καχεξία

From LSJ
Revision as of 18:38, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰχεξία Medium diacritics: καχεξία Low diacritics: καχεξία Capitals: ΚΑΧΕΞΙΑ
Transliteration A: kachexía Transliteration B: kachexia Transliteration C: kacheksia Beta Code: kaxeci/a

English (LSJ)

ἡ,
A bad habit of body, opp. εὐεξία, Hp.Aph.3.31 (pl.), Pl.Grg.450a, Arist.EN1129a20, PSI6.632.8 (iii B.C.); distinguished from κακοχυμία, Gal. 10.263.
2 of the mind, bad disposition, disaffection, Diph.24, Nicol.Com.1.12, Plb.5.87.3, Hierocl.in CA7p.430M.: play on both meanings in Str.14.5.14.
3 in Lit. Crit., bad style, καχεξία τῆς ἑρμηνείας Phld.Rh.1.188 S., al.: pl., ib.189 S.

German (Pape)

[Seite 1409] ἡ, schlechter Zustand, bes. schlechte Beschaffenheit des Leibes u. der Gesundheit; σωμάτων, Gegensatz εὐεξία, Plat. Gorg. 450 a; Arist. part. anim. 3, 5; Sp., bes. Medic. – Übertr., üble Gesinnung, schlechte Denkart, Diphil. bei Ath. VI, 254 f; καὶ ῥᾳθυμία Pol. 5, 87, 3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mauvaise constitution physique.
Étymologie: κακός, ἔχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καχεξία -ας, ἡ, Ion. κακεξίη [κακός, ἔχω] slechte conditie.

Russian (Dvoretsky)

καχεξία:
1) плохое состояние, болезненность (τῶν σωμάτων Plat.; κ. νόσῳ ἀκολουθεῖ Arst.);
2) дурное настроение Polyb.

Greek Monolingual

η (ΑΜ καχεξία)
ιατρ. βαριά διαταραχή και εξασθένηση όλων τών λειτουργιών της θρέψης
αρχ.
1. μτφ. (για την ψυχή) κακή διάθεση, δυσαρέσκεια
2. (ως φιλολογικός όρος)
το κακό ύφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καχέκτης. Η λ. ως επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cachexia < υστερολατ. cachexia < καχεξία < καχό- (πρβλ. κακ-ο-) + -ἑξία < -έκτης < ἔχω, πρβλ. μέλλ. ἕξω)].

Greek Monotonic

κᾰχεξία: ἡ (ἕξις), κακή κατάσταση σώματος, αντίθ. προς το εὐεξία, σε Πλάτ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰχεξία: ἡ, (ἕξις), κακὴ κατάστασις τοῦ σώματος, ἀντίθ. τῷ εὐεξία, Ἱππ. Ἀφ. 1248, Πλάτ. Γοργ. 450Α, Ἀριστ., κτλ. 2) ἐπὶ τῆς ψυχῆς, κακὴ διάθεσις, κακὴ κατάστασις, Δίφιλ. ἐν «Γαμ.» 1, Νικόλ. ἐν Ἀδήλ. 1. 12, Πολύβ. 5. 87, 3.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: bad condition of body or mind (IA.)
Derivatives: backformation καχέκτης m. in bad condition, ill, ill-disposed, from where καχεκτικός, -τέω, -τεύομαι (hell.), also καχεξής (Phld. Rh. 1, 36 S.; uncertain).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Compound of κακῶς ἔχειν; opposite εὑεξία with -έκτης etc.

Middle Liddell

κᾰχ-εξία, ἡ, ἕξις
a bad habit of body, opp. to εὐεξία, Plat., etc.

Frisk Etymology German

καχεξία: {kakheksía}
Grammar: f.
Meaning: ‘schlechter Zustand des Körpers od. der Seele, Unwohlsein’ (ion. att.)
Derivative: mit der Rückbildung καχέκτης m. in schlechtem Zustand befindlich, krank, übelgesinnt, wovon καχεκτικός, -τέω, -τεύομαι (hell. u. spät), auch καχεξής (Phld. Rh. 1, 36 S.; nicht sicher).
Etymology: Zusammenbildung aus κακῶς ἔχειν; Gegensatz εὐεξία mit -έκτης usw. von εὖ ἔχειν.
Page 1,804

English (Woodhouse)

bad condition, bad state

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)