παράγω

From LSJ
Revision as of 17:58, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T21)

Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him

Euripides, Alcestis 109-11
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράγω Medium diacritics: παράγω Low diacritics: παράγω Capitals: ΠΑΡΑΓΩ
Transliteration A: parágō Transliteration B: paragō Transliteration C: parago Beta Code: para/gw

English (LSJ)

fut.

   A παράξω Phld.Rh.1.19 S.: pf. παραγέωχα PTeb.5.198 (ii B. C.), παραγείοχα Stud.Pal.22.3 (ii A. D.):—lead by or past a place, c. acc. loci, Hdt.4.158, cf. 9.47; πάραγε πτέρυγας fly past, E.Ion166 (lyr.); π. θριάμβους App.Mith.117, cf. BC2.101; of a person, ἐν θριάμβῳ παράγεσθαι Plu.Caes.55.    2 in Tactics, march the men up from the side, bring them from column into line, π. τοὺς ἐπὶ κέρως πορευομένους . . εἰς μέτωπον X.HG7.5.22, cf. Cyr.2.3.21, An.4.6.6; τὰς [τάξεις] εἰς τὰ πλάγια ib.3.4.14; ἔξωθεν τῶν κεράτων ib.3.4.21.    3 bring round or forward, ἀγκῶνα παρὰ τὸ στῆθος Hp.Art.2, cf. 74; twist round or out of place, Alex.Aphr.in Sens.16.19.    4 π. ὑπόχυμα couch a cataract, Gal.Thras.23.    5 divert, ὑδραγωγόν POxy.971 (i/ii A. D.).    II lead aside from the way, mislead, ἔννυχοι πάραγον κοῖται Pi.P.11.25; σοφία παράγοισα μύθοις Id.N.7.23; π. τινὰεἰς ἀρκύστατα A.Pers.99 codd. (lyr.); π. ψεύδεσι Pl.R.383a; φενακίζειν καὶ π. D.22.34, cf. PMagd.12.7 (iii B. C.), PCair.Zen.289.20 (iii B. C.):—Pass., φόβῳ παρηγόμην S.OT974; λόγοις παράγεσθαι Th.1.91; ἀπάτῃ π. ὑπό τινων ib.34; νέοις παραχθείς E.Supp.232.    2 divert from one's course, influence, Μοίρας Hdt.1.91: c. acc. pers. et gen. rei, divert from, [τινὰ] τοῦ τῆς ῥητορικῆς τέλους Phld.l.c.; induce, lead to or into a thing, ἔς τι E.IT478: mostly in bad sense, π. ἐς ἀμπλακίην, ἐς ἀναιδείην, Thgn.404, Archil.78:—Pass., to be influenced, persuaded, οἷοι θυσίαις τε καὶ εὐχωλαῖς παράγεσθαι Pl.R.365e, cf. Lg. 885b, Th.2.64; λόγῳ παραχθέντες X.Mem.4.8.5: c. inf., παρηγμένος μισθοῖς εἰργάσθαι τι S.Ant.294.    3 of things, lead aside: hence, wrest, π. τοὺς νόμους ἐπί τι pervert the laws to this end, Pl.R.550d, cf. Is.11.36; οἱ θεοὶ τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων τὴν διάνοιαν π. Lycurg.92; π. τὴν ἀλήθειαν Philostr.Ep.35:—Pass., τὰ γράμματα παρῆκται, from age, Paus.6.19.5.    4 avert, πειθοῖ καὶ λόγῳ τὴν ἀνάγκην Plu.Phoc.2.    