ξυστός

From LSJ
Revision as of 10:06, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξυστός Medium diacritics: ξυστός Low diacritics: ξυστός Capitals: ΞΥΣΤΟΣ
Transliteration A: xystós Transliteration B: xystos Transliteration C: ksystos Beta Code: custo/s

English (LSJ)

ξυστή, ξυστόν, (ξύω)
A shaved, whittled with a knife or plane, ἀκόντια Hdt.2.71 (nisi del. ἀκόντια); κάμαξ Ar.Fr.404; βέλος Antiph.112; δόρατα Arr.Tact.40.4.
2 scraped, shredded, grated, τυρός Antiph.113.18; μοτός pledget of lint, Gal.14.795; ἰὸς ὁ ξ. collected by scraping, Dsc.5.79; μέτρον ξυστόν with the top raked off, not heaped up, PFay.84.7 (ii A. D.).
3 trimmed, cropped with scissors, μαχαίρᾳ ξύστ' ἔχων τριχώματα Ephipp.14.6.
ξυστός, ὁ (in full
A ξυστὸς δρόμος Aristias 5), also ξυστόν, τό, BCH23.566 (Delph., iii B. C.), Inscr.Délos409A13 (ii B. C.):—walking-place in the grounds of a private residence, X.Oec.11.15; in a gymnasium, Plu.2.133d, OGI764.42 (Pergam.); Xystus, name of a gymnasium at Elis containing trees and racing-tracks, Paus.6.23.1; open-air walks among trees and statuary, Vitr.5.11.5; τὰ τῶν ξ. ἄλση Philostr.VA8.26.
2 xystus, covered colonnade in a gymnasium, for winter exercise, Vitr. l.c., Inscr.Délos l.c.
II meeting of athletes from various places to compete in sports, ἀρχιερεὺς τοῦ σύμπαντος ξ. IG14.1102, al., cf.5(1).669 (Sparta); opp. ξυστικὴ σύνοδος, Inscr.Olymp.436. (Expld. by Paus. l.c. as a clearing, from the action of Heracles in clearing out (ἀναξύειν) the thorn-bushes from the ξυστός at Elis; perhaps orig. 'raked (ground)'.)

German (Pape)

[Seite 283] geschabt, geglättet, ξυστὰ ἀκόντια, Her. 2, 71. ὁ, ein bedeckter Säulengang in den Gymnasien, wo die Leibesübungen im Winter vorgenommen wurden, auch zum Lustwandeln benutzt; εἰ ἐν τῷ ξυστῷ περιπατοίην, Xen. Oec. 11, 15; von dem künstlich gearbeiteten, geglätteten Fußboden (ξύω, ξέω) benannt. Der ganze Uebungsplatz der Athleten in Elis, Paus. 6, 23; B. A. 284 ist erkl. ὁ ἀνειμένος τόπος τοῖς ἀθληταῖς εἰς γυμνάσιον. – Bei den Römern auch ξυστόν, xystum, eine offene Terrasse vor den Säulengängen ihrer Landhäuser.

French (Bailly abrégé)

1ή, όν :
1 adj. raclé, poli;
2ξυστός galerie couverte d'un gymnase avec une surface soigneusement aplanie (xyste).
Étymologie: adj. verb. de ξύω.

Russian (Dvoretsky)

ξυστός: IIксист (вымощенный тесаными плитами крытый портик при гимнасиях для упражнений в зимнее время) Xen., Plut.
выскобленный, выглаженный, отполированный (ἀκόντια Her.; κάμαξ Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ξυστός: -όν, (ξύω) ἐξεσμένος διὰ μαχαίρας ἢ ξυήλης, Λατιν. rasus, ξυστὰ ἀκόντια Ἡρόδ. 2. 71· κάμαξ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 357· βέλος Ἀντιφάν. ἐν «Καινεῖ» 1· ξ. τυρός, ἐξεσμένος, τετριμμένος, ὁ αὐτ. ἐν «Κύκλωπι» 2· μαχαίρᾳ ξύστ’ ἔχων τριχώματα, κεκαρμένα ἢ ἐξυρημένα, Ἔφιππος ἐν «Ναυαγῷ» 1. 6.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ξυστός, -ή, -όν) ξύω
1. ξυσμένος με μαχαίρι ή άλλο ξυστικό όργανο, λείος («ξυστὰ δόρατα», Αρρ.)
2. τριμμένος, θρυμματισμένος («ξυστό τυρί»)
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο ξυστός
στίβος, κονίστρα
2. το ουδ. ως ουσ. το ξυστό
το τμήμα του κοντακίου τών όπλων που περιβάλλει το κάτω μέρος της κάννης
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ξυστά
α) πολύ κοντά, πλησιέστατα, εγγύτατα («το αεροπλάνο πέρασε ξυστά από το σπίτι»
β) σχεδόν πάνω στην επιφάνεια, ξώπετσα, ξώφαλτσα («η σφαίρα τον πήρε ξυστά»)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. είδος ψαριού
μσν.-αρχ.
(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.)
(ενν. το ουσ. δρόμος) μέρος ιδιωτικού κτήματος προορισμένο για περίπατο
αρχ.
1. κουρεμένος ή ξυρισμένος
2. το αρσ. ως ουσ. α) τόπος περιπάτου κατάφυτος και γεμάτος γλυπτά, αγάλματα
β) περίστυλη στοά σε γυμναστήριο για χειμερινές ασκήσεις
γ) (κατ' επέκτ.) γυμναστήριο
δ) συνάθροιση αθλητών στο γυμναστήριο για αγώνες
ε) αρχιτεκτονικό εργαλείο
3. το ουδ. ως ουσ. α) ξυσμένο ξύλο ή στέλεχος του δόρατος («τὸ ξυστὸν τῇσι λόγχῃσι ἐὸν ὁμοίως χρύσεον», Ηρόδ.)
β) η ξύλινη λαβή της λόγχης
γ) δέσμη ακοντίων που συγκρατούσαν με κρίκους, την οποία χρησιμοποιούσαν στις ναυμαχίες
δ) δόρυ, ακόντιο («τῷ ξυστῷ διὰ τοῦ στήθους πατάξας», Πλούτ.)
4. φρ. α) «ξυστὸς μοτός» — επίθεμα από ξαντό
β) «μέτρον ξυστόν» — η ποσότητα ενός είδους που περιέχεται στο μέτρο, δηλ. η ποσότητα της οποίας η επιφάνεια δεν υπερβαίνει ούτε κατέρχεται από το μέτρο.

