κυνέη
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
Aeol. κυνία Alc.15.2, Att. contr. κυνῆ IG12.279.62, etc.: ἡ:—prop. (sc. δορά) A dog's skin (so only Anaxandr.65), used for making soldiers' caps: hence in Ep., generally, helmet, κ. ταυρείη, κτιδέη, Il.10.257, 335; κ. χαλκήρης, χαλκοπάρῃος, 3.316, 12.183; κ. χρυσείη 5.743; once of a peasant's cap, αἰγείη κ. Od.24.231; later περὶ τῇσι κεφαλῇσι [εἶχον] ἐκ διφθερέων πεποιημένας κυνέας leathern caps, Hdt.7.77, cf. Ar.Nu.268, V.445; of the πέτασος, ἡλιοστερὴς κυνῆ Θεσσαλίς S.OC314; Ἀρκὰς κ., = Ἀρκαδικὸς πῖλος, Id.Fr.272, cf. Paus.Gr.Fr.72; but usu. helmet, λάμπραι κ. Alc.l.c.; κ. ἐπίχρυσος IG12.l.c.; τὴν κ. ἐοῦσαν χαλκέην Hdt.2.151; κ. Κορινθίη Id.4.180; Βοιωτία D.59.94, Thphr.HP3.9.6. 2 Ἄϊδος κ. mythical helmet which rendered the wearer invisible, worn by Athena, Il.5.845; by Perseus, Pherecyd.11 J., cf. Hes.Sc.227, Ar.Ach.390, Pl.R.612b; Πλούτων κ. ἔχει τοῦ ἀφανοῦς πόλου σύμβολον Porph. ap. Eus.PE3.11.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνέη: Ἀττ. συνῃρ. κυνῆ (ἐξυπακουομένου τοῦ δορά), ἡ· ― δέρμα κυνὸς ἐν χρήσει πρὸς κατασκευὴν στρατιωτικῶν πιλιδίων· ὅθεν κυνέη παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσιόδ. ἐσήμαινε πᾶν κάλυμμα τῆς κεφαλῆς δερμάτινον, οὐχὶ δὲ ἀναγκαίως ἐκ δέρματος κυνός, διότι εὑρίσκομεν κ. ταυρείη, κτιδέη Ἰλ. Κ. 258, 335· κυρίως δὲ ἡ κυνέη ἀντιτίθεται πρὸς τὴν συνήθη περικεφαλαίαν τὴν κόρυθα, πρβλ. Κ. 258, ἔνθα καλεῖται καταῖτυξ καὶ περιγράφεται ὡς ἄφαλός τε καὶ ἄλλοφος· καὶ ὅταν δὲ καλῆται χαλκήρης, χαλκοπάρῃος, εὔχαλκος, πάγχαλκος, χρυσείη, πάλιν εἶναι δερματίνη ἀλλὰ κεκαλυμμένη ἢ κεκοσμημένη διὰ μετάλλου, παρ’ Ὁμήρῳ δὲ εἶναι πάντοτε κάλυμμα τῆς κεφαλῆς στρατιωτικόν, πλὴν ἐν Ὀδ. Ω. 231, ὅπου κυνέη αἰγείη εἶναι κάλυμμα τῆς κεφαλῆς ἀγρότου, τὸ ὁποῖον καλεῖ ὁ Ἡσίοδος ἐν Ἔργ. κ. Ἡμέρ. 548 πῖλον ἀσκητόν· ἡ κυνέη Ἄϊδος, ἣν ἔφερεν ἡ Ἀθηνᾶ ἐν Ἰλ. Ε. 845 (ὡς καὶ ὁ Περσεύς, Φερεκύδ. 26) ἐποίει αὐτὴν ἀόρατον, ὡς τὸ Tarnkappe τοῦ Nibelungen-Lied, πρβλ. Heinr. εἰς Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 227, Ἀριστοφ. Ἀχ. 390, Πλάτ. Πολ. 612Β. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρον ἡ σημασία ἐξηκολούθει σχεδὸν ἡ αὐτή, περὶ τῇσι κεφαλῇσι εἶχον ἐκ διφθερέων πεποιημένας κυνέας Ἡρόδ. 7. 77· ἀλλ’ ἐνίοτε ἐσήμαινεν ἁπλῶς περικεφαλαίαν, τὴν κ. ἐοῦσαν χαλκέην ὁ αὐτ. 2. 151· ― ἐν χρήσει ἐπὶ τοῦ πετάσου, ἡλιοστερὴς κυνῆ Θεσσαλὶς Σοφ. Ο. Κ. 314· ὡσαύτως, κ. Κορινθίη Ἡρόδ. 4. 180· κ. Ἀρκὰς Σοφ. Ἀποσπ. 261· Βοιωτία Δημ. 1377. 11, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 6· καθόλου, κάλυμμα τῆς κεφαλῆς, Ἀριστοφ. Νεφ. 268, 445.
