αὐχέω
English (LSJ)
chiefly pres. and impf. ηὔχουν, fut. A αὐχήσω E.Fr.857, Luc. DMort.22.2, AP7.373 (Thall.): aor. ηὔχησα ib.6.283, 15.4, Apollod. 2.4.3: (αὔχη):—boast, plume oneself, ἐπί τινι on a thing, Batr.57, AP6.283; τινί E.IA412: with neut. Adj., τοσοῦτον αὐχεῖν Hdt.7.103; μέγ' αὐ. E.Heracl.353 (lyr.); μηδὲν τόδ' αὔχει Id.Andr.463; μεγάλα Ep.Jac.3.5: c. acc. objecti, to boast of, ἀστέρας AP7.373 (Thall.). II c. acc. et inf., boast or declare loudly that... αὐχέοντες κάλλιστα τιθέναι ἀγῶνα Hdt.2.160; ἀπεῶσθαι Th.2.39; σώσειν (σῶσαι codd.) E.Andr.311, cf. Ba.310: c. acc. only, αὐχῶ Σεβήραν boast (that I hold her), IG14.2001, cf. 3.172. 2 c. inf. fut., say confidently, to be proudly confident that, αὐχῶ γὰρ αὐχῶ τήνδε δωρεὰν ἐμοὶ δώσειν Δί' A.Pr.340, cf. 688 (lyr.), Pers.741, Cratin. I with a neg., οὐ γάρ ποτ' ηὔχουν… μεθέξειν I never thought that... A.Ag.506, cf. Eu.561 (lyr.), E.Heracl.931. III Med., αὐχήσασθαι· καυχήσασθαι, Hsch.— Never in S. (ἐπαυχέω, ἐξαυχέω, El.65, Ant.390); rare in Com. and Prose.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. εὐχέω IG 12(3).868.5, 7 (Tera, rom.)
• Morfología: [sólo en v. act. excep. αὐχήσασθαι Hsch.]
1 jactarse de, ufanarse de c. inf. no de fut. αὐχεῖς εἶναι τόδε τοὖργον ἐμόν A.A.1497, κάλλιστα τιθέναι ... ἀγῶνα Hdt.2.160, ἀπεῶσθαι Th.2.39, σὴν σφάζειν θυγατέρα E.Fr.857, μὴ τὸ κράτος αὔχει δύναμιν ἀνθρώποις ἔχειν E.Ba.310, cf. Apollod.2.4.3, I.AI 7.301, Luc.DMort.2.2, IG 12(3).868.5 (Tera, rom.), c. part. pred. αὐχῶ ... Σεβήραν ... ἔχων me jacto de tener a Severa, IUrb.Rom.1328.3 (III d.C.), c. ac. πότε τοίους ἀστέρας αὐχήσεις cuándo te jactarás de astros similares, AP 7.373 (Thallus), τὸν οὐρανομάκεα τύμβον AP 15.4, μητέρα ... τὴν γῆν Fauorin.Fort.12, αὐχεῖ τὸ γένος ὁ συγγραφεύς Marcellin.Vit.Thuc.3, οὗτος ... αὐχεῖ πόλιν IG 22.4841.5 (IV d.C.), ὄνομ' εὐχῶ IG 12(3).868.7 (Tera, rom.), c. ac. int. o adverb. αὐχέετε τοσοῦτον Hdt.7.103, εἰ σὺ μέγ' αὐχεῖς E.Heracl.353, μηδὲν τόδ' αὔχει E.Andr.463, ἡ γλῶσσα ... μεγάλα αὐχεῖ Ep.Iac.3.5, c. dat. instrum. σκήπτρῳ νῦν αὔχει E.IA 412, αὐχοῦντες βασιλεῦσι Μακεδόνες Ἀργεάδῃσιν Orác. en Paus.7.8.9, c. giros prep. αὐχεῖς ἐπὶ γαστέρι Batr.51, αὐχήσασα πολυχρύσοις ἐπ' ἐρασταῖς AP 6.283, cf. Fauorin.Fort.18, abs. οὐκ αὐχῶ no estoy tan confiado E.Alc.95, cf. en v. med., Hsch.
2 c. inf. de fut. estar seguro o convencido de, atreverse a esperar τάδ' ηὔχουν ἐκτελευτήσειν θεούς A.Pers.741, οὔποτ' ηὔχουν ξένους μολεῖσθαι λόγους A.Pr.688, τίς ηὔχει τήνδ' ... φυγὴν κέλσειν A.Supp.330, αὐχῶ τήνδε δωρειὰν ἐμοὶ δώσειν Δί' A.Pr.338, οὐ γάρ ποτ' ηὔχουν ... μεθέξειν A.A.506, αὐχεῖ<ν> ... ἄστυ πορθήσειν A.Fr.99.19, σε ... ηὔχεις θεᾶς βρέτας σῴσειν τόδε pues estabas segura de que a ti te salvaría esta imagen de la diosa E.Andr.311, οὐ γάρ ποτ' ηὔχει ... ἵξεσθαι E.Heracl.931, ηὔχουν ... συνδιατρίψειν Cratin.1, abs. τὸν οὔποτ' αὐχοῦντ' ἰδὼν ἀμηχάνοις δύαις viendo en imposibles calamidades al que jamás lo hubiera esperado A.Eu.561.
