ἐκβαίνω

From LSJ
Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκβαίνω Medium diacritics: ἐκβαίνω Low diacritics: εκβαίνω Capitals: ΕΚΒΑΙΝΩ
Transliteration A: ekbaínō Transliteration B: ekbainō Transliteration C: ekvaino Beta Code: e)kbai/nw

English (LSJ)

fut. -βήσομαι : aor. ἐξέβην : pf. ἐκβέβηκα :—

   A step out of or off from, c. gen., πέτρης ἐκβαίνοντα Il.4.107 ; ἔκβαιν' ἀπήνης A.Ag. 906 ; ἐ. ἐκ τῆς νεώς Th.1.137 (so in tmesi, ἐκ δὲ Χρυσηΐς νηὸς βῆ Il.1.439) : abs., step out of a ship or chariot, disembark, dismount, ἐκ δ' ἔβαν αὐτοί 3.113, cf. 1.437, Hdt.4.196, etc. ; step out of the sea, Od. 5.415,7.278 ; debouch from a defile, X.An.4.2.3 ; καταστρατοπεδεύσασθαι ἐπὶ λόφον ἐκβάντες ib.6.3.20 : rarely exc. of persons, but βοὴ ..ἐξέβη νάπους S.Aj.892.    2 go out of, depart from, ψυχὴ ἐ. ἐκ τοῦ σώματος Pl.Phd.77d ; ἐκ τοῦ πολέμου Plb.3.40.7 : c. gen., ἐ. τύχης E.IT907 ; ἐ. τῆς ἑαυτοῦ ἰδέας Pl.R.380d ; τῆς λεκτικῆς ἁρμονίας Arist.Po.1449a27 ; τι τῆς εἰωθυίας διαίτης Pl.R.406b ; ἔνθεν ἐ. Id.Ti.44e ; withdraw from, ἐκ τῆς νομοθεσίας Id.Lg.744a ; μισθώσεως, γεωργίας, BGU1120.52 (i B.C.), PTeb.309.14 (ii A.D.).    3 c. acc., leave, τὴν πλατεῖαν Herod.6.53, cf. Phld.D.3.11 : but,    b usu. with the sense, outstep, overstep, γαίας ὅρια E.HF82 ; τὴν ἡλικίαν τοῦ γεννᾶν Pl.R.461b ; τριάκοντα ἔτη ib.537d ; τὸν ὅρκον v.l. in Id.Smp. 183b ; τὸ μέσον Arist.Pol.1296a26.    4 in Poets, the instrument of motion is added in acc., ἐκβὰς..ἁρμάτων πόδα E.Heracl.802.    5 to be produced, of crops, οἱ ἐκβησόμενοι καρποί PLips.23.20 (iv A.D.), etc.    6 project, of ground, PTeb.84.91 (ii B.C.).    II metaph.,    1 come out, turn out, Hdt.7.209 ; τῇ περ ὥρων ἐκβησόμενα πρήγματα ταῦτα ibid. ; τὰ μέλλοντά σφι ἐκβαίνειν ib.221, cf. Th.7.14, etc. ; of a total obtained by measurement, PAmh.2.31 (ii B.C.).    2 to be fulfilled, of prophecies, etc., D.19.28 ; also τοιοῦτον ἐκβέβηκεν S.Tr.672 ; κάκιστος ἐ. to prove a villain, E.Med.229 ; κατὰ νοῦν ἐ. τινί Pl.Mx.247d ; ἄν τι μὴ κατὰ γνώμην ἐκβῇ D.1.16 ; τὸ ἐκβάν, τὰ ἐκβαίνοντα, the issue, event, D.1.11, Plb.2.27.5.    3 go out of due bounds, ἐς τοῦτ' ἐκβέβηκ' ἀλγηδόνος E.Med.56 ; ποῖποτ' ἐξέβης λόγῳ ; S.Ph.896 ; ἐξέβην γὰρ ἄλλοσε I wandered elsewhere in thought, E. IT781 ; in writing, digress, ἐπάνειμι ἔνθεν ἐξέβην X.HG6.5.1, cf. 7.4.1, D.18.211, Pl.Lg.864c.    4 project, extend beyond a limit, POxy. 918 xi 20 (ii A.D.) : metaph., transcend, ἐ. ὑπὲρ τὸ μέγα ὂν καὶ ὑπὲρ τὸ μικρόν Porph.Sent.34.    5 lapse, πρὶν ἐκβῆναί τινι τὴν στρατηγίαν App.Syr.23.    6 ἐκβαίνοντος μηνός, = φθίνοντος μ., IG14.105 (Syracus.).    B causal, in aor. I -έβησα :—cause to go out, esp. put ashore, land from a ship, ἐκ δ' ἑκατόμβην βῆσαν Il.1.438 ; οἱ δ' ἐκβήσαντές [σε] ἔβησαν (where ἔβησαν is aor. 2) Od.24.301 ; ἐς γαῖαν ἐξέβησέ [με] E. Hel.1616.

