τρυφή

From LSJ
Revision as of 16:32, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῠφή Medium diacritics: τρυφή Low diacritics: τρυφή Capitals: ΤΡΥΦΗ
Transliteration A: tryphḗ Transliteration B: tryphē Transliteration C: tryfi Beta Code: trufh/

English (LSJ)

ἡ, (θρύπτω) A softness, delicacy, daintiness, E.Fr.892.4, Pl.Lg.900e, etc.; στολίδος κροκόεσσαν . . τρυφάν (sic leg. pro στολίδα . . τρυφᾶς) E.Ph.1491 (lyr.): pl., luxuries, daintinesses, τ. Τρωϊκαί Id.Or.1113; τρυφὰς τοιάσδε [τρυφᾶν] Id.Ba.970; αἱ ἄγαν τ. Id.Fr.54.2; εἰς πλούτους ἀποβλέψαι καὶ τ. Pl.Alc.1.122c, cf. Lg.637e. II luxuriousness, wantonness, τῶν γυναικῶν ἡ τ. Ar.Lys.387; τ. καὶ ἀκολασία, τ. καὶ μαλθακία, Pl.Grg.492c, R.590b; ἡ ἐν ἡμέρᾳ τ. 2 Ep.Pet.2.13; ὑπερτεταμένη τ. Sor.2.54: personified, Τρυφῆς πρόσωπον Ar.Ec.973 (lyr.), cf. Alex.230.3. III daintiness, fastidiousness, ὑπὸ τρυφῆς Ar.Pl.818; ὕβρις ταῦτ' ἐστὶ καὶ πολλὴ τ. Id.Ra.21, cf. Pl. Grg.525a, Arist.Pol.1295b17.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 mollesse, délicatesse, vie molle et sensuelle ; commodité, bien-être (d'une habitation);
2 dédain, humeur dédaigneuse ou hautaine, orgueil.
Étymologie: θρύπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρυφή -ῆς, ἡ, Dor. τρυφᾱ́ [θρύπτω] weelde, verwendheid, luxe leventje:. τρυφαὶ Τρωϊκαί Trojaanse luxe Eur. Or. 1113; τρυφὴν εἰς ἀρετὴν ψυχῆς θήσομεν; zullen we verwendheid tot de deugd van de ziel rekenen? Plat. Lg. 900e; οἱ ἐν... τρυφῇ ὑπάρχοντες degenen die in weelde leven NT Luc. 7.25. overdr. bandeloosheid:. ἆρ’ ἐξέλαμψε τῶν γυναικῶν ἡ τρυφή; is de bandeloosheid van de vrouwen weer losgebarsten? Aristoph. Lys. 387. hooghartigheid, aanmatiging:. οὐχ ὕβρις ταῦτ’ ἐστὶ καὶ πολλὴ τρυφή; is dat geen brutaliteit en grote aanmatiging? Aristoph. Ran. 21.

Russian (Dvoretsky)

τρῠφή: дор. τρῠφά (ᾱ) ἡ θρύπτω
1) роскошь, нега (τ. καὶ ἀκολασία Plat.);
2) наслаждение (τρυφαὶ Τρωϊκαί Eur.): τρυφὰς τρυφᾶν Eur. предаваться наслаждениям;
3) избалованность, распущенность, своеволие (ὕβρις καὶ τ. Arph.).

English (Strong)

from thrupto (to break up or (figuratively) enfeeble, especially the mind and body by indulgence); effeminacy, i.e. luxury or debauchery: delicately, riot.

English (Thayer)

τρυφῆς, ἡ (from φρύπτω to break down, enervate; passive and middle to live softly and delicately), softness, effeminacy, luxurious living: Euripides, Aristophanes, Xenophon, Plato, and following; the Sept..)

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
1. ζωή μαλθακή, άνετη και πλούσια, καλοπέραση (α. «ζει μέσα στην τρυφή» β. «εἰς πλούτους ἀποβλέψαι καὶ τρυφάς», Πλάτ.)
2. αγάπη για σαρκικές ηδονές, ηδυπάθεια, φιληδονία
μσν.-αρχ.
χαρά, ευχαρίστηση
αρχ.
1. η ιδιότητα του μαλακού, απαλότητα
2. έπαρση, αλαζονεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τρυφή έχει σχηματιστεί από το θ. θρυφ- (< IE dhrubh-, μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας dhreubh- του θρύπτω) με ανομοίωση τών δασέων. Η λ. τρυφή εμφανίζει τη μτφ. σημ. του ρ. θρύπτω «ζω ακόλαστα» (για την εξέλιξη αυτή βλ. και λ. θρύπτω)].