5 change slightly, of letters in the derivation of words, Pl.Cra.398c, 398d, 400c, Plu.2.354c: freq. in Gramm. in Pass., to be derived, ἀπό . . Demetr.Lac.Herc.1014.58, D.T.641.4, A.D.Pron.34.25; ἐκ . . Id.Synt.111.2; παρά c. acc., Id.Adv.146.10: c. gen., τὸ μελιτηρὸν τοῦ τηρεῖν [παραχθέν] Id.Pron.30.17: generally, to be formed, διὰ τοῦ θεν Id.Adv.184.12; τὴν κτητικὴν διὰ τῆς οι π. Id.Pron.109.6; to be inflected, ἀντωνυμίαι ὡς ὀνόματα εἰς τὰ γένη καὶ τὰς πτώσεις π. ib.111.2, cf. Synt.110.8; ὁ ἀνδριὰς οὐ λέγεται ξύλον, ἀλλὰ παράγεται ξύλινος is called by a modification, Arist.Metaph.1033a17.    III bring and set beside others, bring forward, introduce, ἐς μέσον Hdt.3.129; εἰς τὸ μέσον Pl. Lg.713b; εἰς ὑμᾶς Antipho 4.1.5; π. εἰς τὸν δῆμον bring before the people, Lys.13.32, cf. Th.5.45; εἰς τὸ δικαστήριον before the court, D.26.17; παραχθῆναι τὴν γραφήν Antipho 2.3.6; also, bring forward as a witness, etc., τὸν ἥκοντα παρήγαγον D.18.170:—Med., μάρτυρα παραγόμενος Pl.Lg.836c.    b introduce on the stage, bring in, Ath. 3.117d, 6.230b, al., D.L.2.28, prob. in Anon. de Com.(CGF p.7); οἵους οἱ κωμῳδοδιδάσκαλοι π. ἀγροίκους Arist.EE1230b19: hence, represent, portray, τοξότας αὐτοὺς παρήγαγον Corn.ND32, cf. 14 (Pass.).    c produce, deliver, ἐπὶ τὰ χώματα καλαμείαν PTeb.5.198 (ii B. C.), cf. 92.8 (ii B. C., Pass.).    2 bring in, with a notion of secrecy, ἄνδρας π. ἔσω Hdt.5.20:—Pass., come in stealthily, slip in, π. γὰρ ἐνέρων δολιόπους ἀρωγὸς εἴσω στέγας S.El.1391 (lyr.); of things, τὸ ὕδωρ ὀρύγμασι καὶ τάφροις εἰς τὸ πεδίον π. Plu.Cam.4.    IV carry on, protract, τὴν πρᾶξιν D.S.18.65; π. τὸν χρόνον pass it, Plu.Agis13, etc.; v. infr. B. III.    V direct, guide, κῆτος παραγόμενον εὐπειθῶς Id.2.981a.    VI produce, create, Plot.6.8.20, etc.; τὸ παράγον, opp. τὸ παραγόμενον, Procl.Inst.7, cf. Dam.Pr.32, etc.:—Pass., ἀπὸ τῶν ἀτελεστέρων τελειότερα παράγεται Iamb.Myst.3.22, cf. Gp.9.1.1.    VII draw along, ἄνωθεν κάτω τὰς χεῖρας (in massage), Herod.Med. ap. Orib.6.20.8.    B intr., pass by, pass on one's way, X.Cyr.5.4.44, Euphro 10.15, Plb.5.18.4, etc.; τοῖς παράγουσιν χαίρειν IPE2.378 (Phanagoria): also c. acc., pass by, μνήματα Lyr.Alex.Adesp.37.25; κώμην PTeb.17.4 (ii B. C.).    2 pass away, LXX Ps.143(144).4, 1 Ep.Cor.7.31:—in Pass., 1 Ep.Jo.2.8,17.    II pass along the coast, Plb.4.44.3; simply, go, εἴσω πάραγε Men.Epit.188, cf. 194, Sam.80, Pk.275.    III delay (v. supr. A. IV), παρῆγον ἐφ' ἱκανὸν χρόνον D.S.11.3; ἐξέκρουε καὶ π. Plu.Rom.23.

