γλίσχρος
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
English (LSJ)
α, ον,
A sticky, Hp.VC14; γῆ Thphr.6.5.4; joined with λιπαρός, Pl.Ti.82d, 84a; γ. τὸ σίαλον Pherecr.69.3; of oil, Arist.Mete. 383b34; opp. ψαθυρός (q. v.), ib.385a17; tough, ξύλον Thphr.3.17.5. II metaph., 1 sticking close, importunate, γ. προσαιτῶν λιπαρῶν τε Ar.Ach.452: metaph., clinging, γ. ἡ ὁλκὴ τῆς ὁμοιότητος Pl.Cra.435c. Adv. -ρως, ἐπιθυμεῖν Id.Cri.53e; εἰκάζειν make a close comparison, Id.R.488a, cf Cra.414c: Sup. -ότατα, σαρκάζοντες Ar. Pax482. 2 penurious, niggardly, Arist.EN1121b22; γλίσχρον βλέπειν Euphro10.16. Adv. -ρως καὶ κατὰ σμικρὸν φειδόμενος Pl.R.553c, cf. X.Cyr.8.3.37; φαύλως καὶ γ. παρείχοντο χρήματα Hell.Oxy.14.2; γ. ζῆν, opp. τρυφᾶν, Arist.Pol.1266b26; γ. λαμβάνειν, opp. ἀφθόνως διδόναι, ib.1314b3: hence, with difficulty, hardly, γ. καὶ μόλις λαμβάνειν D.37.38, cf. App.Mith.72; ἢ τὸ παράπαν οὐδέν... ἢ γ. Arist.Pol.1275a38; also τρόπον τινὰ γλίσχρον but scantily, Id.PA660b14. 3 of things, mean, shabby, of buildings, D.23.208; γ. δεῖπνον Plu.Lyc.17; of land, poor, Id.Flam.4; γ. τέχναι Luc.Fug.13; Χρύσιππος πολλαχοῦ γ. ἐστίν Plu.2.31e. 4 Adv. -ρως, of painting, carefully, with elaborate detail, Philostr.Im.2.12 and 28. (Cf. γλοιός.)
Greek (Liddell-Scott)
γλίσχρος: -α, -ον, κολλώδης, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 907· ἐν συνδυασμῷ μετὰ τοῦ λιπαρός, Πλάτ. Τιμ. 82D, 84A· γλ. τὸ σίαλον Φερεκρ. Κορ. 3· ἐπὶ ἐλαίου, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 7, 4· -περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 74. ΙΙ. μεταφ., 1) ἐπιμόνως προσκολλώμενος εἴς τινα καὶ παρακαλῶν, γλίσχρος προσαιτῶν λιπαρῶν τε Ἀριστοφ. Ἀχ. 452· γλίσχρον βλέπει Εὔφρων Συνεφ. 1. 16·- οὕτω, γλ. πυρετοί, ἐπίμονοι, παραμένοντες, Ἱππ. 1135Η.- Ἐπίρρ., γλίσχρως ἐπιθυμεῖν Πλάτ. Κρίτ. 53Ε. 2) φειδωλός, μικρολόγος, «σφικτός», Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 39·- ἐν τῷ ἐπιρρ., γλίσχρως καὶ κατὰ μικρὸν φειδόμενος Πλάτ. Πολ. 553C, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 8. 3, 37· γλ. ζῆν Ἀριστ. Πολ. 2. 7, 7· γλ. λαμβάνειν, ἀντίθ. τῷ ἀφθόνως διδόναι, αὐτόθι 5. 11, 19· ἐντεῦθεν, μετὰ δυσκολίας, χαλεπῶς, μόλις, γλ. καὶ μόλις Δημ. 977. 25· ἢ τὸ παράπαν οὐδέν… , ἢ γλίσχρως Ἀριστ. Πολ. 3.1,8· οὕτω, τρόπον τινὰ γλίσχρον, μόλις ὀλίγον, ὁ αὐτ. Ζ. Μ. 2. 17, 7. 