τείσω, ao. ἔτισα, att. ἔτεισα, pf. τέτικα, att. τέτεικα;
Pass. ao. ἐτίσθην, att. ἐτείσθην, pf. τέτισμαι, att. τέτεισμαι;
I. payer, acquitter :
1 avec l’acc. de la chose donnée en paiement ζωάγριά τινι IL s’acquitter envers qqn en lui témoignant sa reconnaissance pour vous avoir sauvé la vie ; τ. χάριν τινί ESCHL s’acquitter d’une dette de reconnaissance envers qqn ; abs. rendre après avoir reçu, remercier, marquer sa reconnaissance;
2 avec l’acc. de la chose pour laquelle on est redevable τ. εὐαγγέλιον OD payer pour une bonne nouvelle;
II. en mauv. part obliger à rendre en échange de ; faire payer, punir, venger : μύσος ESCHL un homicide ; expier :
1 avec l’acc. de la peine τ. θωήν OD payer une indemnité ; τ. τιμήν τινι IL payer une amende à qqn ; τ. ποινήν τινί τινος HDT donner à qqn une indemnité, une compensation pour qch ; τ. δίκην τινός EUR subir une peine pour qch ; ἴσην τίνειν SOPH subir un châtiment égal ; ἀξίαν δίκην avoir le châtiment qu’on mérite ; σῷ κράατι τίσεις OD tu l’expieras, tu le paieras de ta tête;
2 avec l’acc. du délit ὕβριν OD expier son insolence ; φόνον τινός IL expier le meurtre de qqn ; τίσειαν ἐμὰ δάκρυα σοῖσι βέλεσσιν IL qu’ils expient par tes flèches les larmes que j’ai versées;
3 avec l’acc. de la pers. pour le meurtre de laquelle on expie τίσεις γνωτόν, τὸν ἔπεφνες IL tu dois une expiation pour le frère que tu m’as tué;
Moy. τίομαι (f. τίσομαι, ao. ἐτισάμην) se faire rembourser : abs. ἡμεῖς δ’ αὖτε ἀγειρόμενοι κατὰ δῆμον τισόμεθα OD nous nous ferons restituer cela par le peuple, nous nous ferons indemniser (des présents que nous allons faire à Ulysse) ; avec l’acc. de la pers. par qui l’on se fait payer punir, châtier, se venger de : τινα punir qqn ; τ. Ἀλέξανδρον κακότητος IL faire expier à Pâris son crime ; avec l’acc. de la chose pour laquelle on se venge ou l’on se fait payer une indemnité punir châtier, se venger de qch : φόνον τινός IL, OD venger le meurtre de qqn ; avec double acc. ἔργον Νηλῆα OD faire expier à Nélée son crime.
Étymologie: R. Τι, payer ; cf. τίω, τίνυμι.
English (Autenrieth)
(τίω), fut. τίσω, aor. ἔτῖσα, inf. τῖσαι, mid. fut. τίσομαι, aor. ἐτῖσάμην, τίσατο, opt. 3 pl. τῖσαίατο, inf. τίσασθαι: I. act., pay a debt or a penalty, atone for; in good sense, ζωάγρια, αἴσιμα πάντα, ἀμοιβὴν βοῶν, Od. 5.407, θ 3, Od. 12.382; in bad sense, τῖμήν τινι, θωήν, Od. 2.193; w. acc. of the thing atoned for, Il. 1.42, Od. 24.352; rarely acc. of the person atoned for, Il. 17.34; ‘reward,’ Od. 14.166.—II. mid., exact satisfaction, make one pay you for something, τινά τι, τινά τινος, ο 23, Il. 3.366; hence punish.
English (Slater)
τῐνω (fut. τείσομεν: aor. ἔτεισαν: med. τίνεσθαι.)
a act., pay θανόντων μὲν ἀπάλαμνοι φρένες ποινὰς ἔτεισαν (Schr.: ἔτισαν codd.) (O. 2.58) ὁπᾷ τε κοινὸν λόγον φίλαν τείσομεν ἐς χάριν (Schr.: τίσομεν codd.) (O. 10.12)
b med., repay τὸν εὐεργέταν ἀγαναῖς ἀμοιβαῖς ἐποιχομένους τίνεσθαι (P. 2.24)
English (Strong)
strengthened for a primary tio (which is only used as an alternate in certain tenses) to pay a price, i.e. as a penalty: be punished with.