Greek Monotonic

τρῠφή: ἡ (θρύπτω
I. λεπτότητα, αβρότητα, απαλότητα, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.· στον πληθ., πολυτέλειες, ηδυπάθειες, Λατ. deliciae, σε Ευρ.
II. φιληδονία, ασέλγεια, σε Πλάτ.
III. υπερηφάνεια, έπαρση, θρασύτητα, δυστροπία, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

τρῠφή: ἡ, (√ΤΡΥ, θρύπτω, ἴδε ἐν λέξ. τείρω)· ― ἁβρότης, λεπτότης, ἁπαλότης, Εὐρ. Ἀποσπ. 881. 4, Πλάτ., κλπ.· στολίδος κροκόεσσαν... τρυφὰν (οὕτως ἀναγνωστέον ἀντὶ στολίδα... τρυφᾶς) Εὐρ. Φοίν. 1491· ― ἐν τῷ πληθ., τρυφαί, πολυτέλειαι, ἡδυπάθειαι, Λατ. delic e, τρυφαὶ Τρωικαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1113· τρυφὰς τρυφᾶν ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 970· αἱ ἄγαν τρ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 55. 2. εἰς πλούτους ἀποβλέψαι καὶ τρυφὰς Πλάτ. Ἀλκ. 1. 122Β, πρβλ. Νόμ. 637Ε. ΙΙ. φιληδονία, ἀσέλγεια, τῶν γυναικῶν ἡ τρυφὴ Ἀριστοφ. Λυσ. 387· τρ. καὶ ἀκολασία, τρ. καὶ μαλθακία Πλάτ. Γοργ. 492C, Πολ. 590Β· ― προσωποπ., Τρυφῆς πρόσωπον Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 974, πρβλ. Ἄλεξιν ἐν «Τοκιστῇ ἢ Καταψευδομένῳ» 1, ἔνθα φέρεται παροξυτόνως Τρύφη. ΙΙΙ. ὑπερηφανία, ἔπαρσις, ἀλαζονεία, δυστροπία, ὑπὸ τρυφῆς Ἀριστοφ. Πλ. 818· ὕβρις ταῦτ’ ἐστὶ καὶ τρυφ. ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 21, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 525Α, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 11, 6.

Middle Liddell

τρῠφή, ἡ, θρύπτω
I. softness, delicacy, daintiness, Eur., Plat., etc.:—in pl. luxuries, daintinesses, Lat. deliciae, Eur.
II. luxuriousness, wantonness, Plat.
III. daintiness, insolence, fastidiousness, Plat.

Frisk Etymology German

τρυφή: τρύφος
{truphḗ}
See also: s. θρύπτω.
Page 2,938

Chinese

原文音譯:truf» 特呂費
詞類次數:名詞(2)
原文字根:虛弱
字義溯源:放縱,縱情享樂,宴飲,享樂,喜悅,安逸,宴樂,奢侈;源自(θρόνος)X*=弄碎,使弱)
出現次數:總共(2);路(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 宴樂(2) 路7:25; 彼後2:13

English (Woodhouse)

effeminacy, fastidiousness, luxury, moral, self-indulgence, wantonness, graces, of morals, overrefinement, over-refinement

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=λεπτότητα, πολυτέλεια). Ἀπό τό θρύπτω (θρυφή → τρυφή) πού παράγεται ἀπό ρίζα τερ- τοῦ τείρω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα θρύπτω.

German (Pape)

ἡ,
1 Weichlichkeit, Üppigkeit, Schwelgerei; Eur. Phoen. 1498; τρυφὰς τρυφᾶν, Bacch. 968, und öfter; – ἐξέλαμψε τῶν γυναικῶν ἡ τρυφή, Ar. Lys. 381; vornehmes Leben; Plat. vrbdt τρυφὴ καὶ ἀκολασία, Gorg. 492c; καὶ μαλθακία, Rep. IX.590b; καὶ ἀργία, Legg. X.901e; καὶ ῥᾳθυμία, ib. c; – übermütige, schnöde Behandlung, Mißhandlung, καὶ ὕβρις, Gorg. 525a; ὑπερηφάνως ζώντων διὰ τρυφάς, Legg. III.691a.
2 Schwächlichkeit, Zerbrechlichkeit, Sp.