φορτικός

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φορτῐκός Medium diacritics: φορτικός Low diacritics: φορτικός Capitals: ΦΟΡΤΙΚΟΣ
Transliteration A: phortikós Transliteration B: phortikos Transliteration C: fortikos Beta Code: fortiko/s

English (LSJ)

ή, όν: (φόρτος):—prop.

   A fit for carrying, πλοῖον φ. a ship of burden, D.C.56.27, v.l. in Th.6.88.    II of the nature of a burden: metaph. (cf. φόρτος 11), tiresome, wearisome, τό λέγειν . . φ. καὶ ἐπαχθές D.5.4; τοῖς συνοῦσι φ. Plu.2.456e, cf. 44a, etc.; φ. ἀκολούθων ὄχλῳ because of the crowd... Luc.Nigr.13; -ωτάτη λειτουργία most onerous, POxy.904.9 (v A. D.).    2 coarse, vulgar, common, ἄνδρες Ar.Nu.524; opp. πεπαιδευμένος, Arist.Pol. 1342a20; οἱ πολλοὶ καὶ -ώτατοι, opp. οἱ χαρίεντες, Id.EN1095b16; βωμολόχοι καὶ φ. ib.1128a5; φ. καὶ νεόπλουτος Plu.2.708c.    b of things, φ. κωμῳδία a vulgar, low comedy, Ar.V.66, cf. Pl.Phdr.236c; φ. τὸ χωρίον Ar.Lys.1218; φ. γέλως Com.Adesp.644; δίαιτα -ωτέρα καὶ ἀφιλόσοφος Pl.Phdr.256b; ἡδονὴ φ. Id.R.581d; φ. καὶ δημηγορικά base, low arguments, ad captandum vulgus, Id.Grg.482e; φ. μὲν καὶ δικανικά, ἀληθῆ δέ Id.Ap.32a; τῷ φ. προσχρῆσθαι Id.Cra. 435c; -ώτερόν τι ἐρήσομαι Id.Euthd.286e; φ. ἔπαινος Arist.EN1178b16; ἡ <πρὸς> ἅπαντα μιμουμένη [τέχνη] φορτική art that imitates with a view to any and every man is vulgar, Id.Po.1462a4; λέγω οὐ τοῦ φ. ἕνεκα I do not say it out of vulgar arrogance, Aeschin.1.41; of an inflated rhetorical style, φ. κατασκευή D.H.Lys.3; τὸ φ. τῆς λέξεως vulgarity of style, Id.Th.27; τὸ φ. καὶ στρατιωτικόν, of the speeches of Iphicrates, Id.Lys.12; τὸ φ. τῶν μέτρων Luc.JTr. 14.    3 Adv. -ικῶς coarsely, vulgarly, σκοπεῖν Pl.Tht.183e, cf. R. 367a; φ. ἐπαινεῖν ib.528e; φ. καὶ χύδην λέγειν Isoc.12.24; φ. πολιτεύεσθαι Id.7.53; φ. καὶ σοβαρῶς Plu.2.634c; -ώτερον ἢ φιλοσοφώτερον διαλέγεσθαι to discourse more like a clown than one of liberal education, Id.Sol.3.

German (Pape)

