ἐφίημι

From LSJ
Revision as of 14:00, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

ἡ πολιτευομένη τῆς ἀρτάβης τιμήcustomary price of artaba

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφίημι Medium diacritics: ἐφίημι Low diacritics: εφίημι Capitals: ΕΦΙΗΜΙ
Transliteration A: ephíēmi Transliteration B: ephiēmi Transliteration C: efiimi Beta Code: e)fi/hmi

English (LSJ)

Ion. ἐπ-, Dor. 3sg.

   A ἐφίητι Pi.I.2.9, Ion. 3pl. ἐπιεῖσι Hdt.4.30: fut. ἐφήσω Od. 13.376: aor. 1 ind. ἐφῆκα, Ep. ἐφέηκα 9.38, lon. ἐπῆκα Hdt.5.63; in other moods aor. 2 forms were used, imper. ἔφες Il.5.174; Ep. subj. ἐφείω 1.567, 2sg. ἐφῇς S.El.554, opt. ἐφείην Il.18.124; Ion. inf. ἐπειναι Hdt.2.100; part. ἐφείς S.Aj.495 (v.l.), etc.:—Med., pres. inf. ἐφίεσθαι Antipho 5.79; part. ἐφιέμενος Od.13.7: fut. ἐφήσομαι Il.23.82: aor. 2 ἐφεῖτο S.Ph.619:—Pass., pf. ἐφέωται and ἐφεῖται Hsch.: [ἐφῐημι Ep., ἐφῑημι Att.; yet Hom. always uses ἐφιείς, ἐφίει, ἐφῑέμενος with [ῑ], exc. ἐφῐει Od.24.180]:—send to one, Πριάμῳ . . Ἶριν ἐφήσω Il.24.117; μ' ἐφέηκε . . καλέειν sent me to call, A.R.1.712.    2 in Hom., c. inf., set on, incite to do, ἠλεός, ὅς τ' ἐφέηκε πολύφρονά περ μάλ' ἀεῖσαι Od.14.464; so ἐ. τινὰ ἐχθοδοπῆσαι, χαλεπῆναι, στοναχῆσαι, Il.1.518, 18.108,124.    3 of things, throw or launch at one, ὅς τοι πρῶτος ἐφῆκε βέλος 16.812; ἄλλοις ἐφίει βέλεα Od.24.180, etc.; [ἔγχος], μελίην, Il.20.346, 21.170; οἰστὸν ἐπί τινι E.Med.632 (lyr.); ἐ. χεῖράς τινι to lay hands on him, μνηστῆρσιν ἀναιδέσι χεῖρας ἐφήσω Od.20.39, cf.Il.1.567, etc.    4 of events, destinies, etc., send upon one, τοῖσιν ἀεικέα πότμον ἐφῆκε 4.396, etc.; Ἀργείοισι πολύστονα κήδε' ἐφῆκεν 1.445, cf. 21.524; μνηστήρεσσιν ἄεθλον τοῦτον ἐφήσω Od. 19.576; νόστον... ὅν μοι Ζεὺς ἐφέηκε which he hath laid upon me, 9.38; so πάντ' ἐφήσω μόρον A.Eu.502 (lyr.); τέκνοις ἀρὰς ἐ. Id.Th.786 (lyr.).    5 send against, in hostile sense, τῷ στρατοπέδῳ τὴν ἵππον Hdt.5.63; τὴν ἵππον ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας Id.9.49; ἡνίοχοι ἐφίεσαν ὠκέας ἵππους Hes.Sc.307; στρατὸν ἐς πεδία E.Heracl.393.    6 let in, freq. of water, ἐπεῖναι τὸν ποταμὸν ἐπὶ τὴν χώρην Hdt.7.130, cf. 2.100; τὸ ὕδωρ ἐπὶ τὴν ἔσοδον Id.7.176; also ἐ. ἀκτῖνα Θήβαισι E.Ph.5; ἀγέλας ἐπὶ τὰ χωρία X.Cyr.1.1.2; ἄγαν ἐφῆκας γλώσσαν did'st let loose, E. Andr.954; ὀργήν τινι ἐ. Pl.Lg.731d.    7 throw into, ἐς λέβητ' ἐφῆκεν ἕψεσθαι μέλη E.Cyc.404.    