σέλας

From LSJ
Revision as of 12:42, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+)(\))" to "$1$2, $3$4")

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σέλας Medium diacritics: σέλας Low diacritics: σέλας Capitals: ΣΕΛΑΣ
Transliteration A: sélas Transliteration B: selas Transliteration C: selas Beta Code: se/las

English (LSJ)

αος, τό: Hom. uses (besides nom.) dat. σέλαϊ Il.17.739, contr. σέλᾳ Od.21.246; gen. σέλαος Plot.6.7.33, σέλατος Conon 49.2: pl. σέλᾱ Arist.Mu.395a31, al., Plu.Caes.63, AP9.289 (Bass.); gen. σελάων Arist.Mu.395b4 codd. (σελῶν ap.Stob.):—light, brightness, flame, πυρός Il.19.366, al.; καιομένοιο πυρός, πυρός αἰθομένοιο, ib.375, 8.563; ἐν σέλαϊ μεγάλῳ, without any word added, 17.739; δαΐδων σέλας Od.18.354, Hes.Sc.275; σέλας λάβρον Ἡφαίστου Pi.P. 3.39; ἀπὸ . . λάμπε γυίων σέλας ὧτε πυρός B.16.104; Ἥφαιστος . . λαμπρὸν ἐκπέμπων σέλας, of a beacon fire, A.Ag.281, cf. 289; Ἡφαιστότευκτον, of a volcano, S.Ph.986; καμίνου A.Fr.281; ἐφέστιον σέλας S.Tr.607; of the heavenly bodies, σέλας γένετ' ἠΰτε μήνης Il.19.374; ἁλίου σέλας A.Eu.926 (lyr.), S.El.17, Ar.Av.1711; of daylight, καθαρὸν ἁμέρας σέλας Pi.Fr.142.4, cf. S.Aj.856; πρὶν θεοῦ δῦναι σέλας E.Supp.469; τὸ σέλας καὶ τὸ φῶς ταὐτόν Pl.Cra.409b; lightning, flash of lightning, δαιόμενον σέλας Il.8.76, cf. Democr.152; Διὸς σέλας S.OC95; σέλας ἐκ τοῦ οὐρανοῦ Hdt.3.28; meteor, Arist.Mu.395a31; torchlight, h.Cer.52, A.R.4.808, cf. AP9.46, etc., the flash of an angry eye, ἐξ ὀμμάτων ἤστραπτε γοργωπὸν σέλας A.Pr.358, cf. E.Cyc.663 (so in Hom., ὄσσε λαμπέσθην ὡς εἴ τε πυρὸς σέλας Il.19.366; ὄσσε δεινὸν ὑπὸ βλεφάρων ὡς εἰ σέλας ἐξεφάανθεν ib.17): metaph. of love, Theoc.2.134, cf. AP12.93 (Rhian.).

German (Pape)

[Seite 869] αος, τό, Licht, Glanz, Strahl, Schimmer; Hom., bes. πυρός, πυρὸς καιομένοιο u. αἰθομένοιο, Il. öfter, τὼ δέ οἱ ὄσσε λαμπέσθην ὡςεί τε πυρὸς σέλας, 19, 366; u. einfach, ὄσσε δεινὸν ὑπὸ βλεφάρων ὡςεὶ σέλας ἐξεφάανθεν, ib. 17 (vgl. ἐξ ὀμμάτων ἤστραπτε γοργωπὸν σέλας Aesch. Prom. 356, u. Eur. Cycl. 659); μήνης, 19, 374, u. dgl.; σέλας ἀμφέδραμεν λάβρον Ἁφαίστου, Pind. P. 3, 39; oft bei Tragg.: φαιδρὸν ἁλίου σέλας, Aesch. Eum. 886; τὸ παγκρατὲς σέλας ἡφαιστότευκτον, Soph. Phil. 974, vom feuerspeienden Berge; λαμπάδων, Eur. Or. 1573 u. öfter; insbes. der Blitz, δαιόμενον δὲ ἧκε σέλας μετὰ λαὸν ᾿Αχαιῶν, Il. 8, 76; wie σέλας Διός Soph. O. C. 95; σέλας ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, Her. 3, 28; auch vom Tageslichte, Soph. Ai. 843; Plat. Crat. 409 b sagt τὸ σέλας καὶ τὸ φῶς ταὐτόν. – Der dat. lautet bei Hom. σέλαϊ, Il. 17, 739, u. σέλᾳ, Od. 21, 246; gen. σέλαος, Hes. Th. 867. Bei att. Dichtern auch plur. σέλα, wie Bass. 5 (IX, 289).

