ἀνέλπιστος
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
ον, A unhoped for, Heraclit.18; φυγή A.Supp.330; θαῦμα S.Tr.673; ἔργον Th.6.33; τύχη E.Hel.412; τὸ ἀνέλπιστον τοῦ βεβαίου = the hopelessness of attaining any certainty, Th.3.83; τὰ ἀνέλπιστα Arist.Rh.1383a8; οὐκ ἀ. μοι γέγονεν τὸ γεγονός Pl.Ap.36a. Adv. ἀνελπίστως = unexpectedly, γέγονεν ἀ. μέγας Decr. ap. D.18.182, cf. Plu.Pel.4. II Act., 1 of persons, having no hope, hopeless, Hp.Aph.7.47, Prog.19; ἀ. δὲ θανόντες Theoc. 4.42: c. inf., ἀ. σωθήσεσθαι Th.8.1; ἀ. ἐπιγενέσθαι ἄν τινα σφίσι πολέμιον not expecting that . ., Id.3.30; ἀ. τοῦ ἑλεῖν X.Cyn.7.9; ἀ. ἔς τινα Th.6.17; ἀ. καταστῆσαί τινι ὡς . . Id.3.46. Adv. ἀνελπίστως, ἔχει = he is in despair, Pl.Phlb.36b. 2 of things or conditions, leaving no hope, desperate, βίοτος S.El.186 (lyr.), Th.5.102; πρὸς τὸ ἀνέλπιστον τραπόμενοι Id.2.51; ἀνέλπιστον οὐδέν [ἐστι], c. acc. et inf., it is nowise unreasonable to expect that . ., And.4.24: Comp., τὰ ἐκ τῆς γῆς ἀνελπιστότερα ὄντα Th.7.4. Adv. ἀνελπίστως, νουσέειν Aret.CA2.5.
Spanish (DGE)
-ον
I de abstr.
1 inesperado ἀνέλπιστον οὐκ ἐξευρήσει lo que no espera no lo encontrará Heraclit.B 18, φυγή A.Supp.330, θαῦμα S.Tr.673, E.Alc.1123, τί δῆτα φάσμα τῶν ἀνελπίστων ὁρῶ; E.Io 1395, ἔργον Th.6.33, τύχη E.Hel.412, πόλεμος Pl.Mx.242e, τὸ γεγονός Pl.Ap.36a, σωτηρία Plb.2.4.1, πρᾶγμα Plb.4.58.2.
2 que no ofrece esperanzas, desesperado βίοτος S.El.186, λόγος E.El.570, φήμη E.IT 1495, ὕδερος Hp.Coac.451
•neutr. ἡμῖν τὸ μὲν εἶξαι εὐθὺς ἀνέλπιστον Th.5.102, τὰ ἐκ τῆς γῆς ἀνελπιστότερα ὄντα la situación en tierra era bastante desesperada Th.7.4, (τὸ εὖ ζῆν) ἀ. ἂν εἴη πολλοῖς (el vivir bien) estaría fuera del alcance de la mayoría Arist.EE 1215a13, ἀνέλπιστον καταστῆσαι τοῖς ἀποστᾶσιν ὡς poner ante los ojos de los que hacen defección como cosa inalcanzable el que Th.3.46, ἀνέλπιστον γὰρ οὐδέν c. ac. e inf. no hay nada que impida esperar que And.4.24
•subst. τὸ ἀνέλπιστον = la desesperanza, desesperación πρὸς γὰρ τὸ ἀ. ... τραπόμενοι cayendo en la desesperación Th.2.51, τὸ ἀνέλπιστον τοῦ βεβαίου la desesperanza de (conseguir) algo firme Th.3.83
•imposible οὐδεὶς βουλεύεται περὶ τῶν ἀνελπίστων nadie delibera sobre casos desesperados Arist.Rh.1383a8, ἀνέλπιστα ἐλπίζειν soñar imposibles Luc.Herm.51.