3) ἐπὶ πραγμάτων, μηδαμινός, ἀνάξιος λόγου, μικρός, οἰκοδόμημα γλ. Δημ. 689. 25· γλ. δεῖπνον Πλούτ. Λυκούργ. 17· γλ. τέχναι Λουκ. Δραπ. 13· - ἰδίως ἐπὶ φιλονικιῶν ἢ συζητήσεων, μηδαμινός, ἀνάξιος λόγου, Λατ. putidus, καὶ τὰ ὅμοια, Πλάτ. Κρατ. 434C, πρβλ. Wyttenb. Πλούτ. 31Ε· οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ., γλ. εἰκάζειν, κάμνω πολὺ ὀγίγον ἐπιτυχῆ παραβολήν, Πλάτ. Πολ. 488Α· μάλα γε γλ., πολὺ ἀναξίως, ἀθλίως, ὁ αὐτ. Κρατ. 414C. (Ἡ ῥίζα εἶναι ἡ αὐτὴ καὶ τοῦ λίς, λῑτός, κτλ., ἴδε ἐν λ. λισσός).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
I. gluant, visqueux;
II. qui s’attache ou adhère fortement, tenace, importun :
1 qui s’attache à des minuties, ergoteur, chicaneur, subtil;
2 qui s’attache à son bien ; petit, mesquin, sordide.
Étymologie: pour *γλιτχρος, du rad. *γλιτ- = λιτ- ; cf. λίς, λισσός.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): jón. fem. -η Hp.VC 14
I de cosas
1 viscoso, pegajoso, adherente (μᾶζαν) γλίσχρην ποιεῖν ὡς μάλιστα Hp.l.c., cf. Epid.3.1, 13, de la saliva, Pherecr.75.3, unido a λιπαρός y ref. al líquido sinovial, Pl.Ti.82d, del aceite, Arist.Mete.383b34, de un tipo de terreno, Thphr.HP 6.5.4
•de la madera de higuera que se deshace, de mala calidad Thphr.HP 3.17.5, cf. CP 1.6.4, Gal.17(2).46.
2 fluido, resbaladizo, escurridizo κοῦφόν τι καὶ λεπτὸν καὶ γ., οἷον κέγχρον ἢ νᾶπυ Hero Aut.9.4.
II fig.
1 tenaz γενοῦ γ., προσαιτῶν, λιπαρῶν sé tenaz, inoportuno, insistente Ar.Ach.452
•laborioso, que exige esfuerzo ἀλλὰ μὴ ... γλίσχρα ᾖ ἡ ὁλκὴ ... τῆς ὁμοιότητος pero temo que sea forzado el arrastrar la semejanza Pl.Cra.435c.
2 mezquino, avaro Arist.EN 1121b22, I.AI 14.31, γλίσχρον βλέπειν tener mirada de tacaño Euphro 9.16, cf. Luc.Rh.Pr.24.
3 de cosas pobre, pequeño, insignificante, humilde ref. a edificaciones, D.23.208, γ. ... δεῖπνον comida escasa Plu.Lyc.17, de unos terrenos, Plu.Flam.4, μικρὰ καὶ γλίσχρα προβλήματα Plu.2.43a, γλίσχραι τέχναι oficios humildes Luc.Fug.13, cf. Lyd.Mag.2.15.
III adv. -ως
1 tenaz, insistentemente ἐπιθυμεῖν Pl.Cri.53e
•de un modo laborioso, forzadamente μάλα γε γ. Pl.Cra.414c.
2 sent. peyor. con mezquindad, avaramente φείδεσθαι Pl.R.553c, λαμβάνειν γ. op. διδόναι ἀφθόνως Arist.Pol.1314b3, φαύλως καὶ γ. Hell.Oxy.19.2, τὰ ἐπιτήδεια γ. τῇ στρατιᾷ ἐπορίζοντο Arr.Fr.Hist.inc.6, γ. καὶ ἀπᾳδόντως Plot.3.5.5.