II let go, loosen, esp. the rein, ἐ. καὶ χαλάσαι τὰς ἡνίας τοῖς λόγοις Pl.Prt.338a; οὐρία ἐφέντα (abs.) ibid.; πᾶσαν ἐφεὶς ὀθόνην [τῷ ἀνέμῳ] AP10.1 (Leon.), cf.A.R.2.934.    b give up, yield, τινὶ τὴν ἡγεμονίαν Th.1.95; πάντ' ἐφέντες ἡδονήν E.Fr. 564; allow, τἆλλα τοῖς δούλοις Arist.Pol.1264a21.    c c. inf., permit, allow, τινὶ ὀνειδίσαι Hdt.1.90, cf.3.113; σοί γ' ἐφῆκα πᾶν λέγειν S.El. 631; ἢν ἐφῇς μοι (sc. λέγειν) ib.554, cf. 556,649: c. acc. et inf., τοὺς νεωτέρους ἐ. διώκειν X.Cyr.4.2.24 (v.l. for ἀφ-):—Pass., ἐφεθήσεταί τινι c. inf., Luc.Pr.Im.24.    d command, Pi.I.2.9 (v.infr.B).    2 give up, leave as a prey, ἐφῆκεν ἐλλοῖς ἰχθύσιν διαφθοράν S.Aj.1297, cf. 495 (v.l.); τὴν ἀποσκευὴν ἐ. τοῖς στρατιώταις διαρπάσαι D.S.14.75; intr. (sc. ἑαυτόν), give oneself up to, ἰσχυρῷ γέλωτι Pl.R.388e; [παιδιᾷ] Id.Ti.59c.    III put the male to the female, ἐπῆκε ὀχεῦσαι τὸν ἵππον Hdt.3.85, cf. 4.30, Arist.HA630b33.    IV as law-term, leave to another to decide, refer, δίκας ἐ. εἴς τινας D.40.31; εἰς δικαστήριον ibid.; ἐ. τινὰ εἰς τὸ δικαστήριον refer him to... Id.34.21; (sc. ἑαυτόν) appeal, εἰς τοὺς δικαστάς Id.29.59; ἐπί τινα Luc.Bis Acc.4; εἰς ἕτερον δικαστήριον Id.Herm.30; ἀπό τινος D.C.64.2: abs., Id.37.27.    B Med., lay one's command or behest upon, ὑμέων δ' ἀνδρὶ ἑκάστῳ ἐφιέμενος τάδε εἴρω Od.13.7, cf. Il.23.82, 24.300; ἐπιστολὰς ἅς σοι πατὴρ ἐφεῖτο A.Pr.4; πρός τι τοῦτ' ἐφίεσαι; S.OT766: c. inf., ἐ. τινὶ ἀγγεῖλαι Id.El.1111, cf. Ar.V.242; χαίρειν τἀλλ' ἐγώ σ' ἐ. I bid thec have thy will, S.Aj.112, cf. A.Ch.1039: abs., ὡς ἐφίεσαι Id.Pers.228 (troch.), cf.E.IT1483; ἐ. ἐς Λακεδαίμονα send or ders to... Th.4.108.    2 allow or permit one to do, κάρα τέμνειν ἐφεῖτο τῷ θέλοντι S.Ph.619; f.l. for ὑφ- in X.An.6.6.31, etc.    II c. gen., aim at, καλῶν lsoc.2.25; ἀγαθοῦ τινος Arist.EN1094a2, etc.; in fighting, τῶν προσώπων, τῶν ὅψεων, Plu.Pomp.71, Caes.45.    2 long for, desire, τί μοι τῶν δυσφόρων ἐφίῃ; S.El.143 (lyr.); τί . . ἐφίεσαι φιλοτιμίας; E.Ph.531; τῶν ἀλλοτρίων Antipho 5.79; τῶν κερδῶν, ἀρχῆς, Th.1.8,128; τῶν ἐν Σικελίᾳ ἀγαθῶν Id.4.61; ἰσότητος Arist.Pol.1302a25: c. gen. pers., X.Mem.4.1.2: c. inf., ὧν . . σου τυχεῖν ἐφίεμαι ἄκουσον S.Ph.1315; ἐ. ἄρξειν Th.6.6 codd. (leg. ἄρξαι): c. acc. et inf., S.OT1055.