German (Pape)

[Seite 475] (s. ἄγω), daneben, zur Seite führen, vorbeilenken; χῶρον, um eine Gegend herumführen, Her. 4, 158, l. d.; anders lenken, verändern, μοίρας, 1, 91; νόμους ἐπί τι, Plat. Rep. VII, 550 d; – vorbeimarschiren lassen, εἰς τὰ πλάγια παραγαγών, rechts und links aufmarschiren lassen, Xen. An. 3, 4, 14. 21. 4, 3, 26 Cyr. 2, 3, 31; bes. falsch leiten, verlocken, verführen, βροτὸν εἰς ἀρκύστατα, Aesch. Pers. 98; τούτους ἐξεπίσταμαι καλῶς παρηγμένους μισθοῖσιν εἰργάσθαι τάδε, Soph. Ant. 294; τῷ φόβῳ παρηγόμην, O. R. 974, Schol. ἠπατώμην; vgl. Pind. P. 11, 25; σοφία δὲ κλέπτει παράγοισα μύθοις, N. 7, 23; νόον εἰς ἀναιδίην, Archil. 1; von Rednern sagt Plat. Phaedr. 252 d ὡς ἂν ὁ εἰδὼς τὸ ἀληθὲς προσπαίζων ἐν λόγοις παράγοι τοὺς ἀκούοντας; vgl. Dem. Lpt. 132 u. Wolf dazu; ταῖς παρασκευαῖς ταῖς τοῦ λόγου παραγαγεῖν, Lycurg. 32; Thuc. 2, 38; μήτε ὑπὸ τῶν τοιῶνδε πολιτῶν παράγεσθε, laßt euch nicht verleiten, 2, 64; ψεύδεσι, Plat. Rep. II, 383 b; Dem. 20, 98 u. öfter, u. Sp.; τοὺς νόμους παράγων, verdrehend, Isae. 11, 26; – wegführen, Soph. El. 844; in παράγειν ἔσω, Her. 5, 20, liegt das Heimliche. – Einführen, παράγεται εἴσω στέγας, Soph. El. 1383; εἰς τὸ μέσον, Plat. Legg. IV, 713 b; vgl. Her. 3, 129; Thuc. 5, 45; εἰς τὸν δῆμον, Lys. 13, 32; Dem. 18, 170; τὸν Χαίρωνα παρήγαγεν εἰς κρίσιν, Pol. 25, 8, 7; πρός τινα, 8, 20, 9; τοὺς ἀνθρώπους εἰς βίον παράγειν, Luc. Caucas. 11; Sp. Bes. auch von den Komikern, in einem Stück auftreten lassen, einführen, Ath. III, 117 d VI, 230 b u. öfter; τὸ ὕδωρ ὀρύγμασιν εἰς τὸ πεδίον, hinleiten, ableiten, Plut. Camill. 4; bei den Gramm. auch ableiten, ein Wort von einem andern; mit der Nebenbdtg des Falschen, Ἀμοῦν, ὃ ἡμεῖς παράγοντες Ἄμμωνα λέγομεν, Plut. de Is. et Os. 9; vgl. Plat. Crat. 398 d 400 c; – θρίαμβον, einen Triumphzug halten, App. B. C. 2, 101; – τὸν χρόνον, die Zeit hinbringen, hinziehen, Plut. Fab. Max. 5 u. öfter; τὴν πρᾶξιν, D. Sic. 18, 65, verschieben, wie Plut. Rom. 23; ähnlich παραγαγὼν ἄχρι τοῦ τόκου τὴν ἄνθρωπον, Lyc. 3. – Intrans., bes. vorbeimarschiren, Pol. 5, 18, 4 u. öfter; vgl. die oben aus Xen. angeführte Stelle; vorübergehen, N. T. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παράγω: μέλλ. -ξω, ὁδηγῶ πλησίον ἢ ἔξωθεν τόπου τινός, μετ’ αἰτ. τόπου, Ἡρόδ. 4. 158., 9. 47· πάραγε πτέρυγας, πέτου πλησίον καὶ παρέρχου, Εὐρ. Ἴων 166· - παρὰ μεταγεν. ἱστορικοῖς, π. θρίαμβον, Λατιν. triumphum ducere, Ἀππ. Μιθρ. 117, Ἐμφυλ. 2. 101· ἐπὶ προσώπου, ἐν θριάμβῳ παράγεσθαι Πλουτ. Καῖσ. 55. 2) ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, φέρω τοὺς ἄνδρας ἀπὸ τῆς πλευρᾶς εἰς τὸ μέτωπον, παρατάττω αὐτοὺς ἀπὸ στήλης εἰς γραμμήν, π. τοὺς ἐπὶ κέρως πορευομένους ... εἰς μέτωπον Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 22, πρβλ. Κύρ. 2. 3, 21, Ἀν. 4. 6, 6· τὰς τάξεις εἰς τὰ πλάγια αὐτόθι 3. 4, 14· ἔξωθεν τῶν κεράτων αὐτόθι 21· πρβλ. παραγωγὴ Ι. 2. 3) φέρω πέριξ ἢ ἐμπρός, ἀγκῶνα ἐπὶ ἢ παρὰ τὸ στῆθος, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 780. ΙΙ. ὁδηγῶ κατὰ πλαγίως τῆς ὁδοῦ, παροδηγῶ, παραπλανῶ, ἀπατῶ, Λατ. seducere, Πινδ. Π. 11. 40· π. τινα μύθοις, λόγοις ὁ αὐτ. ἐν Ν. 7. 34, Θουκ. 1. 