[Seite 1301] 1) eigtl. zur Last gehörig, lasttragend, πλοῖον, ein Lastschiff, Poll. 1, 83. – 2) gew. von Menschen, lästig, beschwerlich; φορτικὸς ἀκολούθων ὄχλῳ Luc. Nigr. 13, vgl. 22; der sich durch Betragen, Gebehrden, Reden unangenehm macht, durch Grobheit zur Last fällt, grob u. plump, wie ein Lastträger, zudringlich u. übh. gemein, pöbelhaft, bes. bei Sp. häufig; καὶ βωμολόχος Arist. eth. eud. 3, 7. – Auch von Sachen, gemein, eines freien und gebildeten Mannes unwürdig; κωμῳδία Ar. Vesp. 66; χωρίον Lys. 1218; τέχναι, σοφίαι, wie βάναυσοι, Plat. Theaet. 176 c; Arist. Eudem. 1, 4 nennt φορτικὰς τέχνας τὰς πρὸς δόξαν μόνον πραγματευομένας; ἵνα μὴ τὸ τῶν κωμῳδῶν φορτικὸν πρᾶγμα ἀναγκαζώμεθα ποιεῖν Plat. Phaedr. 236 c; ἐὰν διαίτῃ φορτικωτέρᾳ τε καὶ ἀφιλοσόφῳ χρήσωνται 256 b; καὶ ἐπαχθές Dem. 5, 4; – φορτικὸν καὶ ναυτικὸν ὄρχημα, ein roher, plumper Matrosentanz; – φορτικώτερον τὸ ῥηθησόμενον Dem. 24, 104; λέγω οὐ τοῦ φορτικοῦ ἕνεκα, ich sage es nicht, um lästig zu werden, oder mich übermüthig über ihn zu erheben, Aeschin. 1, 41; ἔπαινος Arist. eth. 10, 8; φορτικῶς, ungebührlich, ἐπαινεῖν Plat. Rep. VII, 528 e, u. öfter; καὶ χύδην λέγειν Isocr. 12, 24; διαλέγομαι Luc. Tim. 3; εἰ μὴ φορτικὸν εἰπεῖν Pisc. 5; Alex. 20 φορτικώτερον ἢ φιλοσοφώτερον διαλέγεσθαι περί τινος, mehr nach Art des gemeinen, rohen Haufens, als eines wissenschaftlich Gebildeten über Etwas sprechen; ἀνόητος καὶ φορτικός Plut. Alc. 3 l.

Greek (Liddell-Scott)