German (Pape)

[Seite 1118] (s. ἵημι), ion. ἐπίημι, – 1) zusenden, zuschicken, Ἶριν Πριάμῳ Il, 24, 117; bes. in feindlicher Beziehung, aufreizen, aufhetzen, βέλεα, ἔγχος μελίην τινί, ein Geschoß gegen Einen schleudern, schießen, 16, 812. 15, 444; ähnlich χεῖράς τινι, Od. 20, 39 u. öfter, Hand an Jemand legen; ein unglückliches Geschick über Einen verhängen, ihm auferlegen, μνηστῆρσιν ἀεικέα πότμον ἐφήσω, 19, 550 u. sonst; νόστον, ὅν μοι Ζεὺς ἐφέηκε 9, 38; Ἀργείοισι πολύστονα κήδε' ἐφῆκεν Il. 1, 445; so auch Tragg., πάντ' ἐφήσω μόρον Aesch. Eum. 478, τέκνοις δ' ἀραίας ἐφῆκεν ἐπικότους τροφάς Spt. 768; ὡς δυστυχῆ Θήβαισιν ἀκτῖν' ἐφῆκας Eur. Phoen. 5, χέρα τινί Hec. 1128; auch μήποτ' ἐπ' ἐμοὶ τόξων ἐφείης ὀϊστόν, Med. 634; πεδία ἐς τάδ' οὐκ ἐφῆκέ πω στρατόν Heracl. 393, er hat noch kein Heer in dieses Land herangeführt; ἄγαν ἐφῆκας γλῶσσαν εἴς τι, loslassen die Zunge, Andr. 955; τὸ ὕδωρ ἐπῆκαν ἐπὶ τὴν ἔςοδον, sie leiteten es nach dem Eingange Her. 7, 176; – zulassen, ὄνους ταῖς ἵπποις, zum Bespringen, Her. 4, 30; Arist. A. H. 9, 47; – νέμονται αἱ ἀγέλαι, ἐφ' ὁποῖα ἂν αὐτὰς ἐφιῶσιν οἱ νομεῖς Xen. Cyr. 1, 1, 2, schlechtere Lesart ἐπάγωσιν, wo die Hirten sie hingehen lassen; – feindlich, angreifen lassen, τὴν ἵππον τῷ στρατοπέδῳ ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας, Her. 5, 63. 9, 49; τὴν ἵππον ἀθρόαν αὐτοῖς ἐφείς Plut. Arist. 14; Pol.; – τῷ κακῷ ἐφιέναι δεῖ τὴν ὀργήν, den Zorn gegen ihn richten, Plat. Legg. V, 731 d; – hinschleudern u. preisgeben, ἐλλοῖς ἰχθύσιν διαφθοράν Soph. Ai. 1276. – Bei Hom. auch c. inf., antreiben, anreizen, χόλος, ὅστ' ἐφέηκε πολύφρονά περ χαλεπῆναι Il. 18, 108, vgl. Od. 14, 464; ὅτε μ' ἐχθοδοπῆσαι ἐφήσεις Ἥρῃ, wenn du mich anreizen wirst, mich der Hera zu verfeinden, Il. 1, 518; ἀδινὸν στοναχῆσαι ἐφείην 18, 124; auch geradezu befehlen, heißen, νῦν δ' ἐφίητι τὸ τὠργείου φυλάξαι ῥῆμα Pind. I. 2, 9; τοὺς νεωτέρους ἐφίετε διώκειν Xen. Cyr. 4, 2, 24. – 21 überlassen, hingeben, ταρσὸν πνοιῇ Ap. Rh. 2, 934; nachlassen, καὶ χαλάσαι τὰς ἡνίας τοῖς λόγοις Plat. Prot. 338 a; gestatten, ἐπειδή σοι ἐφῆκα πᾶν λέγειν Soph. El. 621, wie ἢν ἐφῇς μοι 544; πλὴν ὧν ὁ νόμος ἐφίησι Plat. Legg. IX, 876 e; absolut, einem vorangegangenen ἔξεστι entsprechend, Andoc. 