French (Bailly abrégé)
-ῆ, έης-ῆς (ἡ) :
1 casque de combattant en peau de chien ou en cuir quelconque ; p. ext. casque de métal;
2 chapeau, coiffure de cuir contre le soleil ou la pluie à l’usage des paysans;
3 κυνέη Ἄϊδος IL, ἡ Ἄϊδος κυνῆ PLAT nuée très épaisse dont s’enveloppait Athéna pour se rendre invisible.
Étymologie: fém. de κύνεος.
English (Autenrieth)
properly ‘dog-skin,’ a soldier's cap, generally of leather, ταυρείη, Il. 10.257; κτιδέη, Il. 10.335; also mounted with metal, χαλκήρης, χαλκοπάρῃος, and πάγχαλκος, helmet, Od. 18.378; the κυνέη αἰγείη was a goat-skin cap for country wear (like that of the oarsmen in cut No. 38), Od. 24.231 ; Ἄιδος, the cap of Hades, rendered the wearer invisible, Il. 5.845.
Greek Monolingual
κυνέη, αιολ. τ. κυνία, αττ. τ. κυνῆ, ἡ (Α) κύων
(ουσιαστικοποιημένο επίθ., θηλ. του κύνεος, κατά παράλειψη του ουσ. δορά)
1. δέρμα σκύλου
2. κάλυμμα κεφαλιού ή περικεφαλαία από δέρμα σκύλου ή, κατ' επέκτ., από οποιοδήποτε δέρμα (α. «ἀμφὶ δὲ οἱ κυνέην κεφαλῆφιν ἔθηκε ταυρείην», Ομ. Ιλ.
β. «εὐλόφου κυνῆς», Σοφ.)
3. πλατύγυρο οδοιπορικό καπέλο, πέτασος που προφύλαγε από τον ήλιο ή τη βροχή («ἡλιοστεγὴς κυνῆ... Θεσσαλίς», Σοφ.)
4. φρ. «κυνέη Ἅιδος» θαυματουργό κάλυμμα το οποίο έκανε αόρατο αυτόν που το φορούσε ή μόνο το πρόσωπὸ του.
Greek Monotonic
κῠνέη: Αττ. συνηρ. κυνῆ (αρχικά θηλ. του κύνεος, δορά), ἡ· το δέρμα του σκύλου· έπειτα, δερμάτινη κάπα, όχι απαραίτητα από δέρμα σκύλου, γιατί βρίσκουμε κ. ταυρείη, κτιδέη κ.λπ., σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
κῠνέη: атт. κῠνῆ ἡ (sc. δορά)
1) шлем (кожаный, иногда металлический) Hom., Her. etc.: Ἄϊδος κ. Hom., Plat., Arph. шлем Аида, т. е. шапка-невидимка;
2) меховая или кожаная шапка (αἰγείη κ. Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυνέη ep. voor κυνῆ.
Middle Liddell
properly fem. of κύνεος, sub. δορά
a dog's skin: then, a leathern cap, not necessarily of dog's skin, for we find κ. ταυρείη, κτιδέη, etc., Hom.