• Etimología: Etim. dud. Se ha puesto en rel. c. εὔχομαι prob. de *eughu̯ o *H2eughu̯ c. dos posibilidades: grado ø *°u̯gh c. disim. de donde *eugh- en εὔχομαι, o bien grado pleno *H2eughu̯- > *H2eugh- > αὐχ- en αὐχέω. La laringal podría estar confirmada por el doblete αὔχη· καύχη Hsch., donde la κ sería resultado de la laringal inicial en sandhi.
German (Pape)
[Seite 405] sich rühmen, absol., Eur. Alc. 95; ἐπί τινι Batrach. 57; τινί Eur. I. A. 412; Hel. 1384; τί Aristid., wie μηδὲν τόδ' αὔχει, frohlocke darüber nicht, Eur. Andr. 464; sogar τοίους ἀστέρας αὐχήσεις Thall. 5 (VII, 373); mit folgdm inf., Her. 2, 160; praes., Thuc. 2, 39; Sp. Bei Aesch. u. Eur. (Soph. hat das Wort gar nicht) = sagen, meinen, mit folgdm acc. c. inf., z. B. πόσον τιν' αὐχεῖσπάταγον ἀσπίδων βρέμειν Heraclid. 832; vgl. Cratin. bei Plut. Cim. 10 ηὔχουν αἰῶνα πάντα συνδιατρίψειν.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ηὔχουν, f. αὐχήσω, ao. réc. ηὔχησα, pf. inus.
1 se glorifier, se vanter : ἐπί τινι, τινι de qch ; τοσοῦτον αὐχεῖν HDT se glorifier à ce point ; avec un inf., se vanter de;
2 avec un inf. fut., dire ou penser orgueilleusement, avoir la présomption de croire ou de dire que.
Étymologie: DELG peu clair.
Russian (Dvoretsky)
αὐχέω:
1) хвалиться, хвастаться (ἐπί τινι Batr., Anth. и τινι Eur.: τοσοῦτον Her.; τι Anth.): αὐχοῦσιν νικηθέντες ὑφ᾽ ἁπάντων ἡσσῆσθαι Thuc. будучи побеждены, они хвалятся, что уступили (лишь) соединенным силам всех (противников);
2) гордо утверждать, иметь смелость говорить или надеяться: διὰ μακροῦ χρόνου τάδ᾽ ηὔχουν ἐκτελευτήσειν θεούς Aesch. я надеялся, что боги нескоро исполнят это; οὐκ ηὔχει χεῖρας ἵξεσθαι σέθεν Eur. он не ожидал, что попадется в твои руки.
Greek (Liddell-Scott)
αὐχέω: μόνον κατ’ ἐνεστῶτα καὶ παρατ. ηὔχουν, πλὴν ὅτι ὁ μέλλ. αὔχήσω ἀπαντᾷ παρὰ Λουκ. ἐν Νεκρ. Διαλ. 22. 2, ἀόρ. ηὔχησα ἐν Ἀνθ. Π. 15. 4, Ἀπολλόδ. 2. 4, 3, καὶ ἐν συνθέσ. μετὰ τῶν προθ. ἐξ-, ἐπ-, κατ- Ι. (αὔχη). Ὡς τὸ καυχάομαι, κομπάζω, ἀλαζονεύομαι, ὑπερηφανεύομαι, ἐπί τινι Βατραχομ. 57, Ἀνθ. Π. 6. 283· τινὶ Εὐρ. Ι. Α. 412· μετ’ οὐδ. ἐπιθ., τοσοῦτον αὐχεῖν Ἡρόδ. 7. 103· μέγ’ αὐχεῖν Εὐρ. Ἡρακλ. 353· μηδὲν τόδ’ αὔχει ὁ αὐτ. Ἀνδ. 463· μετ’ αἰτιατ. ἀντικ., ἀστέρας Ἀνθ. Π. 7. 373. ΙΙ. μετ’ αἰτ. ἀκολουθουμένης ὑπὸ ἀπαρ. ἀορ. ἤ ἐνεστ., καυχῶμαι ἢ μεγαλοφώνως διακηρύττω ὅτι…, αὐχέοντες κάλλιστα τιθέναι ἀγῶνα Ἡρόδ. 2. 160, πρβλ. Θουκ. 2. 39, Εὐρ. Ἀνδρ. 311, Βάκχ. 310· ἀλλ’ ἡ ἀπαρέμφ. ἐνίοτε παραλείπεται, αὐχῶ Σεβήραν, καυχῶμαι (ὅτι κατέχω αὐτήν), Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 567. 3, πρβλ. 822. 5., 932. 7: ― Μέσ., ηὐχούμην… ἐκ βασιλήων, ἐκαυχώμην (ὅτι κατάγομαι) ἐκ βασιλικοῦ γένους, αὐτόθι 192. 1. 2) μετ’ ἀπαρεμφ. μέλλ., λέγω μετὰ πεποιθήσεως ὅτι, καυχῶμαι ὅτι θά, αὐχῶ γὰρ τήνδε δωρεὰν ἐμοὶ δώσειν Δί’ Αἰσχύλ. Πρ. 338, πρβλ. 689, Πέρσ. 741, Κρατῖνος ἐν «Ἀρχιλόχοις» 1· μετ’ ἀρνήσεως, οὐ γὰρ ποτ’ ηὔχουν… μεθέξειν, οὐδέποτε ἐπίστευον ὅτι…, Αἰσχύλ. Ἀγ. 506, πρβλ. Εὐμ. 561, Εὐρ. Ἡρακλ. 931. ― Οὐδαμοῦ παρὰ Σοφ., εἰ καὶ ὑπάρχει τὸ ἐπαυχῶ, Ἠλ. 65· σπάνιον παρὰ κωμ. καὶ πεζολόγοις.