1, 55; οἷς οὐκέτι ἐφίεσαν οἱ ξύμμαχοι τὴν ἡγεμονίαν Thuc. 1, 95; οὐδ' ἢν ὁ Λάκων ἐπίῃ τοι ἄρχειν ἡμεῖς ἐπήσομεν Her. 7, 161, vgl. 3, 113; Xen. Hell. 7, 4, 7 u. sonst; τὴν ἀποσκευὴν ἐφῆκε τοῖς στρατιώταις διαρπάσαι D. Sic. 14, 75; a. Sp., wie τὰς δόσεις Plut. Sol. 21; auch pass. ἐφείθη, es wurde gestattet, Arist. u. Folgde. – In Athen, δίκην, einen Proceß einer höheren Behörde zur Entscheidung überlassen, also appelliren, z. B. vom Schiedsrichter an die Entscheidung des eigentlichen Gerichts, ἐφῆκεν εἰς τὸ δικαστήριον, τὰς μικρὰς δίκας εἰς ὑμᾶς ἐφιᾶσιν, Dem. 40, 31, vgl. 55; ähnlich ἐφῆκεν ἡμᾶς ἐς τὸ δικαστήριον, er wies uns an den Gerichtshof, forderte uns vor, 34, 21; absol., ἐφιέναι δίδωσιν ὁ νόμος εἰς ἄλλο δικαστήριον Luc. Hermot. 30; a. Sp., wie D. Cass. 37, 27; ἀπό τινος, von Jem., 64, 2. – Auch intrans., wo man ἑαυτόν hinzudenken kann, sich überlassen, hingeben, ὅταν τις ἐφιῇ ἰσχυρῷ γέλωτι Plat. Rep. III, 388 e; Tim. 59 d; ὀργῇ D. Hal.; bes. ἡδονῇ. – 31 med., – al sich wonach strecken, begehren. wonach trachten, κοὐκ ἦν ἔτ' ἀργὸν οὐδὲν ὧν ἐφίετο Soph. O. C. 1601; ὧν δὲ σοῦ τυχεῖν ἐφίεμαι ἄκουσον Phil. 1299; τῆς κακίστης δαιμόνων φιλοτιμίας Euripid. Phoen. 531; neben θηρεύω Plat. Phil. 20 d; τῶν πραγμάτων Crat. 419 c; τ οῦ ἀρίστου Phaedr. 237 d; τῶν κερδῶν, ἀρχῆς, Thuc. 1, 8. 128; Folgde; ἐφιέμενοι τῆς πάσης ἄρξειν Thuc. 6, 6; τῆς ἡδονῆς Arist. Eth. oft; τῶν προσώπων, nach dem Gesichte zielen, mit den Geschossen, Plut. Pomp. 71; τῶν ὄψεων Caes. 45; ὀρχηστικῆς u. ä., die Kunst erlernen wollen, sich ihr widmen, Pol. 9, 20, 7. – b) zulassen, gestatten; οὐδ' ἐφέστιον ἄλλην τραπέσθαι Λοξίας ἐφίετο, er gestattete nicht, verbot, Aesch. Ch. 1035; κάρα τέμνειν ἐφεῖτο τῷ θέλοντι Soph. Phil. 615; ἡ πόλις σοι ἐφεῖτο ὅ τι ἐβούλου ποιῆσαι Xen. An. 6, 4, 31; οὐκ ἐφίετο αὐτοῖς τέχνης ἅψασθαι βαναύσου Plut. Lyc. 24. – c) auftragen, befehlen; ἄλλο δέ τοι ἐρέω καὶ ἐφήσομαι Il. 23, 