French (Bailly abrégé)

(τό) :
éclat, lumière, lueur brillante au propr. et au fig.
Étymologie: R. Σελ, briller, p. ΣϜελ, ΣϜερ, > Σείριος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σέλας -αος, τό sing. dat. σέλαϊ en σέλᾳ; plur. σέλᾱ gloed, licht, glans:. λαμπρὸν ἡλίου σέλας het stralende licht van de zon Soph. El. 17; Διὸς σέλας de lichtflits van Zeus Soph. OC 95; ὀφθαλμοῦ σέλας licht van mijn oog Eur. Cycl. 663; πυρὸς σέλας schijnsel van vuur Il. 19.366.

Russian (Dvoretsky)

σέλας: τό (в прозе только nom. и acc. sing., Hom. и Hes. тж. gen. σέλαος и dat. σέλαϊ - стяж. σέλᾳ, Anth. pl. σέλᾱ - gen. σελάων)
1 свет, сияние (μήνης Hom.; ἡλίου Aesch.; ἡμέρας Soph.);
2 пламя, огонь (μινύθουσι οἶκοι ἐν σέλαϊ Hom.);
3 блеск, сверкание (ἐξ ὀμμάτων Aesch.; ὀφθαλμοῦ Eur.);
4 молния (σ. Διός Soph.);
5 факел: σ. ἐν χείρεσσιν ἔχειν HH держать в руках факел.

English (Autenrieth)

αος: brightness, light, gleam, radiance, of fire, lightning, the eyes in anger, Il. 17.739, Il. 8.76, Il. 19.17.

English (Slater)

σέλας flash σέλας δ' ἀμφέδραμεν λάβρον Ἁφαίστου (P. 3.39) χρῆν ἄρα Πέργαμον εὐρὺν ἀιστῶσαι σέλας αἰθομένου πυρός (Pae. 6.97) κελαινεφέι δὲ σκότει καλύψαι σέλας καθαρὸν ἁμέρας fr. 108b. 4. met., ]ν ὕμνων σέλας ἐξ ἀκαμαν[το (Pae. 18.5) ὀμμ]άτων ἄπο σέλας ἐδίνασεν (Pae. 20.13)

