εὐμενής
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
English (LSJ)
ές, (μένος) A well-disposed, kindly, τινι to one, epithet of gods, h.Hom. 22.7 (not in Il. or Od.), Pi.P.2.25, A.Supp.686 (lyr.), cf. X.HG6.4.2; ἵλεως καὶ εὐ. Id.Cyr.1.6.2, Theoc.5.18; Ἑρμῆς IGRom.1.1228 (Egypt, ii A. D.); τὸ τῶν θεῶν εὐμενές D.4.45. 2 of men, A. Pers.175 (troch.), Supp.488 (Comp.); πόλει S.Ant.212, etc.; εὐμενὴς πρός τι well-disposed for it, Plu.Luc.42; τὸ εὐμενές = εὐμένεια (benevolence), Pl.Lg.792e; ξεῖνος δὲ ξείνῳ… εὐμενέστατον πάντων Hdt.7.237: in Dor. Prose, Schwyzer 84 (Argos, v B. C.). 3 of actions, etc., εὐμενεῖ τύχα, νόῳ, Pi.O.14.15, P.8.18; εὐμενὴς ὀλολυγμός = signifying goodwill, friendly, A.Th. 268. 4 of places and things, γῆ εὐμενὴς ἐναγωνίσασθαι = favourable to fight in, Th.2.74; εὐμενεῖ ποτῷ (of a river) kindly, bounteous, A. Pers.487; of the air, mild, soft, Thphr.CP2.1.6; so of medicines, beneficial, ὑποχονδρίῳ καὶ σπλάγχνοισιν Hp.Acut.59, cf.Aret.CA1.3; but also, agreeable, [κόμμι] εὐμενέστερον κόλλης Hp.Art.33; of a road, easy, X.An.4.6.12 (Comp.). II Adv. εὐμενῶς, Ion. εὐμενέως, A.Ag.952, Pl. Phd.89a, A.R.2.1275, etc.: Comp. εὐμενέστερον E.Hel.1298, Pl.Lg.718d; also εὐμενεστέρως Isoc.4.43, D.H.Rh.5.
German (Pape)
[Seite 1080] ές (μένος), gut gesinnt, wohlwollend, bes. von den Göttern, gnädig, θεοί Xen. Hell. 6, 4, 2; ἦτορ H. h. 21, 7; Κ ρονίδαι Pind. P. 2, 25; τύχη, νοῦς, Ol. 14, 16 P. 8, 19; εὐμενὴς ὁ Λύκειος ἔστω πάσᾳ νεολαίᾳ Aesch. Suppl. 669 u. oft; ὑμῖν δ' ἂν εἴη δῆμος εὐμενέστερος 483; von Sachen, ὀλολυγμὸν ἱερὸν εὐμενῆ παιάνισον Spt. 250; Σπερχειὸς ἄρδει πεδίον εὐμενεῖ ποτῷ Pers. 479; wie νέους ἕρποντας εὐμενεῖ πέδῳ Spt. 17; so Soph. u. Eur.; τὰ σφάγια δέξαι ταῖς γυναιξὶν εὐμενής Ar. Lys. 204; καὶ ἵλεως Plat. Phaedr. 257 a u. oft (wie Theocr. 5, 18); μετὰ τύχης εὐμενοῦς Legg. VII, 813 a; σύμμαχοι Rep. III, 416 b, wohlwollende, treue Bundesgenossen, wie Xen. u. A.; παρέσχετε τ ὴν γῆν εὐμενῆ ἐναγωνίσασθαι τοῖς Ἕλλησιν Thuc. 2, 74; πρὸς πᾶσαν φιλοσοφίαν Plut. Lucull. 42; – τὸ τῶν θεῶν εὐμενές, = εὔνοια, Dem. 4, 45. – Von Heilmitteln, die einen wohlthätigen Einfluß auf Etwas ausüben, heilsam, zuträglich, Hippocr. u. a. Medic.; Plut.; ähnlich ἡ τραχεῖα ὁδὸς τοῖς ποσὶν ἀμαχεὶ ἰοῦσιν εὐμενεστέρα ἢ ὁμαλὴ τὰς κεφαλὰς βαλλομένοις, bequemer, Xen. An. 4, 6, 12. – Adv. εὐμενῶς, θεὸς εὐμ. προσδέρκεται Aesch. Ag. 926; ἡδέως καὶ εὐμ. τὸν λόγον ἀπεδέξατο Plat. Phaed. 89 a; ἀκούειν Rep. X, 607 d u. A.; εὐμενεστέρως διατεθῆναι Isocr. 4, 43; εὐμενέστερον, Eur. Hel. 1298 u. A.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
bienveillant, bon : εὐμενὴς πρός τι bien disposé pour qch ; τὸ εὐμενές la bienveillance ; en gén. facile, commode : γῆ εὐμενὴς ἐναγωνίσασθαι THC terre favorable pour un combat;
Cp. εὐμενέστερος, Sp. εὐμενέστατος.