82; ἑκάστῳ ἐφιέμενος τάδε εἴρω Od. 13, 7; οὐ μέντοι τόδ' ἐφιεμένῃ ἀπιθήσω Il. 24, 300; ἐπιστολάς, ἅς σοι πατὴρ ἐφεῖτο Aesch. Prom. 4; ὅντιν' ἀρτίως μολεῖν ἐφιέμεσθα Soph. O. R. 1055; Ai. 970 El. 1100; wohin man auch rechnet χαίρειν, Ἀθάνα, τἄλλ' ἐγώ σ' ἐφίεμαι Ai. 112, an χαίρειν σε κελεύω erinnernd, ich wünsche, daß im Uebrigen du dich freuen magst, daß sonst dein Wille geschehe; ὥςπερ σὸν κέλευσμ' ἐφίεται Eur. I. T 1483; δεῖν κἀπάγειν ἐφίετο Bacch. 439; ἡμῖν ἐφεῖτ' ἐν ὥρᾳ ἥκειν Ar. Vesp. 242; so auch wohl ὁ δὲ εἰς τὴν Λακεδαίμονα ἐφιέμενος στρατιὰν προσαποστέλλειν ἐκέλευε Thuc. 4, 108. Über die Quantität des ι s. ἵημι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφίημι: Ἰων. ἐπίημι, τοῦ ἐνεργητ. ὁ Ὅμηρ. μεταχειρίζεται τὴν μετοχ, τοῦ ἐνεστ. ἐφιείς: μέλλ. ἐφήσω: ἀόριστ. α΄ ὁριστ. ἐφῆκα, Ἐπικ. ἐφέηκα: ἀόρ. β΄ προστ. ἔφες, ὑποτακτ. ἐφείω, ῃς, ῃ, (οὕτως ἔπειτα ἐν ταῖς πλαγίαις ἐγκλίσεσι προτιμᾶται ὁ ἀόρ. β΄ ἐφῇς, Σοφ. Ἠλ. 554, μετοχ. ἐφείς, Αἴ. 495, κτλ.): τοῦ Μέσου, μετοχ. ἐνεστ. ἐφιέμενος: μέλλ. ἐφήσομαι: ἔχει προσέτι ὁ Ὅμ. καὶ γ΄ ἑνικ. παρατ. ἐφίει, ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. ἐφιέω: πρβλ. ἵημι. ἐφῐημι Ἐπικ., ἐφῑημι Ἀττ.· ὅμως ὁ Ὅμ. ἀείποτε μεταχειρίζεται: ἐφιείς, ἐφίει, ἐφιέμενος μετὰ ῑ, πλὴν τοῦ ἐφῐει ἐν Ὀδ. Ω. 180. Πέμπω πρός τινα, Πριάμῳ... Ἶριν ἐφήσω Ἰλ. Ω. 117· ἐφέηκέ με καλέειν, ἔπεμψέ με νὰ καλέσω, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 712. 2) παρ᾿ Ὁμήρῳ μετ᾿ ἀπαρ., παρακινῶ, παρορμῶ εἴς τι, οἶνος γὰρ ἀνώγει ἠλέος, ὅς τ᾿ ἐφέηκε πολύφρονά περ μάλ᾿ ἀεῖσαι Ὀδ. Ξ. 464· οὕτως, ἐφ. τινὰ ἐχθοδοπῆσαι, χαλεπῆναι, στοναχῆσαι Ἰλ. Α. 518, Σ. 108, 124, πρβλ. Πινδ. Ι. 2. 15. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ῥίπτω, ἀκοντίζω κατά τινος, ὅς τοι πρῶτος ἐφῆκε βέλος Ἰλ. Π. 812· ἄλλοις ἐφίει βέλεα Ὀδ. Ω. 180, κτλ.· ἔγχος μελίην Ἰλ. Υ. 346, Φ. 170· οἰστὸν ἐπί τινι Εὐρ. Μήδ. 634· ἐφ. χεῖράς τινι, ἐπιβάλλειν χεῖράς τινι, Λατ. injicere manus, μνηστῆρσιν ἀναιδέσι χεῖρας ἐφήσω Ὀδ. Υ. 39, πρβλ. Ἰλ. Α. 567, κτλ. 4) ἐπὶ γεγονότων, τοῦ πεπρωμένου, κλ., πέμπω εἴς τινα, τοῖσιν ἀεικέα πότμον ἐφῆκεν Ἰλ. Δ. 396, κτλ.