Greek Monolingual

-αος, το, ΝΜΑ, γεν. και -ατος, πληθ. σέλα, -άων, Α
(ιδίως για φως ουράνιων σωμάτων) έντονη λάμψη, ακτινοβολία, φεγγοβολιά («φαιδρὸν ἁλίου σέλας», Αισχύλ.)
νεοελλ.
(μετεωρ.-αστρον.-γεωφ.)
1. οπτικό ατμοσφαιρικό φαινόμενο, ορατό κυρίως στις βόρειες ή στις νότιες πολικές περιοχές της Γης ως φωτεινό μετέωρο, που οφείλεται στην είσοδο ηλεκτρικώς φορτισμένων σωματιδίων στην ανώτερη ατμόσφαιρα του πλανήτη μας, αλλ. πολικό σέλας
2. φρ. α) «βόρειο [πολικό] σέλας» — το σέλας που είναι ορατό στην περιοχή του βόρειου πόλου της Γης και που είναι ισχυρότερο από το νότιο
β) «νότιο [πολικό] σέλας» — το σέλας που είναι ορατό στην περιοχή του νότιου πόλου της Γης
γ) «ζώνη σέλαος» — δακτυλιοειδής περιοχή της ανώτατης ατμόσφαιρας, κατά προσέγγιση μεταξύ γεωμαγνητικών πλατών 60° και 70° βόρεια ή νότια, μέσα στην οποία οι αφίξεις σωματιδίων προκαλούν φαινόμενα έντονου ιοντισμού και, ιδίως, εμφανίσεις πολικού σέλαος
δ) «φαινόμενο σέλαος» — ασθενής φωτοβολία στην ατμόσφαιρα, η ένταση της οποίας εξαρτάται από την μαγνητική δόνηση και που είναι δυνατόν να εμφανιστεί σε ποικίλα γεωγραφικά πλάτη
ε) «μελέτη σέλαος» — κλάδος της φυσικής της ατμόσφαιρας ο οποίος έχει ως αντικείμενο την μελέτη της προέλευσης και της δομής του βόρειου και του νότιου σέλαος
αρχ.
1. διάχυτο φως της ατμόσφαιρας («καθαρὸν ἁμέρας σέλας», Πίνδ.)
2. αστραπή («ἢ σεισμὸν ἢ βροντήν τιν' ἢ Διὸς σέλας», Σοφ.)
3. φωτεινό μετέωρο
4. πυρσός, λαμπάδα
5. μτφ. λάμψη που εκπέμπουν σε ένδειξη οργής τα μάτια («ἐξ ὀμμάτων δ' ἤστραπτε γοργωπὸν σέλας», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκό ουδ. σε -ας (πρβλ. κνέφ-ας) άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του τ. με τα: αβεστ. xarθranah- «η λάμψη της δόξας» και το αρχ. ινδ. svarnara- πιθ. «λάμψη φωτός» προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες λόγω της διατήρησης στον ελλ. τ. του αρκτικού σ-. Για τους ίδιους λόγους αδύνατη φαίνεται και η σύνδεση του τ. με τα: εἵλη «η θερμότητα του ήλιου» (< ΙΕ ρίζα swel- «σιγοκαίω») και ἥλιος. Από την λ. σέλας παράγονται τα ρήματα σελ-αγ-, με ουρανική παρέκταση -γ- (πρβλ. ἀστράγ-αλος), σελ-αγ-ίζω και σελάσσομαι (πρβλ. παταγῶ: πατάσσω)].

Greek Monotonic

σέλας: τό, γεν. σέλαος, δοτ. σέλαϊ, συνηρ. σέλᾳ· πληθ. σέλᾱ· λαμπρή πύρινη φλόγα, λάμψη, φως, σέλας πυρός, σε Ομήρ. Ιλ.· μόνο του, στο ίδ.· κεραυνός, αστροπελέκι, στο ίδ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· πυρσός, λαμπάδα, σε Ομηρ. Ύμν.· αστραποβόλημα από οργισμένη ματιά, σε Αισχύλ.· μεταφ., ἔρωτος σέλας, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

