λεκάνη
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, (λέκος) dish, pot, pan, Ar.Nu.907, V.600, al., PGrenf.1.14 (ii B.C.), etc.; basin, IG42(1).122.57 (Epid., iv B.C.); hod, Ar.Av.840, 1143, IG22.1672.184; cf. λακάνη:—Dim. λεκανίδιον, τό, Poll.10.84, Eust.1402.16:
German (Pape)
[Seite 27] ἡ, dor. λακάνη (vgl. λέκος), Schüssel, Becken, Wanne, Ar. Av. 1142 Nubb. 906; vgl. Ath. V, 197 b XI, 458 c u. Sp., wie Pol. 22, 11, 10.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
bassin, baquet.
Étymologie: λέκος.
Greek (Liddell-Scott)
λεκάνη: [ᾰ], ἡ, (λέκος) πινάκιον, ἀγγεῖον, λεκάνη, «λεγένι», Ἀριστοφ. Νεφ. 907, Σφ. 600, κ. ἀλλ.· ἐν Ὄρν. 840, σημαίνει σκαφίδιον τῶν κτιστῶν, «πηλοφόρι», πρβλ. 1143· - λακάνη ἐν τῇ κοινῇ διαλέκτῳ, «τὸ μὲν κοινὸν λακάνη... τὸ δὲ Ἀττικὸν λεκάνη» Σουΐδ. - Ἐντεῦθεν τὰ ὑποκορ. λεκᾰνίς, ἡ, Πλούτ. 2. 828Α, Λουκ. Ἔρωτες 39· λεκάνιον, τό, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1110, Πολύζ. ἐν «Δημοτυνδάρῳ» 4, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 4· λεκανίσκη, ἡ, Ἀριστοφ. Ἀποσπάσ. 637, Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτύοσι» 1. 11· λεκᾰνίδιον, τό, Πολυδ. Ι΄, 84, Εὐστ. 1402. 16. - Ἐν Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν (Ἐφημ. Ἀρχ. β΄ περ. 438) εὕρηται λεκάνου ψυκτήρ.
Spanish
Greek Monolingual
η (AM λεκάνη)
βαθύ και πλατύστομο δοχείο, κυκλικού συνήθως σχήματος, που χρησιμοποιείται για πλύσιμο τών χεριών ή τών ποδιών ή για διάφορες ανάγκες του σπιτιού
νεοελλ.
1. λαξευτή πέτρα σε σχήμα σκάφης κάτω από βρύση ή κοντά σε βρύση ή πηγάδι, που χρησιμοποιείται για το πότισμα ζώων, γούρνα
2. λαξευτό μάρμαρο ή σκάφη σε ελαιοτριβείο, όπου ρέει το λάδι
3. δοχείο πήλινο ή πορσελάνινο που τοποθετείται στα αποχωρητήρια για τις φυσικές ανάγκες του ανθρώπου
4. λεκανοπέδιο
5. κλειστή, τελείως ή εν μέρει, θάλασσα (α. «η λεκάνη της Κασπίας» β. «η λεκάνη της Μεσογείου»)
6. ανατ. σύνολο τεσσάρων οστών, δηλ. τών δύο ανώνυμων, του ιερού και του κόκκυγα, που σχηματίζουν κοιλότητα στο κατώτερο τμήμα του κορμού, στον οποίο χρησιμεύουν ως βάση, προσφέροντας επίσης στήριγμα στα κάτω άκρα, αλλ. πύελος
7. (μεταλργ.) βασικό τμήμα μεταλλουργικών καμίνων, το οποίο έχει σχήμα κόλουρου κώνου με τη μεγάλη βάση προς τα κάτω, αλλ. φάρυγγας
8. το κύριο σώμα της ναυπηγικής δεξαμενής και ειδικότερα το κατώτερο τμήμα της πλωτής δεξαμενής
9. ωκεαν. θαλάσσια περιοχή η οποία χαρακτηρίζεται από μια ιδιαίτερη δραστηριότητα μετασχηματισμού τών υδάτινων μαζών (α. «λεκάνη αραίωσης» β. «λεκάνη συγκέντρωσης»)
10. φρ. «λεκάνη απορροής»
γεωλ. περιοχή της οποίας τα επιφανειακά ύδατα αποστραγγίζονται σε ένα ποτάμιο σύστημα και η οποία ορίζεται από υδροκριτικές γραμμές, αλλ. λεκάνη αποστράγγισης
(αρχ) μικρή σκάφη τών κτιστών, πηλοφόρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. λεκάνη εμφανίζει επίθημα -άνη (πρβλ. οὐράνη, σκαπάνη). Μαρτυρείται και παρλλ. τ. λέκος (τὸ), πρβλ. ἕρκος: ἑρκάνη, στέφος: στεφάνη. Συνδέονται με λατ. lanx και έχει επιχειρηθεί αναγωγή τους σε ΙΕ ρίζα (e)leq- «κάμπτω», στην οποία ανάγονται πιθ. και οι τ. λοξός και λέχριος. Κατ' άλλη άποψη, η λατ. λ. είναι δάνεια.