· Ἀργείοισι πολύστονα κήδε’ ἐφῆκεν Α. 445, πρβλ. Φ. 524· μνηστήρεσσιν ἄεθλον τοῦτον ἐφήσω, «ἐπισκήψω, ἐντελοῦμαι» (Ἀπολλ. Λεξικ.), Ὀδ. Τ. 576· τοῖσιν ἀεικέα νόστον... ὅν μοι Ζεὺς ἐφέηκε, ἐχαρίσατό μοι, Ι. 38· οὕτω, πάντ᾿ ἐφήσω μόρον, συγχωρήσω, ἐπιτρέψω, Αἰσχύλ. Εὐμ. 501· τέκνοισιν δ᾿ ἀρὰς ἐφῆκεν, ἐπέπεμψεν, ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 786. 5) πέμπω ἐναντίον τινός, ἐπὶ ἐχθρικῆς ἐννοίας, τῷ στρατοπέδῳ τὴν ἵππον Ἡρόδ. 5. 63· τὴν ἵππον ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας 9. 49, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 307· στρατὸς ἐς πεδία Εὐρ, Ἡρακλ. 393: ― ὡσαύτως, ἀφίνω τὸ ὕδωρ νὰ εἰσρεύσῃ, διοχετεύω, ἐπεῖναι τὸν ποταμὸν ἐπὶ τὴν χώρην Ἡρόδ. 7. 130, πρβλ. 2. 100· τὸ ὕδωρ ἐπὶ τὴν ἔσοδον ὁ αὐτ. 7. 176· οὕτω καὶ, ἐφ. ἀκτῖνα Θήβαις Εὐρ. Φοίν. 5. ἀγέλας ἐπὶ τὰ χωρίᾳ Ξεν. Κύρ. 1. 1, 2· ἄγαν ἐφῆκας γλῶσσαν, πολὺ ἔλυσας τὴν γλῶσσάν σου, Εὐρ. Ἀνδρ. 954· ὀργήν τινι ἐφ. Πλάτ. Νόμ. 731D. 6) βάλλω, ῥίπτω ἐντός τινος, εἰς λέβητ᾿ ἐφῆκεν ἕψεσθαι μέλη Εὐρ. Κύκλ. 404. ΙΙ, χαλαρώνω, ἰδίως τὸν χαλινόν, Λατ. remittere, ἐφ. καὶ χαλάσαι τὰς ἡνίας τοῖς λόγοις Πλάτ. Πρωτ. 338Α· πᾶσαν ἐφεὶς ὀθόνην τῷ ἀνέμῳ Ἀνθ. Π. 10. 1, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 934: ― ἐντεῦθεν. β) παραχωρῶ, Λατ. concedere, τινὶ τὴν ἡγεμονίαν Θουκ. 1. 95· πάνθ᾿ ἐφέντες ἡδονῇ Εὐρ. Ἀποσπ. 568· τἆλλα τοῖς δούλοις Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 5, 19· ἴδε ἐν λ. χείριος. γ) μετ᾿ ἀπαρ., ἐπιτρέπω, ἀφίνω, τινὶ ποιεῖν τι Ἡρόδ. 1. 90., 3. 113· τινὶ πᾶν λέγειν Σοφ. Ἠλ. 631· ἤν ἐφῇς μοι δηλ. λέγειν αὐτόθι 554, πρβλ. 556, 649· μετ᾿ αἰτ. καὶ ἀπαρ., τοὺς νεωτέρους ἐφίετε διώκειν Ξεν. Κύρ. 4. 2, 24· ― Παθ., ἐφεθήσεταί τινι, μετ᾿ ἀπαρ., Λουκ. Ὑπέρ τῶν Εἰκ. 24. 7) ἐντέλλομαι, διατάσσω, Πινδ. Ι. 2. 13· ἴδε κατωτ. Β. 2) παραχωρῶ, παραδίδω, ἀφίνω ὡς λείαν εἴς τινα, ἐγκαταλείπω, ἐφῆκεν ἐλλοῖς ἰχθύσιν διαφθορὰν Σοφ. Αἴ. 1297, πρβλ. 495· ― ἀπολ., κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ. (ἐξυπακ. τοῦ ἑαυτόν), παραδίδομαι εἴς τι, οὐρίᾳ, εἰς οὔριον ἄνεμον, Πλάτ. Πρώτ. 338Α· ἰσχυρῷ γέλωτι Πολ. 388Ε· τῇ ἡδονῇ Τίμ. 59C· ἴδε δίδωμι IV. ΙΙΙ. ἀφίνω τὸν ἄρρενα ἐπὶ τὴν θήλειαν, Λατ. admittere, Ἡρόδ. 3. 