English (Thayer)
(αὐχέω) (in present and imperfect from Aeschylus and Herodotus down, but rare in prose); properly, to lift up the neck, hence, to boast: μεγάλα αὐχεῖ, L T Tr WH for R G μεγάλαυχεῖ which see
Greek Monotonic
αὐχέω: μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ηὔχησα· (αὔχη)·
I. όπως καυχάομαι· καυχιέμαι, καμαρώνω για τον εαυτό μου, σε Ηρόδ., Ευρ.· τινί ή ἐπί τινι, για ένα πράγμα, στον ίδ., Ανθ.
II. με αιτ. και απαρ., καυχησιολογώ ή δηλώνω δυνατά ότι, διαμαρτύρομαι, σε Ηρόδ., Θουκ., Ευρ.· με απαρ. μόνο, σε Αισχύλ.· οὐ γάρ ποτ' ηὔχουν μεθέξειν, δεν σκέφτηκα ποτέ ότι..., στον ίδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: boast (Hdt.).
Compounds: κενεαυχής = idle boasting (Il.)
Derivatives: αὔχη boasting, pride (Pi.; αὑχάν καύχησιν H.; wrong Güntert Reimwortbildungen 153f.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. Not from εὔχομαι with Chantr. Adontz, Mél. Boisacq 1, 10 derives the word from αὐχήν, as keep ones neck proudly. Fur. 391 considers non-IE origin, with καυχάομαι. (Elicegui, Emer. 37 (1969) 194 also connects καυχ-, assuming a laryngeal, which seems impossible: a laryngeal does not give k-.) Rather from a Pre-Gr. uvular, Beekes Pre-Gr.
Middle Liddell
αὔχη
I. like καυχάομαι, to boast, plume oneself, Hdt., Eur.; τινι or ἐπί τινι on a thing, Eur., Anth.
II. c. acc. et inf. to boast or declare loudly that, protest that, Hdt., Thuc., Eur.:—c. inf. only, Aesch.; οὐ γάρ ποτ' ηὔχουν μεθέξειν I never thought that…, Aesch.
Frisk Etymology German
αὐχέω: {aukhéō}
Grammar: v.
Meaning: sich rühmen, prahlen (Hdt., A. usw., vorw. poet.).
Composita: — Zusammensetzung (mit verbalem Hinterglied) κενεαυχής eitel prahlend (Il. usw.).
Derivative: Verbalnomina: αὔχημα Prahlerei, Zierde (Pi., S., Th. usw.) mit αὐχηματίας Prahler (Sch., Eust.) und αὐχηματικός (Eust.); αὔχησις ib. (Th., Aq.); retrograde Bildungen 1. αὔχη ib. (Pi.; αὐχάν· καύχησιν H.; verfehlt Güntert Reimwortbildungen 153f.) mit αὐχήεις (Opp., AP), falls nicht vielmehr direkt von αὐχέω; 2. αὖχος ib. (Sch.). Andere Ableitungen: αὐχαλέος ruhmredig, stolz (Xenoph., H., vgl. besonders θαρσαλέος zu θάρσος, θαρσεῖν), αὐχητής m. (Poll.), αὐχητικός (Sch.).
Etymology: Unerklärt. εὔχομαι, εὐχή lassen sich lautlich damit nicht verknüpfen.
Page 1,192
Chinese
原文音譯:megalaucšw 姆瓜而-凹黑哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:大-自誇 相當於: (גָּבַהּ)
字義溯源:說大話,大話,誇口,自傲,自大;由(μέγας)*=大)與(αὐτόχειρ)X*=自誇)組成;而 (αὐτόχειρ)X類似(αὐξάνω / αὔξω / ξαίνω)=生長*),及(καυχάομαι)=誇耀)。註:欽定本用 (μέγας)不用 (αὐχέω / μεγαλαυχέω)
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 大話(1) 雅3:5
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=ὑπερηφανεύομαι). Ἀπό τό αὔχη καί αὐχή (=ὑπερηφάνεια).
Παράγωγα: αὔχημα, αὐχηματίας, αὔχησις, αὐχητής, αὐχήεις (=ὑπεροπτικός).