ΠΑΡ. λεκανίς
αρχ.
λεκανίδιον, λεκάνιον, λεκανίσκη, λέκανος, λεκάριον
νεοελλ.
λεκάνειος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λεκανοειδής, λεκανομαντ(ε)ία, λεκανομάντης (-όμαντις), λεκανοσκοπία
αρχ.
λεκανόπωλις
μσν.
λεκανοπέτρινον, λεκανόπουλον νεοελλ. λεκανοπέδιο.
Greek Monotonic
λεκάνη: [ᾰ], ἡ, = λέκος, σε Αριστοφ.· πηλοφόρι, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
λεκάνη: (ᾰ) ἡ таз, лохань Arph., Plut.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: basin, dish (Ar., inscr., pap.)
Other forms: hell. λακάνη (with regressive assimilation, -ίσκη H.)
Derivatives: λεκάν-ιον (Ar.), -ίδιον (Poll., Eust.), -ίς f. (Ar., Plu., Luc.), -ίσκη f. (com.). Also λέκος n. id. (Hippon.) with λεκάριον (hell.), λεκίς f. (Epich.), -ίσκος m. (Hp.) id.; -ίσκιον as measure (Hp.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: With λεκάνη cf. πατάνη, οὑράνη a. other names of utensils in -άνη, -ανον in Chantraine Form. 197ff., Schwyzer 489f.; beside it λέκος as ἄγγος; λέκος: λεκάνη like στέφος: στεφάνη, ἕρκος: ἑρκάνη (late; s. on ἕρκος). - Connections outside Greek are uncertain; usually λέκος, λεκάνη together with Lat. lanx dish are as *lowering, bending inward' derived from a great group of words from bend, bow (IE (*el-ek-), with also λοξός and λέχριος (s. vv.); s. WP. 1, 157f., Pok. 308, W.-Hofmann s. lanx; this is certainly wong, as the word is Pre-Greek; thus Ernout-Meillet s. lanx. - From λεκάνη Arab. leken, Osm. lejen > NGr. τὸ λεγένι bowl, dish, ORuss. legin kind of vase; Maidhof Glotta 10,13, Vasmer Wb. s. v. (cf. also on lochánь).
Middle Liddell
λεκᾰ́νη, ἡ, = λέκος, Ar.]
a hod, Ar.
Frisk Etymology German
λεκάνη: {lekánē}
Forms: hell. λακάνη (mit regressiver Assimilation, -ίσκη H.)
Grammar: f.
Meaning: Mulde, Schüssel (Ar., Inschr., Pap.)
Derivative: mit λεκάνιον (Ar. u. a.), -ίδιον (Poll.,Eust.), -ίς f. (Ar., Plu., Luk.), -ίσκη f. (Kom.). —Daneben λέκος n. ib. (Hippon. u. a.) mit λεκάριον (hell. u. sp.), λεκίς f. (Epich. u. a.), -ίσκος m. (Hp.) ib.; -ίσκιον als Maßbenennung (Hp.).
Etymology: Zu λεκάνη vgl. πατάνη, οὐράνη u. andere Gerätenamen auf -άνη, -ανον bei Chantraine Form. 197ff., Schwyzer 489f.; daneben λέκος wie ἄγγος; λέκος: λεκάνη wie στέφος: στεφάνη, ἕρκος: ἑρκάνη (spät; s. zu ἕρκος). — Auswärtige Beziehungen sind unsicher; gewöhnlich werden λέκος, λεκάνη mitsamt lat. lanx Schüssel, Schale als *Vertiefung, Einbiegung’ zu einer großen Gruppe Wörter für biegen (idg. (e)leq-) gestellt, wozu u.a. auch λοξός und λέχριος (s. dd.) gehören sollen; s. WP. 1, 157f., Pok. 308, W.-Hofmann s. lanx. Für mittelmeerländischen Ursprung Ernout-Meillet s. lanx. — Aus λεκάνη arab. leken, osm. lejen > ngr. τὸ λεγένι Becken, Schale, aruss. legin Art Gefäß; Maidhof Glotta 10,13, Vasmer Wb. s. v. (vgl. auch zu lochánь).
Page 2,103