German (Pape)

[Seite 753] (s. βαίνω), 1) herausgehen, – a) aussteigen, bes. aus dem Schiffe ans Land steigen, ἐκ νηὸς βῆ Il. 1, 439, wie ἐκ τῆς νεὼς ἐκβ. Thuc. 1, 137; gew. ohne Zusatz, ἐκ δὲ καὶ αὐτοὶ βαῖνον ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης Il. 1, 437; δησάμενοι ἐρετμὰ ἔκβητε Od. 8, 38; Thuc. 7, 40 u. A.; herabsteigen, πέτρης Il. 4, 107, wie 3, 113, ἐκ δ' ἔβαν αὐτοί, sie stiegen vom Wagen; ἔκβαιν' ἀπήνης Aesch. Ag. 880. 1009. – b) übh. herausgehen, verlassen; ψυχὴν ἐκβαίνουσαν ἐκ τοῦ σώματος Plat. Phaed. 77 d; ὅθεν, ἔνθεν ἐκβ., 113 e Tim. 44 e; νάπος, aus dem Thale, Add. 2 (IX, 300); ἐκβαίνειν πρὸς τὸ ὄρος, aus dem Thale heraus aufwärts steigen, Xen. An. 4, 2, 3. 25; ἄλλοσε, Eur. I. T. 781; ἐς τοῦτ' ἐκβέβηκ' ἀλγηδόνος Med. 56, soweit bin ich gekommen; – τίνος βοὴ πάραυλος ἐξέβη νάπ ους, tönte heraus aus, Soph. Ai. 876. – c) darüber hinausgehen, überschreiten; τύχης Eur. I. T. 907; τῆς εἰωθυίας διαίτης Plat. Rep. III, 406 b; τῆς ἑαυτοῦ ἰδέας, aus seiner Eigenthümlichkeit heraustreten, II, 380 d; von der Zeit, dem Alter, τὰ τριάκοντα ἔτη, über die dreißig hinauskommen, VII, 537 e; τοῦ γεννᾶν τὴν ἡλικίαν V, 461 b; auch wie unser übertreten, verletzen, τὰ νομοθετηθέντα Polit. 295 d; τὸν ὅρκον Conv. 183 b; vgl. γαίας ὅρια Eur. Herc. fur. 82. Aber οὕτω τάχ' ἂν ἴσως ἐκ τῆς νομοθεσίας ἐκβαίνοι, er kommt davon, kommt damit zu Stande, Plat. Legg. V, 744 a. – d) von der Rede ausgehen, abschweifen; ἔνθεν ἐπὶ ταῦτα ἐξέβην, ἐπάνειμι, Xen. Hell. 7, 4, 1 Plat. Legg. IX, 864 c u. Redner; vgl. Soph. ποῖ ποτ' ἐξέβης λόγῳ Phil. 884. – e) ausgehen, ausfallen; τοιοῦτονἐκβέβηκεν Soph. Tr. 669; Her. 7, 709. 8, 60 u. öfter; ποικίλα γέ σοι ἐκβαίνει τὰ ὀνόματα Plat. Crat. 417 e; κατὰ νοῦν Menex. 247 d; ἄν τι μὴ κατὰ γνώμην ἐκβῇ, wider Erwarten, Dem. 1, 16; in Erfüllung gehen, ἐκβέβηκε ὅσα ἀπήγγειλε 19, 28; ἐξέβη τὸ ἐνύπνιον Alexis B. A. 96; κάκιστος ἀνδρῶν ἐκβέβηχ' οὑμὸς πόσις Eur. Med. 229, er ist erfunden worden; vgl. Plat. Rep. III, 413 e; καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός, σοφός, Men. monost. 274. 475. Auch = zu Ende gehen, App. Syr. 23. – 2) im aor. I. transit., herausgehen lassen, aussetzen; aus dem Schiffe, Il. 1, 438 Od. 24, 301; ἐς δὲ γαῖαν ἐξέβησέ σοι τάδ' ἀγγελοῦντα Eur. Hel. 1616, der auch ἐκβὰς πόδα = »den Fuß heraussetzen« sagt, Heracl. 805.