3 pobremente, de un modo penoso, con dificultad ἐργάζεσθαι X.Cyr.8.3.37, ζῆν Arist.Pol.1266b26, (τῶν πραγμάτων) ἢ τὸ παράπαν οὐδὲν ἔστιν ... τὸ κοινόν, ἢ γ. (de estas realidades) o absolutamente nada es lo común, o muy poco Arist.Pol.1275a38, γ. καὶ μόλις D.37.38.
• Etimología: De γλίχομαι y rel. γλοιός q.u.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM γλίσχρος, -α, -ον)
ανεπαρκής, λιγοστός («γλίσχρος μισθός»)
αρχ.
Ι. 1. κολλώδης, γλοιώδης
2. σκληρός (για ξύλο)
3. αυτός που κολλάει επίμονα σε κάποιον, φορτικός
4. φιλάργυρος
5. πενιχρός, φτωχικός
6. (για πράγματα) μηδαμινός, ανάξιος λόγου
7. (για γη) άγονος, άκαρπος
8. αυτός που μόλις παρέχει τα μέσα διατροφής («γλίσχραι τέχναι»)
9. όποιος ασχολείται με πράγματα χωρίς αξία
10. πολύ βρόμικος
11. είδος λαχανικού
II. 1. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) με τρόπο αναξιοπρεπή, σαν λιμασμένος
III. επίρρ. γλίσχρως, ανεπαρκώς
αρχ.
1. με προσκόλληση, σταθερά
2. φτωχικά, κακομοίρικα
3. με τσιγγουνιά
4. με δυσκολία, μόλις και μετά βίας
5. σχολαστικά, με κάθε λεπτομέρεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. γλίσχ-ρος < γλίσχω (με παρέκταση σε -ρo-) < γλίχ-σκω < (ρίζα) γλι-χ- (πρβλ. γλίχομαι)].
Greek Monotonic
γλίσχρος: -α, -ον (γλίχομαι),
I. κολλώδης, γλοιώδης, σε Πλάτ.·
II. μεταφ.,
1. αυτός που προσκολλάται στενά και επίμονα σε κάποιον, ο ενοχλητικός, σε Αριστοφ.· γλίσχρως ἐπιθυμεῖν, σε Πλάτ.
2. φειδωλός, «σφιχτός», ολιγόλογος, σε Αριστ.· επίρρ., γλίσχρως, σε Πλάτ., Ξεν.· απ' όπου, με δυσκολία, δυσχερώς· γλίσχρως καὶ μόλις, σε Δημ.
3. λέγεται για πράγματα, μηδαμινός, ανάξιος λόγου, ευτελής, μικρός, στον ίδ., σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
γλίσχρος:
1) тягучий, густой (ἔλαιον Arst.); вязкий, клейкий (γλοιός Arst.);
2) мелочной, пустяковый (μικρὰ καὶ γλισχρα προβλήματα Plut.);
3) скупой, скаредный (sc. ἄνθρωποι Arst.; περὶ τὰς δωρέας Plut.);
4) назойливо просящий, попрошайничающий, клянчащий (γ. προσαιτῶν λιπαρῶν τε Arph.; σκύλακες Plut.);
5) скудный, бедный, нищенский, жалкий, (οἰκοδόμημα Dem.; δεῖπνον Plut.; τέχναι Luc.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: sticky, penurious (Ion.-Att.).
Derivatives: γλίσχρων niggard (Ar.), γλισχρότης (Arist.), γλισχρία (Sch.). Denom. γλισχραίνομαι be sticky (Hp.), γλίσχρασμα glue (Hp.); γλισχρεύομαι `(M. Ant.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: To γλίχομαι, γλοιός (q. v.). Formation unclear, cf. Chantr. Form. 225. Fur. 297 thinks the -s- of γλίσχρος points to a Pre-Greek word. See the conclusion under γλοιός.