85., 4. 30, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 47, 1. IV. ὡς νομικὸς ὅρος, ἀφίνω εἴς τινα ν᾿ ἀποφασίσῃ, δίκας ἐφ. εἴς τινα Δημ. 1017. 27., 1024. 22· ἐφ. τινὰ εἰς τὸ δικαστήριον, ἀναφέρω τινὰ εἰς.., ὁ αὐτ. 913. 33· τοιαῦτα εἰς ἕτερον δικ. Λουκ. Ἑρμότ. 30· ― καὶ ἀπολ. (ἐξυπακ. ἑαυτὸν), κάμνω ἔφεσιν τῆς ὑποθέσεως, εἰς τοὺς δικαστάς Δημ. 862. 5, πρβλ. 1017. 25· ἐπί τινα Λουκ. Δὶς Κατηγ. 4· ἀπό τινος Δίων Κ. 64. 2, πρβλ. ἐφέτης, ἔφεσις. Β. Μεσ., ἐντέλλομαι, (ἴδε ἐφετμή, ἐφημοσύνη), ὑμέων δ᾿ ἀνδρὶ ἑκάστῳ ἐφιέμενος τάδε εἴρω, ἐντεταλμένος τάδε λέγω, Ὀδ. Ν. 7, πρβλ. Ἰλ. Ψ. 82, Ω. 300· ἐπιστολὰς ἅς σοι πατὴρ ἐφεῖτο Αἰσχύλ. Πρ. 4· πρὸς τί τοῦτ᾿ ἐφίεσαι; Σοφ. Ο. Τ. 766· ― μετ᾿ ἀπαρ., ἐφ. τινὶ ποιεῖν τι ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1111, Ἀριστοφ. Σφ. 242· χαίρειν, Ἀθάνα, τἆλλ᾿ ἐγώ σ᾿ ἐφίεμαι, «ἐφίεμαί σε εἰς τὰ ἄλλα κελεύειν μοι καὶ χαίρειν ὡς πειθομένουσου» (Σχόλ.), Σοφ. Αἴ. 112, πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 1039· ἀπολ., ὡς ἐφίεσαι ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 228. πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 1483· ἐφ. ἐς Λακεδαίμονα, ἐντέλλεσθαι, πέμπειν ἐντολάς εἰς…, Θουκ. 4. 108. 2) ἐπιτρέπω, ἀφίνω εἴς τινα νὰ πράξῃ τι, κάρα τέμνειν ἐφεῖτο τῷ θέλοντι Σοφ. Φιλ. 619, Ξεν. Ἀν. 6. 6, 31, κτλ. ΙΙ. μετὰ γεν., ἀποβλέπω εἴς τι, ἀγαθοῦ τινος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 1, 1· τῶν προσώπων, τῶν ὄψων Πλουτ. Πομπ. 71, Καῖσ. 45. 2) σφοδρῶς ἐπιθυμῶ τινος, τι μοι τῶν δυσφόρων ἐφίει; Σοφ. Ἠλ. 143· τι… ἐφίεσαι φιλοτιμίας; Εὐρ. Φοίν. 531· ἀλλοτρίων Ἀντιφῶν 138. 37· τῶν κερδῶν, ἀρχῆς Θουκ. 1. 8, 128, πρβλ. 4. 61· μετὰ γεν. προσ., Ξεν. Ἀπομν. 4. 1, 2: ἐν Σοφ. Ο. Τ. 766, ἀντὶ τοῦ: τι τοῦτ’ ἐφίεσαι; ὁ Linwood προτείνει, τι τοῦδ’ ἐφίεσαι; - μετ’ ἀπαρ., ὧν… σοῦ τυχεῖν ἐφίεμαι, ἄκουσον Σοφ. Φιλ. 1315· ἐφ. ἄρξειν Θουκ. 6. 6, κτλ.· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Σοφ. Ο. Τ. 1055.