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκβαίνω: μέλλ. -βήσομαι: ἀόρ. ἐξέβην: - ἐξέρχομαι, «βγαίνω», μετὰ γεν. πέτρης ἐκβαίνοντα Ἰλ. Δ. 107· ἔκβαιν’ ἀπήνης Αἰσχύλ. Ἀγ. 906· ἐκβ. ἐκ νεὼς Θουκ. 1. 137 (οὕτως ἐν τμήσει, ἐκ δὲ Χρυσηΐς νηὸς βῆ Ἰλ. Α. 439): - ἀπολ., ἀποβιβάζομαι ἐκ πλοίου ἢ καταβαίνω ἐξ ἅρματος, «πεζεύω», ἐκ δ’ ἔβαν αὐτοὶ Γ. 113, πρβλ. 1. 437, Ἡρόδ. 4. 196, κτλ.· ἐξέρχομαι ἐκ τῆς θαλάσσης, μή πώς μ’ ἐκβαίνοντα βάλῃ λιθάκι ποτὶ πέτρῃ κῦμα μέγ’ ἁρπάξαν Ὀδ. Ε. 415., Η. 278· καὶ παρ’ Ἱστορικοῖς, ἐξέρχομαι ἐκ χαράδρας, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 3· ἀναβαίνω πρὸς τὰ ἄνω, κατεστρατοπεδεύσαντο ἐπὶ λόφον ἐκβάντες αὐτόθι 6. 3, 20· κυρίως ἐπὶ ἀνθρώπων, σπανίως δὲ καὶ ἐπὶ ἄλλων πραγμάτων, βοὴ.... ἐξέβη Σοφ. Αἴ. 892. 2) ἐξέρχομαι, ἀπέρχομαι, Λατ. egredi, ἐκβαίνουσαν τὴν ψυχὴν ἐκ τοῦ σώματος Πλάτ. Φαίδων 77D· ἐκ τῆς νομοθεσίας ὁ αὐτ. Νόμ. 744Α· ἐκ τοῦ πολέμου Πολύβ.: - μετὰ γεν., μὴ ἐκβάντας τύχης Εὐρ. Ι. Τ. 907· ἐκβ. τῆς ἑαυτοῦ ἰδέας Πλάτ. Πολ. 380D· ἔνθεν ἐκβ. ὁ αὐτ. Τίμ. 44Ε. 3) μετ’ αἰτ., ἐξέρχομαι, ὑπερβαίνω, παραβαίνω, γαίας ὅρια Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 82· τὴν ἡλικίαν τοῦ γεννᾶν Πλάτ. Πολ. 461Β, πρβλ. 537D· τὸν ὅρκον ὁ αὐτ. Συμπ. 183Β· τὸ μέσον Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 11, 16. 4) παρὰ ποιηταῖς τὸ ὄργανον τῆς κινήσεως προστίθεται κατ’ αἰτιατ., ἐκβὰς.... ἁρμάτων πόδα Εὐρ. Ἡρακλ. 802· πρβλ. βαίνω ΙΙ. 4. ΙΙ. μεταφ., 1) ἀποβαίνω, Λατ. evadere, Ἡρόδ. 7. 209, 221, Θουκ., κτλ.: - ἐκπληροῦμαι, ἐπὶ προφητειῶν, κτλ. Δημ. 349. 17· - ὡσαύτως, τοιοῦτον ἐκβέβηκεν Σοφ. Τρ. 672· κάκιστος ἀνδρῶν ἐκβέβηχ’ οὑμὸς πόσις, ἀπεδείχθη κάκιστος κτλ., Εὐρ. Μήδ. 229· κατὰ νοῦν ἐκβ. τινὶ Πλάτ. Μενέξ. 247D· πρβλ. Δημ. 14. 3: - τὰ ἐκβησόμενα, τὰ μέλλοντα ἐκβαίνειν, Ἡρόδ. 7. 209, 221, κτλ.· τὸ ἐκβάν, τὰ ἐκβαίνοντα Δημ. 12. 6. κτλ. 2) ἐξέρχομαι τοῦ προσήκοντος μέτρου, ὑπερβαίνω τὸ ὅριον, ἐς τοῦτ’ ἐκβέβηκ’ ἀλγηδόνος Εὐρ. Μήδ. 56· ποῖ ποτ’ ἐξέβης λόγῳ; Σοφ. Φ. 896· ἐξέβην γὰρ ἄλλοσε, ἐπλανήθην ἀλλαχοῦ κατὰ διάνοιαν, Εὐρ. Ι. Τ. 781· ἐπὶ συγγραφῆς, κάμνω παρέκβασιν, ἐπάνειμι ἔνθεν ἐξέβην Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 1, πρβλ. 7. 4, 1, Δημ. 298. 12. 3) λήγω, λαμβάνω τέλος, πρὶν ἐκβῆναι τῷ ἀδελφῷ τὴν στρατηγίαν Ἀππ. Στρ. 23. Β. Μεταβατ. ἐν τῷ α΄ ἀορ. -έβησα, ἐκβιβάζω, ἀποβιβάζω ἐκ πλοίου, ἐκ δ’ ἑκατόμβην βῆσαν Ἰλ. Α. 438· οἱ δ’ ἐκβήσαντες (σε δηλ.) ἔβησαν (ἔνθα τὸ ἔβησαν εἶναι ἀόρ. β΄), ἀποβιβάσαντές σε ἐκ τοῦ πλοίου ἀπῆλθον, Ὀδ. Ω. 301· ἐς γαῖαν ἐξέβησε αὐτὸν Εὐρ. Ἑλ. 1616.