Greek Monotonic

ξυστός: ὁ (ξύω), στοά με υπόστεγο στη νότια πλευρά του γυμνασίου, όπου οι αθλητές γυμνάζονταν το χειμώνα· χρησίμευε και για περίπατο, σε Ξεν. κ.λπ.· ονομάστηκε έτσι από το λείο και στιλπνό δάπεδό της.
ξυστός: -όν (ξύω), ξυσμένος με μαχαίρι ή ξυήλη, αυτός που έχει λειανθεί, στιλβωμένος, λείος, σκαλισμένος, πελεκητός, στιλπνός, σε Ηρόδ.

Frisk Etymological English

2
Grammatical information: m.
Meaning: walking place in a garden, a gymnasium etc., covered colonnade, where the athletes (in winter) do exercises (X., hell., inscr., Vitr., Plu., Paus.);
Other forms: also -όν n.
Compounds: As 1. member in ξυστ-άρχης m. director of a ξυστός with ξυσταρχ-έω, -ία (late inscr. a. pap.).
Derivatives: ξυστικός belonging to a ξ., who exercises in a ξ. (late inscr. a. pap., Gal.). -- As orig. adj. prop. smoothed, of the floor of a promenade and a colonnade, thus rtill in ξυστὸς δρόμος (Aristias 5, Va); cf. also ξύειν smooth, of δάπεδον (χ 456) and Paus. 6, 23, 1 with Hitzigs and Blümners notes.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Not with Meister Die Mimiamben des Herodas 718 f. etc. (s. Bq) as "das mit einem anderen verbundene Bauwerk" to ξυ-στῆναι, against which tell both the meaning and the consequent notation ξυ- (not συ-). Not here ξυστάδες (συστ.), s. v.

Middle Liddell

ξυστός, όν [ξύω]
scraped, polished, Hdt.
ξυστός, οῦ, ὁ, [ξύω]
a covered colonnade on the S. side of the gymnasium, where athletes exercised in winter, Xen., etc.: so called from its smooth and polished floor. {{FriskDe |ftr=ξυστός: 2.
{ksustós}
Forms: auch -όν n.
Grammar: m.,
Meaning: ‘freie Promenade in einem Garten, einem Gymnasium usw., Säulengang, wo sich die Athleten (im Winter) üben’ (X., hell. u. sp. Inschr., Vitr., Plu., Paus.).
Composita: Als Vorderglied in ξυστάρχης m. [[Vorsteher eines ξυστός mit ξυσταρχέω, -ία (sp. Inschr. u. Pap.).
Derivative: Davon ξυστικός ‘zum ξ. gehörig, der sich in einem ξ. übt’ (sp. Inschr. u. Pap., Gal. u.a.). — Als urspr. Adj. eig. geebnet, geglättet, vom Fußboden einer Promenade und eines Säulengangs, so noch in ξυστὸς δρόμος (Aristias 5, Va); vgl. auch ξύειν abschürfen, ebnen, von δάπεδον (χ 456) und Paus. 6, 23, 1 mit Hitzigs und Blümners Anrn.
Etymology: Nicht mit Meister Die Mimiamben des Herodas 718 f. u.a. (s. Bq) als "das mit einem anderen verbundene Bauwerk" zu ξυστῆναι, wogegen sowohl die Bed. wie die durchgehende Schreibung nnt ξυ- (statt συ-) sprechen. Fernzuhalten ist ξυστάδες (συστ.), s. d.
Page 2,341 }}