91· π. τινὰ εἰς ἄρκυας Ἄτα Αἰσχύλ. Πέρσ. 99· π. ἀπάτῃ Θουκ. 1. 34· ψεύδεσι Πλάτ. Πολ. 383Α· π. καὶ φενακίζειν Δημ. 604. 4. - Παθ., φόβῳ παρηγόμην Σοφ. Ο. Τ. 974· νέοις παραχθεὶς Εὐρ. Ἱκέτ. 232· ἀπάτῃ π. ὑπό τινος Θουκ. 1. 34· πρβλ. παραγωγὴ ΙΙ. 1. 2) καθόλου, παροτρύνω, προτρέπω εἴς τι πρᾶγμα, ἔς τι Εὐριπ. Ι. Τ. 478· τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακοῦ τινος, Θέογν. 404, Ἀρχίλ. 64· - Παθ., παρακινοῦμαι, φέρομαι εἴς τι, πείθομαι, οἷοι θυσίαις τε καὶ εὐχωλαῖς παράγεσθαι Πλάτ. Πολ. 365Ε, πρβλ. Νόμ. 885Β, C· μετ’ ἀπαρ., παρηγμένοις μισθοῖς εἰργάσθαι τι Σοφ. Ἀντ. 294, πρβλ. Θουκ. 2. 64, Bornem. εἰς Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 5. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ὁδηγῶ κατὰ μέρος, δίδω ἄλλην διεύθυνσιν, μεταβάλλω τὴν διεύθυνσίν τινος, τὰς μοίρας Ἡρόδ. 1. 91· π. τοὺς νόμους ἐπί τι, διαστρέφω τοὺς νόμους πρός τινα σκοπόν, Πλάτ. Πολ. 550D, πρβλ. Ἰσοκρ. 87. 33· οἱ θεοὶ τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων τὴν διάνοιαν π. Λυκοῦργ. 159. 20· π. τὴν ἀλήθειαν Φιλοστρ. Ἐπιστ. 20· - Παθ., τὰ γράμματα παρῆκται, ἐκ τῆς πολυκαιρίας, Παυσ. 6. 19, 5. 4) μεταβάλλω ἐπ’ ὀλίγον, ἐπὶ μεταβολῆς γράμματος ἐν τῇ ἐτυμολογίᾳ λέξεώς τινος, Πλάτ. Κρατ. 398C, D, 400C, Πλούτ. 2. 354C· π. τι ἀπό ἢ ἔκ τινος, παρά τι, ἐτυμολογῶ, παράγω, Ἀπολλ. Δύσκ. ΙΙΙ. φέρω καὶ τοποθετῶ πλησίον ἄλλων, παρουσιάζω, εἰσάγω (πρβλ. παρὰ Β. ΙΙ. 3) ἐς μέσον Ἡρόδ. 3. 129· εἰς τὸ μέσον Πλάτ. Νόμ. 713Β· εἰς ὑμᾶς Ἀντιφῶν 125. 35· π. εἰς τὸν δῆμον, φέρω ἐνώπιον τοῦ λαοῦ, Λυσ. 132. 38, πρβλ. Θουκ. 5. 45· εἰς τὸ δικαστήριον, ἐνώπιον τῶν δικαστῶν, Δημ. 805. 14· ἐντεῦθεν, π. γραφὴν Ἀντιφῶν 118. 27· ὡσαύτως, παρουσιάζω ὡς μάρτυρα, κτλ., τὸν ἥκοντα παρήγαγον Δημ. 285. 5· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Πλάτ. Νόμ. 836C. β) φέρω ἐπὶ τῆς σκηνῆς, εἰσάγω, παρουσιάζω, Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 1. 536 οἵους οἱ κωμῳδοδιδάσκαλοι π. ἀγροίκους Ἀριστ. Ἠθικ. Ε. 3. 2, 5. 2) εἰσάγω, μετά τινος ἐννοίας μυστικότητος, ἄνδρας π. ἔσω Ἡρόδ. 5. 20. - Παθ., εἰσέρχομαι λάθρα, παρεισάγομαι, π. γὰρ ἐνέρων δολιόπους ἀρωγὸς εἴσω στέγας Σοφ. Ἠλ. 1391· ἐπὶ πραγμάτων, τὸ ὕδωρ ὀρύγμασιν καὶ τάφροις εἰς τὸ πεδίον π. Πλουτ. Κάμιλλ. 4. IV. ἐξακολουθῶ, παρατείνω, τὴν πρᾶξιν Διόδ. 18. 65 π. τὸν χρόνον, διέρχομαι, «περνῶ», Πλουτ. Ἆγις 13, κτλ.· ἴδε κατωτ. Β. ΙΙΙ· - ὡσαύτως πεθοῖ καὶ λόγῳ π. ἀνάγκην, ἀποτρέπω, Πλουτ. Φωκ. 2. V. διευθύνω, ὁδηγῶ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, ὁ αὐτ. 2. 981Α. VI. ἐξάγω, συνάγω, συμπεραίνω, ἀπὸ τῶν ἀτελεστέρων τελειότερα Ἰαμβλ. Μυστ. σ. 153 Parthey, πρβλ. Γεωπ. 9. 1, 1. - Παθ., ὁ ἀνδριὰς .. παράγεται οὐ ξύλον, ἀλλὰ ξύλινος, καλεῖται διὰ παραγώγου ὀνόματος, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 7, 12, Β. ἀμετάβ., παρέρχομαι, διαβαίνω, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 44, Πολύβ. 5. 18, 4, κτλ.· τοῖς παράγουσι χαίρειν Συλλ. Ἐπιγρ. 2129. 2) παρέρχομαι, ἐκλείπω, Α’ Ἐπιστ. π. Κορ. ζ΄, 31· οὕτως ἐν τῷ παθ., Α΄ Ἐπιστ. Ἰω. β΄, 8 καὶ 17. ΙΙ. φθάνω εἴς τινα τόπον διὰ θαλάσσης, εἰς τὴν Ρώμην Πολύβ. 23. 14, 1, πρβλ. 4. 44, 3. ΙΙΙ. βραδύνω, ἀργοπορῶ (ἴδε ἀνωτ. IV), παρῆγον ἐφ’ ἱκανὸν χρόνον Διόδ. 11. 3· ἐξέκρουε καὶ π. Πλουτ. Ρωμύλ. 23.