French (Bailly abrégé)

f. ἐκβήσομαι, ao. ἐξέβην, pf. ἐκβέβηκα;
I. intr. 1 sortir : ἐκ νεώς THC d’un vaisseau ; abs. débarquer ; ἐκβ. ἀπήνης ESCHL descendre d’un char ; particul. sortir d’un lieu profond (fossé, ravin, etc.) pour remonter ; s’avancer en montant : πρὸς τὰ ὄρη, ἐπὶ λόφον, ἐπὸ τοὺς ἄνω πολεμίους XÉN vers les montagnes, sur la colline, vers l’ennemi posté sur les hauteurs ; fig. sortir de son sujet, faire une digression : ἐπάνειμι ἔνθεν ἐξέβην XÉN je reviens au point d’où je me suis écarté;
2 partir d’un point pour aboutir à : ἐκ παίδων εἰς τὸ μειρακιοῦσθαι XÉN de l’enfance arriver à la jeunesse ; en venir à : εἰς τοῦτ’ ἐκβέβηκ’ ἀλγηδόνος EUR j’en suis venu à ce point de souffrance ; en gén. arriver, devenir : τοιοῦτον ἐκβέβηκεν SOPH voilà ce qui est arrivé ; κάκιστος ἀνδρῶν ἐκβέβηκε EUR il est devenu le plus funeste des hommes;
3 dépasser, franchir, acc.;
II. tr. (ao. ἐξέβησα) faire sortir, particul. faire débarquer.
Étymologie: ἐκ, βαίνω.

English (Autenrieth)

aor. 1 part. ἐκβήσαντες, aor. 2 imp. ἔκβητε: go out, esp. go ashore, disembark; aor. 1 trans., ‘putting you ashore,’ Od. 24.301.

Spanish (DGE)