σέλας: -αος, τό· παρ’ Ὁμ. πλὴν τῆς ὀνομαστ. ὑπάρχει καὶ ἡ δοτ. σέλαϊ Ἰλ. Ρ. 739, συνῃρ. σέλᾳ Ὀδ. Φ. 246· παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς ὑπάρχει ὡσαύτως τὸ πληθ. σέλᾱ Ἀνθ. Π. 9. 289· - ποιητ. ὄνομα, φῶς, λαμπρότης, λαμπρὰ φλὸξ πυρός, σ. πυρὸς Ἰλ. Τ. 366, κ. ἄλλ.· καιομένοιο πυρός, π. αἰθομένοιο αὐτόθι 375, Θ. 563, κλ.· σ. ἐν σέλαϊ μεγάλῳ, ἄνευ τινὸς προσδιορισμοῦ, Ρ. 739· δαΐδων σ. Ὀδ. Σ. 353, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 275· σ. λάβρον Ἁφαίστου Πινδ. Π. 3. 69· Ἥφαιστος ... λαμπρὸν ἐκπέμπων σ., ἐπὶ πυρὸς χρησιμεύοντος πρὸς διαβίβασιν ἀγγελίας ἢ ὡς σημεῖον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 281, πρβλ. 289· Ἡφαιστότευκτον σέλ., ἐπὶ ἡφαιστείου, Σοφ. Φιλ. 986· καμίνου Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 280· ἐφέστιον σ. Σοφ. Τρ. 607· - ἐπὶ τῶν οὐρανίων σωμάτων, σ. γένετ’ ἠύτε μήνης Ἰλ. Τ. 374· ἡλίου σ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 926, Σοφ. Ἠλ. 17, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1711· οὕτως ἐπὶ τοῦ φωτὸς τῆς ἡμέρας, καθαρὸν ἁμέρας σ. Πινδ. Ἀποσπ. 106. 4, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 856· πρὶν θεοῦ δῦναι σέλας Εὐρ. Ἱκέτ. 469· τὸ σ. καὶ τὸ φῶς ταὐτὸν Πλάτ. Κρατ. 409Β· - ἀστραπή, λάμψις ἀστραπῆς, δαιόμενον σ. Ἰλ. Θ. 76· ἥτις καλεῖται καὶ σέλας Διὸς Σοφ. Ο. Κ. 95· σέλας ἐκ τοῦ οὐρανοῦ Ἡρόδ. 3. 28· ἐπὶ μετεώρου, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 23· - πυρσός, λαμπάς, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 52, Ἀνθ. Π. 9. 46, κτλ. - ἡ λάμψις ὠργισμένων ὀφθαλμῶν, ἐξ ὀμμάτων ἤστραπτε γοργωπὸν σ. Αἰσχύλ. Πρ. 356, πρβλ. Εὐρ. Κύκλ. 663 (ὡς παρ’ Ὁμ., ὄσσε λαμπέσθην ὡσεὶ σέλας ἐξεφάανθεν αὐτόθι 17)· μεταφορ., ἔρωτος σ. Θεόκρ. 2. 134, πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 93. (σέλας φαίνεται ὅτι κυρίως σημαίνει φῶς (οὐχὶ ἀναγκαίως) συνοδευόμενον ὑπὸ θερμότητος, πρβλ. σελήνη· ἐν ᾧ εἵλη, ἥλιος ἀείποτε νοοῦσι φῶς καὶ θερμότητα· πρβλ. Lewis Astr. of Ancients, σ. 17, καὶ ἴδε ἐν λέξ. σείριος), Ἡσύχ.

Frisk Etymological English

-αος
Grammatical information: n.
Meaning: light, glow, beam (ep. poet. Il., Arist. etc.; on the use in Hom. Graz Le feu dans l'Il. et l'Od. 310ff.).
Compounds: σελασ-φόρος bringing light (A. a. o.), with analog. -η-: σελαη-φόρος (Man.), -γενέτης (AP).
Derivatives: 1. σελά-ω to shine, to glow (Nic. Th. 691) with -σμα, -σμός glow (Man.); 2. -γέομαι (E., Ar.), -γέω (Opp.) to glow, to radiate with -γησις f. glow (Zonar.); backformation -γος n. beam (Hymn. Is.); 3. enlarged -γίζω id. (Nonn. a. o.) with -γισμα n. lightning, flash (Man.); 4. -σσομαι to shine, to glow (Nic. Th. 46); with σελα-γέομαι: -σσομαι cf. πατα-γέω, -σσω a. o., Debrunner IF 21, 220f.; 5. -σκω to glow (Theognost.). -- On σελήνη, σέλαχος s. v.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No flawless etymology. Semant. attractive is the connection with Av. xvarǝnah- n. glory of fame (and Skt. svàrnara- approx. splendour of light?), where also the word for sun (s. ἥλιος) and the expressions for smoulder, singe (s. 2. εἵλη heatof the sun) are relevant. Yet glow, gleam, glory and smoulder can at least not directly be combined with each other (cf. WP. 2, 531 f.). A special problem is moreover presented by the preservation of the anlaut. σ- in σέλας, for which several explanations have been advanced (Kretschmer KZ 31, 422f., Prellwitz s. v., Solmsen Unt. 209 n. 2; s. also Schwyzer 322). Already for this reason the comparison of σελαγ-έω with Skt. svarg-á- m. heaven (Persson Beitr. 2, 579 n. 2) is hardly recommendable, what however does not exclude, that the γ-element in σελαγέω may have a high age (Benveniste Origines 28; also Specht Ursprung 212). -- Diff. attempts at explanation from IE by Pisani Rend. Acc. Lincei Scr. VI: 7, 75 and Jb. f. kleinas. Forsch. 3, 150.