Étymologie: εὖ, μένος.
Russian (Dvoretsky)
εὐμενής:
1 благосклонный, благожелательный (τινι Hom., Aesch.);
2 милостивый (θεοί Xen.);
3 приветливый, ласковый (πρόσωπον εὐμενὲς καὶ φιλάνθρωπον Plut.);
4 благоприятно расположенный (πρός τι Plut.);
5 благоприятный, предвещающий счастье (ὀλολυγμός Aesch.; φάσμα Plut.);
6 выгодный, удобный (ὁδός Xen.; γῆ εὐ. ἐναγωνίσασθαι Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐμενής: -ές, (μένος) ὡς καὶ νῦν, καλῶς διατεθειμένος, εὔνους, ἀγαθός, τινι, πρός τινα, ἐπὶ τῆς καρδίας, Χαῖρε, Ποσείδαον γαιήοχε... εὐμενὲς ἦτορ ἔχων Ὁμ. Ὕμν. 22. 7 (οὐχὶ ἐν Ἰλ. οὔτε ἐν τῇ Ὀδ.), ἐπὶ τῶν θεῶν, εὐμενέσσι... παρὰ Κρονίδαις Πινδ. Π. 2. 45· εὐμενὴς δ’ ὁ Λύκειος ἔστω Αἰσχύλ. Ἱκ. 686, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 2· ἵλεως καὶ εὐμενὴς ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 6, 2, Θεόκρ. 5. 18· Ἑρμῆς Συλλ. Ἐπιγρ. 4767· Ζεὺς 7367e, κτλ. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, Αἰσχύλ. Πέρσ. 175, Ἀγ. 516, Ἱκ. 488, Σοφ. Ἀντ. 212, κτλ.· εὐμ. πρός τι, καλῶς διατεθειμένος πρός τι, Πλουτ. Λούκουλλ. 42· τὸ εὐμενές = εὐμένεια, Πλάτ. Νόμ. 792Ε, Δημ. 53. 6· ξεῖνος δὲ ξείνῳ... εὐμενέστατον πάντων Ἡρόδ. 7. 237. 3) ἐπὶ ἐνεργειῶν, τόπων, κλ., εὐμενεῖ τύχᾳ, νόῳ Πινδ. Ο. 14. 24, Π. 8. 25· εὐμ. ὀλολυγμός, σημαίνων εὔνοιαν, φιλικός, Αἰσχύλ. Θήβ. 268· γῆ εὐμ. ἐναγωνίσασθαι, εὐνοϊκὴ ὅπως ἀγωνισθῇ τις ἐν αὐτῇ, Θουκ. 2. 74· ἐπὶ τοῦ ὕδατος ποταμοῦ, εὐεργετικός, Σπερχειὸς ἄρδει πεδίον εὐμενεῖ ποτῷ Αἰσχύλ. Πέρσ. 487· ἐπὶ τοῦ ἀέρος, ἤπιος, μαλακός, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 1, 6· οὕτως ἐπὶ φαρμάκων, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394· ἐπὶ ὁδοῦ, εὔκολος, ὡς τὸ εὐμαρής, Ξεν. Ἀν. 4. 6, 12. ΙΙ. Ἐπίρρ. -νῶς, Ἰων. -έως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 952, Πλάτ. Φαίδων 89Α, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1275, κλ. - Συγκρ. -έστερον Εὐρ. Ἑλ. 1298, Πλάτ. Νόμ. 718D: ὡσαύτως -εστέρως Ἰσοκρ. 49Β, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5. 1: - Ὑπερθετ. -έστατα Θ. Στουδ. 379C· -εστάτως Ἰω. Δαμασκ. Ἐπιστ. πρὸς Θεόφ. σ. 142.