• Grafía: en pap. ἐγβ-

• Morfología: [aor. rad. 1a sg. ἐξέβην X.HG 6.5.1, 3a plu. c. tm. ἐκ ... ἔβαν Il.3.113, sigm. 3a sg. ἐξέβησε E.Hel.1616, 3a plu. c. tm. ἐκ ... βῆσαν Il.1.438, part. ἐκβήσαντες Od.24.301
A intr., gener. c. suj. de pers. (raramente abstr.)
I c. mov. real de dentro afuera y suj. de pers. o asim.
1 c. mov. hacia abajo salir, saltar πέτρης ἐκβαίνοντα (hirió a una cabra montés) cuando saltaba de una peña, Il.4.107
ref. a un vehículo: del carro bajar, apearse ἐκ δ' ἔβαν αὐτοί y ellos se bajaron del carro Il.3.113, ἔκβαιν' ἀπήνης A.A.906
de naves desembarcar ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης Il.1.437, cf. Hdt.4.196, οὐδ' ἐπὶ γαῖαν ἔκβητ' h.Ap.457, c. gen. ἐκ δὲ Χρυσηῒς νηὸς βῆ Il.1.439, c. ἐκ y gen. μηδένα ἐκβῆναι ἐκ τῆς νεώς Th.1.137.
2 c. mov. hacia arriba salir, subir
a) desde extensiones acuáticas, esp. arribar μ' ἐκβαίνοντα a mí, al intentar la arribada, Od.5.415, 7.278, ἐκ δ' ἔβη αἰδοίη καλὴ θεός Afrodita del mar, Hes.Th.194;
b) gener. salir, subir c. constr. prep. de ac. πρὸς τὸ ὄρθιον X.An.4.2.3, κατεστρατοπεδεύσαντο ἐπὶ λόφον ἐκβάντες X.An.6.3.20, ἐξέβαινεν ἐπὶ τοὺς ἄνω πολεμίους X.An.4.3.23, c. adv. de proced. βάθη παντοδαπὰ ... ἔνθεν δὲ ἐκβαίνειν Pl.Ti.44e.
3 c. suj. de abstr., indif. a la dirección salir τὰ μέν τ' ἐνέμιμνε μελέων τὰ δέ τ' ἐξεβεβήκει unos elementos permanecían inalterados, otros ya habían salido fuera Emp.B 35.11, c. gen. τίνος βοὴ ... ἐξέβη νάπους S.Ai.892, πρὶν ἐκβῆναι τοῦ σώματος antes de salir del cuerpo (el alma), e.d. antes de morir Gr.Nyss.Steph.1.87.4, c. ἐκ y gen. ψυχὴ ... ἐκ τοῦ σώματος Pl.Phd.77d.
II fig. c. ref. un punto de partida, c. suj. gener. de pers.
1 apartarse, dejar, cesar c. suj. de pers. y gen. de abstr. ἐκβάντι τῶν ὅρκων para el que se aparta de los juramentos, e.e., para el que los traiciona Pl.Smp.183b, ἐκβαίνοντες τῆς λεκτικῆς ἁρμονίας Arist.Po.1449a27, ἡ ψυχὴ ... ἐκβήσεται τοῦ ψυχὴ τυγχάνειν el alma dejará de ser alma S.E.M.7.377
traspasar un límite, trascender Ἰησοῦς ... ὁ πάσης τῆς κατὰ πᾶσαν φύσιν τάξεως ... ἐκβεβηκώς Dion.Ar.DN 1.4.
2 poner fin, terminar, quedar libre de c. suj. de pers. y ἐκ c. gen. de actividades τάχ' ἂν ἴσως ἐκ τῆς νομοθεσίας ... ἐκβαίνοι tal vez terminaría la redacción de leyes Pl.Lg.744a, ἐκβαίνοντες ἐκ τοῦ πολέμου Plb.3.40.7
c. gen. solo, frec. en pap. ref. compromisos contractuales rescindir ἐὰν [δὲ] οἰ μεμισθωμένοι [ἐγ] βαίνωσιν τῆς μισθώσεως BGU 1120.52 (I a.C.), τυγχάν[ω ἑ] κουσίως ἐ[κ] βεβηκέναι τῆς ... γεωργείας PKron.45.5 (II d.C.)
c. suj. de la actividad y dat. de pers. expirar, acabar πρὶν ἐκβῆναι τῷ ἀδελφῷ τὴν στρατηγίαν App.Syr.23
pero tb. c. suj. de cosa οἶμαι καὶ ὑμᾶς πεφροντικέναι τῶν ἱματίων μου [ἐ] γβάντων τῶν τοῦ πατρός μου imagino que os habéis preocupado de mis mantos una vez terminados los de mi padre, PMerton 114.6 (II d.C.), ἐκβαίνοντος μη(νὸς) Ἀπρι(λίου) τῆς λʹ al terminar el mes de abril el día 30, IGChOcc.1003 (Siracusa, imper.).
3 cambiar c. gen. de estados, formas o situaciones μὴ 'κβάντας τύχης ... ἡδονὰς ἄλλας λαβεῖν no gozar de otros placeres a costa de cambiar su suerte E.IT 907, τῆς ἑαυτοῦ ἰδέας ἐκβαίνειν Pl.R.380d, cf. 406b.
4 ref. al discurso comenzar una digresión, salirse del discurso, apartarse del tema principal, c. adv. de lugar de dónde ἴωμεν ... ἐκεῖσε ὁπόθεν ἐξέβημεν δεῦρο volvamos al punto en donde comenzó la digresión Pl.Lg.864c, νῦν δ' ἐπάνειμι ἔνθεν ἐπὶ ταῦτα ἐξέβην X.HG 6.5.1, cf. 7.4.1, D.18.211.
5 sobresalir, extenderse más allá de un punto λιβὸς ἐχομένη (sc. γῆ) ἐκβαίνουσα βορρᾶ al oeste un terreno colindante que sobresale por el norte, PTeb.84.91 (II a.C.), cf. POxy.918.11.20 (II d.C.), ἐγμετρήσαντες (τόπον) [ἐ] γβῆναι πήχ(εις) β PAmh.31.10 (II a.C.); cf. εἰσβαίνω A II 2.
