δόμα
English (LSJ)
(A), ατος, τό, (δίδωμι)
A gift, Pl.Def.415b, LXX Ge.25.6 (pl.), Plu.2.182e. 2 payment, PPetr.2p.11 (iii B. C.).
δόμα (B), ατος, τό,
A = δῶμα, Max.448, = τειχίον, Hsch.
German (Pape)
[Seite 655] τό, das Gegebene, Geschenk, Plat. defin. 415 b; Plut.; N. T.
Greek (Liddell-Scott)
δόμα: τό, (δίδωμι) δῶρον, Ὅρ. Πλάτ. 415Β, Ἑβδ. κλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
don.
Étymologie: δίδωμι.
Spanish (DGE)
-ματος, τό muro Hsch.
-ματος, τό
I 1don a los dioses, ofrenda θεῷ δόμα θύματος como def. de θυσία Pl.Def.415b, μιανῶ αὐτοὺς ἐν τοῖς δόμασι αὐτῶν LXX Ez.20.26.
2 dádiva, entrega como pago o paga a cambio de algo δ. μηνῶν δύο Ἀριστοδήμῳ καὶ τοῖς ... στρατιώταις Robert, Collection Froehner 52.9 (Teangela IV a.C.), δ. ἀναπόδοτον PCair.Zen.825.3, 22 (III a.C.), τὸ γὰρ προδοθὲν αὐτοῖς δόμα PPetr.2.4.8 (III a.C.) en BL 2(2).107, ἀποπλήρωσιν τῶν ... δημοσίων καὶ ἑτέρων δομάτων PLond.1660.21 (VI d.C.).
3 donación, regalo voluntario τοῖς υἱοῖς ... ἔδωκεν Ἀβρααμ δόματα LXX Ge.25.6, cf. Ex.28.38, 1Re.18.25, Eu.Matt.7.11, οὐ βασιλικὸν ... τὸ δ. ref. a una dracma, Plu.2.182e, como obra de beneficencia τροφῆς δεομένῳ μεταδιδόντος ... δ. μέν τι βραχύ, προθυμία δὲ μεγάλη παρὰ θεῷ Sext.Sent.379, cf. Const.App.3.4.2.
4 don, bien poseído ἐκ τῶν αὑτοῦ δομάτων a sus propias expensas, SEG 42.916 (Ostia II/III d.C.), ἐκ τῶν τοῦ Θεοῦ δομάτων τὸ ... διάστυλον ἐποίησεν IAphrodisias 2.10 (IV d.C.), cf. IKeramos 64 (biz.)
•por voluntad divina, esp. jud.-crist. don espiritual θεοῦ γάρ ἐστι δ. (ἡ δόξα) Aristeas 224, δῶρα δομάτων διαφέρει Ph.1.126, «δόμα» λέγων καὶ «δώσεις», ἀλλ' οὐκ «ἀπόδομα» οὐδ' «ἀποδώσεις» diciendo «don» y «donarás», y no «pago» y «pagarás» Ph.2.172, τὸ ἀγαθὸν τοῦ θεοῦ δ. Gr.Nyss.Hom.in Eccl.301.20, cf. Origenes Comm.in Mt.14.25, Mac.Aeg.Serm.B 31.1.2, concedido a los obispos Const.App.2.24.7.
II precepto δόμα (quizá por δόγμα) συντομώτατον Gr.Naz.M.37.1032.
English (Strong)
from the base of δίδωμι; a present: gift.
English (Thayer)
δόματος, τό (δίδωμι), a gift: Plato, def., p. 415b.; Plutarch; often in the Sept., chiefly for מַתָּנָה) Cf. Fritzsche on Matthew , p. 291 f (who quotes Varro de ling. Latin 1. i., p. 48, Bip. edition " dos erit pecunia si nuptiarum causa data: haec Graece δωτίνη, ita enim hoc Siculi: ab eodem Donum. Nam Graece ut ipsi δῶρον, ut alii δόμα, et ut Attici δόσις."). [ SYNONYMS: δόμα, δόσις, δῶρον, δωρεά: δόσις active, a giving; passive, a thing given, cf. medical dose; δῶρον specific present, yet not always gratuitous or wholly unsuggestive of recompense; but δωρεά differs from δῶρον in denoting a gift which is also a gratuity, hence, of the benefactions of a sovereign; a δόσις Θεοῦ is what God confers as possessor of all things; a δωρεά Θεοῦ is an expression of his favor; a δῶρον Θεοῦ is something which becomes the recipient's abiding possession. Philo de cherub. § 25, says: πάνυ ἐκδηλως παριστας (ὅτι τῶν ὄντων τά μέν χάριτος μέσης ἠξίωται, ἤ καλεῖται δόσις, τά δέ ἀμεινονος, ἧς ὄνομα οἰκεῖον δωρεά. Again, de leg. alleg. iii. § 70 (on the same Biblical passage), διατηρήσεις ὅτι δῶρα δομάτων διαφερουσι. Τά μέν γάρ ἐμφασιν μεγέθους τελείων ἀγαθῶν δηλουσιν ... τά δέ εἰς βραχυτατον ἐσταλται κτλ.. Hence, δόμα, δοσος, gift; δωρεά, δῶρον, benefaction, bounty, etc.; yet cf. e. g. Test xii. Patr. test. Zab. § 1ἐγώ εἰμί Ζαβουλών, δόσις ἀγαθή τοῖς γονεῦσι μου, with δεδώρηται ὁ Θεός μοι δῶρον καλόν ... καί ἐκάλεσε τό ὄνομα αὐτοῦ Ζαβουλών. Cf. Schmidt, chapter 106.]
Greek Monolingual
το (AM δόμα, Μ και δόσμα[ν])
δώρο, δωρεά
μσν.
1. προσφορά, αφιέρωμα
2. χτύπημα
αρχ.
πληρωμή.