English (Slater)
εὐμενής kindly of gods, and things inspired by gods. ἐπ' εὐμενεῖ τύχᾳ (O. 14.16) εὐμενέσσι γὰρ παρὰ Κρονίδαις (P. 2.25) εὐμενεῖ νόῳ of Apollo (P. 8.18) παρθένος εὐμενὴς Ἑκάτα (Pae. 2.78) Λατόος ἔνθα με παῖδες εὐμενεῖ δέξασθε νόῳ (Pae. 5.45)
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐμενής)
1. (για θεούς και ανθρώπους) ευνοϊκά διατεθειμένος, ευνοϊκός, αγαθός, καλός, καλοπροαίρετος (α. «Ποσείδαον, εὐμενὲς ἦτορ ἔχων», Πίνδ.
β. «εὐμενεῖς γὰρ ὄντας ἡμᾶς τῶνδε συμβούλους», Αισχύλ.)
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐμενές
α. η εύνοια τών θεών
β. γεν. η ευμένεια
2. (για ενέργειες ή καταστάσεις) καλός, ευνοϊκός («εὐμενεῖ τύχᾳ», Πίνδ.)
3. (για τόπους και πράγματα) ευνοϊκός, κατάλληλος («γῃ εὐμενὴς ἐναγωνίσασθαι», Θουκ.)
4. (για νερά ποταμού) ευεργετικός («Σπερχειὸς ἄρδει πεδίον εὐμενεῖ πότῳ», Αισχύλ.)
5. (για τον αέρα) ήπιος, μαλακός
6. (για φάρμακα) θεραπευτικός, ευεργετικός, ανακουφιστικός
7. ευχάριστος
8. (για δρόμο) εύκολος, ευκολοδιάβατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -μενής (< μένος)].
Greek Monotonic
εὐμενής: -ές (μένος),·
I. 1. αυτός που έχει καλή προδιάθεση, ευνοϊκός, καταδεκτικός, προσηνής, αγαθός, καλοσυνάτος, σε Ομηρ. Ύμν., Αττ.
2. λέγεται για τόπους, γῆ εὐμ. ἐναγωνίζεσθαι, πρόσφορη για μάχη, σε Θουκ.· λέγεται για ποτάμι, ευεργετικός, πλουσιοπάροχος, άφθονος, γενναιόδωρος, σε Αισχύλ.· λέγεται για δρόμο, εύκολος, σε Ξεν.
II. επίρρ. -νῶς, Ιων. -έως, σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.· συγκρ. -έστερον, σε Ευρ.
Middle Liddell
εὐ-μενής, ές μένος
I. well-disposed, favourable, gracious, kindly, Hhymn., Attic
2. of places, γῆ εὐμ. ἐναγωνίσασθαι favourable to fight in, Thuc.; of a river, kindly, bounteous, Aesch.; of a road, easy, Xen.
II. adv. -νῶς, ionic -έως, Aesch., Plat., etc.:—comp. -έστερον, Eur.
English (Woodhouse)
auspicious, favourable, friendly, favorable, of omens
Mantoulidis Etymological
(=εὐνοϊκός). Ἀπό τό εὖ + μένος (=διάθεση).
Παράγωγα: εὐμένεια, εὐμενῶς, εὐμενέω -ῶ, εὐμενικός, Εὐμενίδες (κατ' εὐφημισμό οἱ Ἐρινύες), εὐμενίζομαι, ἐξευμενίζω.