III fig. c. ref. a un término, c. suj. de pers.
1 c. adv. o giro prep. de direcc. irse a, llegar a ποῖ ποτ' ἐξέβης λόγῳ; S.Ph.896, ἐξέβην γὰρ ἄλλοσε me había ido a otra parte, e.e. estaba distraído E.IT 781, ἐς τοῦτ' ἐκβέβηκ' ἀλγηδόνος E.Med.56, ὅπως ἂν ἐκβῇ τῶν ἐρωμένων ὁ νοῦς E.Tr.1052
tb. c. suj. abstr. llegar τῇ περ ὥρων ἐκβησόμενα πρήγματα ταῦτα veía yo a dónde iban a llegar estas cosas, e.e. cómo iban a terminar Hdt.7.209, ἐκβαίνει ποινὰ Τανταλιδᾶν εἰς οἴκους la expiación llega a la casa de los Tantálidas E.IT 200, (τὸν κόσμον) ἐς ἀκοσμίαν ἐκβαίνειν Ocell.Fr.1.
2 c. ref. al origen y al término pasar ὅταν ... ἐκ παίδων εἰς τὸ μειρακιοῦσθαι ἐκβαίνωσι cuando de niños pasan a adolescentes X.Lac.3.1 (cf. A II 3).
IV fig., desde el punto de vista del resultado
1 resultar c. suj. abstr. y adv. o constr. modal μάτην γὰρ οἴκῳ ... ἐκβαίη τέλος pues el gasto resultaría inútil para la casa E.Fr.639, πάντα δὲ οὐ ῥᾴδιον ... κατὰ νοῦν ... ἐκβαίνειν Pl.Mx.247, cf. D.1.16
c. suj. de pers. o abstr. y pred. resultar ser κάκιστος ἀνδρῶν ἐκβέβηχ' οὑμὸς πόσις E.Med.229, κόλακες ἐκβαίνομεν Longin.44.3, ἤν τι ὑμῖν ἀπ' αὐτῶν μὴ ὁμοῖον ἐκβῇ Th.7.14, ποικίλα γέ σοι ... ἐκβαίνει τὰ ὀνόματα Pl.Cra.417e
tb. c. ἐν y dat. ref. al resultado de mediciones ἃ ἐκμετρηθέντα ἐξέβη ἐν κεραμίοις πβ tras haberse medido, dio como resultado 82 vasijas, PRyl.564.14 (III a.C.)
en part. neutr. subst. τὸ ἐκβάν el resultado πρὸς ... τὸ τελευταῖον ἐκβάν según el resultado final D.1.11, plu. τὰ ἐκβαίνοντα los resultados gener. positivos, Plb.2.27.5, cf. 10.25.2, tb. en fut. οἱ ... ἄπειροι τῶν ἐκβησομένων Arist.MM 1190b34
en part. fut. ἐκβήσων que se produzca, que se obtenga en actividades como agricultura o pesca μισ] θώσασθαι ἐπ' ἔτη ἓξ ... τὴν ἄγραν τοῦ ἐκβησομένου ἰχθύος ἐν τόποις καθ' ὕδατι arrendar por seis años la pesca del pescado que se obtenga en los lugares bajo el agua, SB 13150.9, cf. POxy.3268.8 (ambos II d.C.), π[αρ] έξω σοι τὴν ἡμί[σια] ν πάντω[ν] τῶν ἐκβησομένων καρπῶν PLips.23.20 (IV d.C.), cf. PMich.609.12 (III d.C.).
2 c. suj. abstr. ocurrir, suceder τὰ μέλλοντά σφι ἐκβαίνειν Hdt.7.221, τοιοῦτον ἐκβέβηκεν οἷον ... S.Tr.672
en perf. cumplirse ref. previsiones y profecías εἰ μὲν ἐκβέβηκεν ὅσ' ἀπήγγειλε D.19.28, cf. 18.80, ὅτε δὲ ἐκβέβηκε τὰ ... εἰρημένα Origenes Princ.4.1.2.
B tr.
I c. mov. fís.
1 causativo hacer bajar, según cont. desembarcar, apear c. ac. de pers. o cosa ἐκ δ' ἑκατόμβην βῆσαν Il.1.438, με ... ἐς δὲ γαῖαν ἐξέβησε E.Hel.1616, ἐκβὰς ... ἁρμάτων πόδα apeando el pie del carro E.Heracl.802.
2 c. ac. de lugar dejar atrás, abandonar, salir de γαίας ὅρια E.HF 82, Ἀσωποῦ ῥοάς E.Ba.1044, τὴν πλατεῖαν ἐκβάντι Herod.6.53, τόπος ὃν οὐκ ἐκβαίνει ... τὰ στοιχεῖα Phld.D.3.11.3, νᾶπος ἐκβαίνοντι AP 9.300.1 (Adaeus).
II c. mov. fig.
1 dejar atrás, fig. superar, sobrepasar τοῦ γεννᾶν ... τὴν ἡλικίαν Pl.R.461b, τριάκοντα ἔτη Pl.R.537d, οἱ τὸ μέσον ἐκβαίνοντες los que sobrepasan el nivel medio social y económico, Arist.Pol.1296a26.
2 apartarse, salirse de la norma, transgredir ἐκβαίνειν τἀρχαῖά ποτε νομοθετηθέντα Pl.Plt.295d, τὸ πῦρ ... ἐκβαίνει τὴν φύσιν, ἐπὶ τὸ κάτω φερόμενον Gr.Nyss.Or.Catech.61.21
separarse de λέξις ἔμμετρος ... τὸ λογοειδὲς ἐκβεβηκυῖα dicción métrica que se separa de lo prosaico Posidon.44, (ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος) οὐκ ἐκβέβηκε τὸν Πατέρα Cyr.Al.M.75.425C.
3 fil. y relig. trascender ἅτε τὰς τῶν γεγονότων ἰδιότητας ἁπάντων ἐκβεβηκώς (ὁ θεός) Ph.1.227, τὸ ἐκβεβηκὸς τὸν μέγιστον ὄγκον Porph.Sent.34.