φορτῐκός: -ή, -όν, (φόρτος)· ― κυρίως, ἁρμόδιος πρὸς μεταφορὰν φορτίων, πλοῖον φ., φορτηγόν, Δίων Κ. 56. 27. ― Ὁ Πολυδ. Α΄. 83 μνημονεύει τὴν λέξιν ἐκ τοῦ Θουκ. (6. 88), ἔνθα νῦν φέρεται φορτηγικοῦ· πρβλ. φόρτιμος. ΙΙ. ὁ ἔχων τὰς ἰδιότητας τοῦ φορτίου, καὶ μεταφορ. (πρβλ. φόρτος ΙΙ) ἐπὶ προσώπων, ὀχληρός, ἐνοχλητικός, φ. καὶ ἐπαχθὴς Δημ. 57 ἐν τέλει· φ. τοῖς συνοῦσι Πλούτ. 2. 456Ε. πρβλ. 44Α, κλπ.· φ. ἀκολουθῶν ὄχλῳ, ὡς ἀκολουθῶν... Λουκ. Νιγρ. 13· ― ἀκολούθως, 2) ὡς το βάναυσος, ἄγροικος, χυδαῖος, κοινός, πρόστυχος, ἄνθρωπος ἀμέτοχος ἐλευθερίου ἀγωγῆς καὶ παιδείας, ἰδιώτης, ἀπαίδευτος, Ἀριστοφ. Νεφ. 524· ἀντίθετον τῷ πεδαιδευμένος, Ἀριστ. Πολιτ. 8. 7, 6· οἱ πολλοὶ καὶ φορτικώτατοι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ χαρίεντες, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 1. 5, 1· βωμολόχοι καὶ φ. αὐτόθι 4. 8, 3· φ. καὶ νεόπλουτος Πλούτ. 2. 708C πρβλ. 634Β· οὕτω, β) ἐπὶ πραγμάτων, φ. κωμῳδία, χυδαία, ταπεινὴ κωμῳδία, Ἀριστοφ. Σφ. 66, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρον 236C, Meineke Com. Gr. 1. 223· φ. τὸ χωρίον Ἀριστοφ. Λυσ. 1218· φ. γέλως Κωμικ. Ἀνώνυμ. 274· δίαιτα φ. καὶ ἀφιλόσοφος Πλάτ. Φαῖδρ. 256Β· φ. ἡδοναὶ ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 581D· φ. καὶ δημηγορικά, ἐπιχειρήματα χυδαῖα, πρὸς κατάκτησιν τῆς εὐνοίας τοῦ ὄχλου, ud captandum vulgus, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 482Ε· φ. μὲν καὶ δικανικά, ἀληθῆ δὲ ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 32Α· τὸ φ. ἐρώτημα ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 435C· φορτικώτερόν τι ἐρήσομαι ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 286Ε· φ. ἔπαινος Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 8, 7· ἡ ἅπαντα μιμουμένη [[[τέχνη]]] φορτική, ἡ τέχνη ἡ ὁποία μιμεῖται τὰ πάντα (καὶ αὐτὰ τὰ μηδαμινὰ) εἶναι χυδαία, ταπεινή, ὁ αὐτ. ἐν Ποιητ. 26, 2· λέγω οὐ τοῦ φορτικοῦ ἕνεκα, οὐχὶ ἐκ χυδαίας ἀλαζονείας, Αἰσχίν. 6. 27· ἐπὶ πομπώδους ῥητορικοῦ ὕφους, Διον. Ἁλ. περὶ Λυσ. 3· τὸ φ. τῆς λέξεως, χυδαιότης ὕφους, ὁ αὐτ. περὶ Θουκ. 27· τὸ φ. καὶ στρατιωτικόν, ἐπί τῶν δημηγοριῶν τοῦ Ἰφικράτους, ὁ αὐτ περὶ Λυσ. 12· τὸ φ. τῶν μέτρων Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 14· ― οὕτω καί, 3) ἐν τῷ ἐπιρρ. φορτικῶς, ἀγροίκως, χυδαίως, κατὰ τὸν τρόπον ἀνθρώπου ἀπαιδεύτου, Πλάτ. Θεαίτ. 183Ε, Πολ. 367Α· φ. ἐπαινεῖν αὐτόθι 528Ε· φ. καὶ χύδην λέγειν Ἰσοκρ. 238Α· φ. πολιτεύεσθαι ὁ αὐτ. 150D· φορτικώτερον ἢ φιλοσοφώτερον διαλέγομαι, ὁμιλῶ μᾶλλον ὡς ἀπαίδευτος καὶ ἄγροικος ἢ ὡς φιλόσοφος, Πλουτ. Σόλων 3.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui est à charge, fatigant, insupportable par sa grossièreté ou sa sottise ; φορτικά λέγειν PLAT dire des vulgarités;
Cp. φορτικώτερος.
Étymologie: φόρτος.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φορτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ φόρτος
ενοχλητικός, βαρετός (α. «μέ παρακαλούσε με τρόπο φορτικό» β. «φορτικῷ ἀκολουθῶν ὄχλῳ», Λουκιαν.
γ. «τὸ κουμβαλεῑν γὰρ τὸν πηλὸν ὡς φορτικὸν ἡγοῦμαι», Πρόδρ.)
μσν.
δυσνόητος, δύσκολος
μσν.-αρχ.
(για νόμους ή αποφάσεις) αυστηρός, σκληρός
αρχ.
1. χυδαίος, ανάγωγος (α. «βωμολόχοι καὶ φορτικοί», Αριστοτ.
β. «δίαιτα φορτικὴ καὶ ἀφιλόσοφος», Πλάτ.)
2. (για ρητ. ύφος) πομπώδης και ανούσιος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φορτικόν
η φορτικότητα, το να είναι κάτι πομπώδες και ανούσιο.
επίρρ...
φορτικώς / φορτικῶς, ΝΜΑ, και φορτικά Ν
με τρόπο φορτικό, με τρόπο που ενοχλεί ή που δίνει την εντύπωση του βαρετού
αρχ.
με μη εκλεπτυσμένο και με χυδαίο τρόπο.