French (Bailly abrégé)

f. ἐφήσω, ao. ἐφῆκα, épq. ἐφέηκα, etc.
A. tr. I. envoyer à ou contre, d’où
1 envoyer à, vers : Πριάμῳ Ἴριν ἐφήσω IL j’enverrai Iris vers Priam ; ποταμὸν ἐπὶ χώρην HDT amener un fleuve sur un territoire ; abs. conduire le mâle vers la femelle, faire saillir ; fig. ἐφ. τινὰ χαλεπῆναι, στοναχῆσαι IL amener qqn à s’irriter, à gémir;
2 avec idée d’hostilité lancer ou envoyer contre : ἐφ. βέλος τινί IL lancer un trait contre qqn ; χεῖράς τινι OD, χέρα τινί EUR jeter les mains sur qqn ; τῷ στρατοπέδῳ τὴν ἵππον HDT, τὴν ἵππον ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας HDT lancer la cavalerie contre le camp, sur les Grecs ; fig. τινι πότμον IL, κήδεα IL envoyer à qqn un sort funeste, des chagrins;
II. laisser aller, d’où
1 lâcher, relâcher : τὰς ἡνίας τοῖς λόγοις PLAT lâcher la bride à ses discours;
2 concéder, accorder, permettre : τινι τὴν ἡγεμονίαν THC concéder à qqn l’hégémonie ; ἐφ. τινὶ ποιεῖν τι HDT ou τινὰ ποιεῖν τι XÉN permettre à qqn de faire qch ; Pass. ἐφείθη ATT cela fut permis;
B. intr. en appar. (s.e. ἑαυτόν) :
1 se laisser aller à, τινι;
2 t. de droit en appeler : ἐπί τινα LUC à qqn;
Moy. ἐφίεμαι (impf. ἐφιέμην, f. ἐφήσομαι, ao. ἐφηκάμην);
I. intr. se diriger vers, tendre à : τῶν προσώπων PLUT viser à la figure ; fig. ἐφ. ἀρχῆς THC convoiter, rechercher le pouvoir ; ἐφ. ἄρξειν THC ambitionner de commander;
II. tr. 1 envoyer vers, fig. càd mander, ordonner, recommander : τι qch ; ἐπιστολάς τινι ESCHL donner des instructions à qqn ; ἐφ. ἐς Λακεδαίμονα THC envoyer des ordres à Lacédémone ; τινι ποιεῖν τι SOPH ordonner à qqn de faire qch ; τινα χαίρειν SOPH dire adieu à qqn;
2 laisser aller, fig. permettre : τινι ποιεῖν τι à qqn de faire qch.
Étymologie: ἐπί, ἵημι.

English (Autenrieth)

part. ἐφῖείς, ipf. ἐφι^ει, fut. ἐφήσεις, aor. ἐφῆκα, ἐφέηκα, subj. ἐφείω, opt. ἐφείην, imp. ἔφες, mid. pres. part. ἐφῖέμενος: let go at or upon.—I. act., of ‘sendingone person to another, Il. 24.117; ‘letting fly’ missiles at anything, βέλεά τινι, Α , Il. 21.170; ‘laying (violent hands) uponone, Il. 1.567, Od. 1.254; met., of ‘inciting’ a person to some action, w. inf., χαλεπῆναι, ἀεῖσαι, Σ 108, Od. 14.464; also of ‘bringing’ or ‘imposing’ troubles, etc., upon one, πότμον, ἄεθλον, κήδεά τινι, Il. 4.396, τ , Il. 1.445.—II. mid., enjoin upon, command; τινί (τι), Il. 23.82, Il. 24.300, Od. 13.7.

English (Slater)

ἐφῐημι
   1 bid νῦν δ' ἐφίητι λτ;τὸγτ; τὠργείου φυλάξαι ῥῆμ (sc. ἁ Μοῖσα) (I. 2.9)