Greek Monolingual

και βγαίνω (AM ἐκβαίνω)
1. εξέρχομαι, βγαίνω έξω από κάπου («πέτρης ἐκβαίνοντα», Ιλ.)
2. απολήγω, καταλήγω, καταντώ
3. φρ. «ἐκβαίνω τὰ ὅρια», «ἐκβαίνω τῶν ὁρίων» — ξεπερνάω τα όρια του ανεκτού ή του επιτρεπτού
μσν.
(για νερό) αναβλύζω
αρχ.-μσν.
αναδεικνύομαι
αρχ.
1. αποβιβάζομαι
2. βγαίνω από τη θάλασσα
3. ανεβαίνω προς τα έξω, προς τα πάνω
4. απέρχομαι, φεύγω, απομακρύνομαι (α. «ψυχὴν ἐκβαίνουσαν ἐκ τοῡ σώματος», Πλάτ.
β. «ἐκβαίνοντες τῆς λεκτικής ἁρμονίας», Αριστ.)
5. αποσύρομαι, αποχωρώ («ἐκ τῆς νομοθεσίας αὐτός τε ἐκβαίνοι», Πλάτ.)
6. εγκαταλείπω
7. υπερβαίνω, παραβαίνω
8. (για προϊόντα γης) παράγομαι
9. αποβαίνω
10. (για προφητείες κ.λπ.) εκπληρώνομαι
11. ξεφεύγω από τα όρια
12. εκτείνομαι πέρα από ένα όριο, προεξέχω
13. τελειώνω
14. φθάνω ώς ένα σημείο
15. (για λόγο) φεύγω από το κυρίως θέμα, κάνω παρέκβαση
16. συμβαίνω
17. προκύπτω από κάτι
18. αποβιβάζω.