Middle Liddell


a bright flame, blaze, light, ς. πυρός Il.; alone, Il.:— lightning, a flash of lightning, Il., Hdt., etc.:— a torch, Hhymn.:— the flash of an angry eye, Aesch.: metaph., ἔρωτος ς. Theocr.

Frisk Etymology German

σέλας: -αος
{sélas}
Grammar: n.
Meaning: Licht, Glanz, Strahl (ep. poet. seit Il., Arist. usw.; zum Gebrauch bei Hom. Graz Le feu dans l'Il. et l'Od. 310ff.);
Composita: σελασφόρος lichtbringend (A. u. a.), mit analog. -η-: σελαηφόρος (Man.), -γενέτης (AP).
Derivative: Davon 1. σελάω leuchten, glänzen (Nik. Th. 691) mit -σμα, σμός Glanz (Man.); 2. -γέομαι (E., Ar.), -γέω (Opp.) glänzen, strahlen mit -γησις f. Glanz (Zonar.); Rückbildung -γος n. Strahl (Hymn. Is.); 3. erweitert -γίζω ib. (Nonn. u. a.) mit -γισμα n. Leuchten, Blitz (Man.); 4. -σσομαι glänzen, glühen (Nik. Th. 46); zu σελαγέομαι: -σσομαι vgl. παταγέω, -σσω u. a., Debrunner IF. 21, 220f.; 5. -σκω glänzen (Theognost.). — Zu σελήνη, σέλαχος s. bes.
Etymology: Keine einwandfreie Etymologie. Begriffsmäßig verlockend ist die Zusammenstellung mit aw. xvarənah- n. Ruhmesglanz (und aind. svàrnara- etwa Lichtglanz?), wobei auch das Wort für Sonne (s. ἥλιος) und die Ausdrücke für schwelen, sengen (s. 2. εἵλη Sonnenhitze) ins Blickfeld kommen. Doch sind Glanz und schwelen wenigstens nicht direkt miteinander vereinbar (vgl. WP. 2, 531 f.). Ein besonderes Problem bietet außerdem die Erhaltung des anlaut. σ- in σέλας, wofür mehrere Erklärungen vorgebracht worden sind (Kretschmer KZ 31, 422f., Prellwitz s. v., Solmsen Unt. 209 A. 2; s. noch Schwyzer 322). Schon aus diesem Grunde ist der Vergleich von σελαγέω mit aind. svarg-á- m. Himmel (Persson Beitr. 2, 579 A. 2) wenig empfehlenswert, was indessen nicht ausschließt, daß das γ-Element in σελαγέω ein hohes Alter beanspruchen kann (Benveniste Origines 28; auch Specht Ursprung 212). — Verschiedene Deutungsversuche aus dem Idg. von Pisani Rend. Acc. Lincei Scr. VI: 7, 75 und Jb. f. kleinas. Forsch. 3, 150.
Page 2,689-690

English (Woodhouse)

beam, brightness, flash, gleam, light, of light

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=φῶς, λάμψη). Σχετίζεται μέ τίς λέξεις σελήνη, εἵλη (=ἡ θερμότητα τοῦ ἥλιου), ἥλιος.
Παράγωγα: σελαγῶ, σελαγίζω, σελάγισμα, σέλασμα, σελασφόρος (=φεγγοβόλος), σελάω (=λάμπω) καί ἴσως τό σέλαχος (=σαλάχι), ἐπειδή βγάζει φωσφορική λάμψη.