French (Bailly abrégé)

ao.2 παρήγαγον, etc.
I. conduire de côté :
1 terme de tactique τάξεις εἰς τὰ πλάγια XÉN faire marcher en bataille à droite et à gauche;
2 détourner, diriger dans un autre sens : π. τὸ ὕδωρ εἰς τὸ πεδίον PLUT détourner l’eau et la diriger dans la plaine;
3 conduire à côté, en mauv. part conduire hord de la droite voie, égarer ; débaucher (des troupes, des serviteurs,…) ; en gén. tromper, duper ; δάκρυα π. EUR dérober ses larmes (au regard d’autrui);
II. mener tout au long, d’où
1 amener lentement ou doucement (par la persuasion);
2 traîner en longueur ; avec un rég. de pers. faire patienter, amuser par des détails;
III. mener vers ou dans, amener : εἴσω στέγας SOPH dans sa maison ; εἰς τὸν δῆμον LYS amener parmi le peuple ; fig. amener (dans un piège, etc.) ; πρὸς τὸ βέλτιον PLUT amener à la résolution la meilleure.
Étymologie: παρά, ἄγω.

English (Slater)

παρᾰγω
   1 seduce ἢ ἑτέρῳ λέχει δαμαζομέναν ἔννυχοι πάραγον κοῖται; (sc. Κλυταιμήστραν) (P. 11.25) σοφία δὲ κλέπτει παράγοισα μύθοις (N. 7.23)

English (Strong)

from παρά and ἄγω; to lead near, i.e. (reflexively or intransitively) to go along or away: depart, pass (away, by, forth).

English (Thayer)

imperfect παρῆγον ( ); present passive 3rd person singular παράγεται; from (Archilochus (700 B.C.>), Theognis), Pindar and Herodotus down; the Sept. several times for עָבַר in Kal and Hiphil;
1. transitive, (cf. παρά, IV.));
a. to lead past, lead by.
b. to lead aside, mislead; to lead away.
c. to lead to; to lead forth, bring forward.
2. intransitive (see ἄγω, 4);
a. to pass by, go past: L marginal reading); followed by παρά with an accusative of place, L T Tr WH (by κατά with the accusative of place, θεωροῦντες παραγουσαν τήν δύναμιν, Polybius 5,18, 4).
b. to depart, go away: ἐκεῖθεν, pass by in all these passages.) Metaphorically, to pass away, disappear: 1 John 2:8,17.