II de pers. desesperado, sin esperanza ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες Theoc.4.42, ἔθνος LXX Is.18.2
•esp. en medic. desahuciado ἄνθρωπος Hp.Prog.19, cf. Aph.7.47, Morb.3.14, Coac.464
•c. inf. ἀνέλπιστοι ἦσαν ... σωθήσεσθαι desesperaban de salvarse Th.8.1, ἀνέλπιστοι ἐπιγενέσθαι ἄν τινα σφίσι πολέμιον (los adversarios) no tienen en cuenta que les puede venir un enemigo Th.3.30, ἀνέλπιστοι οὖσαι τοῦ ἑλεῖν X.Cyn.7.9
•c. prep. ἀνέλπιστοι ... ἐς ἡμᾶς sin esperanza ... en lo que nos concierne Th.6.17.
III adv. ἀνελπίστως
1 inesperadamente γίγνεσθαι Decr. en D.18.182, cf. Plu.Pel.4, νοσέειν Aret.CA 2.5.1, ᾕρουν cogieron por sorpresa Lys.2.4.
2 ἀνελπίστως ἔχειν = estar en situación desesperada, ἀνελπίστως ἑωυτής εἶχεν = desesperaba de sí misma Hp.Epid.3.1.6, cf. Pl.Phlb.36b, Isoc.14.41.
German (Pape)
[Seite 222] ungehofft, unerwartet, Plat. Apol. 36 a; οὐ γὰρ ἀν. αὐτοῖς, ἀλλ' ἀεὶ διὰ φόβου εἰσί Thuc. 6, 84;. – hoffnungslos, βίοτος Soph. El. 179; οὔπω ἀν. μᾶλλον γεγόνασι, sie haben noch nie weniger Hoffnung gehabt, Thuc. 6, 17: ἀν. εἰμι σωθήσεσθαι 8, 1, ich hoffe nicht, gerettet zu werden; τοῦ ἑλεῖν, ohne Hoffnung, zu fangen, Xen. Cyn. 7, 9; πρὸς τὸ ἀνέλπιστον τραπόμενοι τῇ γνώμῃ, sich der Verzweiflung überlassend. Thuc. 2, 51; σωτηρίας ἀνελπίστου οὔσης, da Rettung nicht zu hoffen ist, Dem. 32, 7. – Adv. ἀνελπίστως, unerwartet, Pol. 1, 6 u. öfter; ἀνελπίστως ἔχει, er verzweifelt, Plat. Phil. 36 b.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. 1 inattendu, inespéré ; en gén. imprévu;
2 désespéré, au sujet duquel on n’espère plus, qui ne laisse pas d'espoir;
II. qui n’espère pas ou n'espère plus, désespéré ; ἀνέλπιστος ἔς τινα THC qui désespère à l'égard de qqn, càd dans sa lutte contre qqn ; ἀνέλπιστος ἐπιγίγνεσθαί τινα THC n'espérant pas ou ne supposant pas que personne survînt ; ἀνέλπιστος σωθήσεσθαι THC qui désespère d'être sauvé ; τὸ ἀνέλπιστον THC le désespoir.
Étymologie: ἀ, ἐλπίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνέλπιστος:
1 неожиданный, нечаянный, непредвиденный (φυγή Aesch.; θαῦμα Soph.; τύχη Eur.; εὐτυχία Plut.);
2 потерявший надежду, не надеющийся, отчаявшийся (βίοτος Soph.; ἀ. τινος Xen. и ἔς τινα Thuc.): ἀνέλπιστοι ἦσαν σωθήσεσθαι Thuc. у них не было надежды спастись;
3 безнадежный, невероятный (σωτηρία Dem., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέλπιστος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ μὴ ἐλπιζόμενος, ὁ ἀπροσδόκητος, φυγὴ Αἰσχύλ. Ἱκ. 329· θαῦμα Σοφ. Τρ. 673· ἔργον Θουκ. 6. 33· τύχη Εὐρ. Ἑλ. 412· τὸ ἀνέλπιστον τοῦ βεβαίου, ἡ ἔλλειψις προσδοκίας, περὶ τῆς κτήσεως βεβαίου τινὸς πράγματος, Θουκ. 3. 83· τὰ ἀν. Ἀριστ. Ρητ. 2. 5, 14· οὐκ ἀνέλπιστον γέγονέ μοι τὸ γεγονὸς Πλάτ. Ἀπολογ. 36Α: ― Ἐπίρρ. -τως, ἀπροσδοκήτως, ἀνελπίστως γέγονε μέγας Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 289. 17. ΙΙ. ἐνεργ., 1) ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ ἔχων ἐλπίδα, ἄνελπις, Ἱππ. Ἀφ. 1260, Προγν. 43· ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες Θεόκρ. 4. 42· μετ’ ἀπαρεμφ., ἀν. σωθήσεσθαι Θουκ. 8. 1· ἀν. ἐπιγενέσθαι ἄν τινα σφίσι πολέμιον, μὴ περιμένοντες ὅτι..., ὁ αὐτ. 3. 30· ἀν. τοῦ ἑλεῖν Ξεν. Κύν. 7. 9· ἀν. ἔς. τινα Θουκ. 6. 17· ἀν. καταστῆσαί τινα, ὡς... ὁ αὐτ. 3. 46· ― Ἐπίρρ. ἀνελπίστως ἔχει, εὑρίσκεται ἐν ἀπελπισμῷ, Πλάτ. Φίληβ. 36Β. 2) ἐπὶ πράγματος ἢ καταστάσεως, βίοτος ἀνέλπιστος, ἄνευ ἐλπίδος τινός, Σοφ. Ἠλ. 186, Θουκ. 5. 102· πρὸς τὸ ἀνέλπιστον τρέπεσθαι ὁ αὐτ. 2. 51· ἀνέλπιστον οὐδέν [ἐστι], μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., οὐδόλως εἶναι παράλογον νὰ ἐλπίζῃ τις ὅτι..., Ἀνδοκ. 32. 21: ― Συγκρ., τὰ ἐκ τῆς γῆς ἀνελπιστότερα ὄντα Θουκ. 7. 4: ― Ἐπίρρ., ἀνελπίστως νουσέειν Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 5.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνέλπιστος, -ον)
μη ελπιζόμενος, απροσδόκητος, αναπάντεχος
αρχ.
1. (για πρόσωπα) εκείνος που δεν έχει ελπίδα, απελπισμένος
2. (για πράγματα) εκείνος που δεν παρέχει ελπίδα, απελπιστικός
3. το ουδ. ως ουσ. το ανέλπιστον
το να μην ελπίζεις πλέον.
Greek Monotonic
ἀνέλπιστος: -ον (ἐλπίζω),
I. αυτός που δεν ελπίζεται, απροσδόκητος, αναπάντεχος, σε Τραγ. κ.λπ.· τὸ ἀνέλπιστον τοῦ βεβαίου, η έλλειψη προσδοκίας για την ασφάλεια, σε Θουκ.
II. Ενεργ.,
1. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που δεν έχει ελπίδα, απέλπιδος, σε Θεόκρ.· με απαρ., αυτός που δεν έχει ελπίδα ή προσδοκία ότι..., σε Θουκ.
2. λέγεται για πράγματα, ή καταστάσεις, αυτός που δεν αφήνει ελπίδα, ανέλπιδος, αναπάντεχος, σε Σοφ., Θουκ.· τὸ ἀνέλπιστον, απελπισία, σε Θουκ.· συγκρ. -ότερος, πιο απελπισμένος, στον ίδ.
Middle Liddell
ἐλπίζω
I. unhoped for, unlooked for, Trag., etc.; τὸ ἀνέλπιστον τοῦ βεβαίου the hopelessness of security, Thuc.
II. act.,
1. of persons, having no hope, hopeless, Theocr.; c. inf. having no hope or not expecting that . ., Thuc.
2. of things or conditions, leaving no hope, hopeless, desperate, Soph., Thuc.; τὸ ἀνέλπιστον despair, Thuc.:—comp. -ότερος more desperate, Thuc.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=ἀπροσδόκητος). Ἀπό τό α στερητ. + ἐλπίς.