στάμνος
English (LSJ)
ὁ, also ἡ Hermipp.82.7, Eratosth. ap. Ath.11.499e, Ep.Hebr.9.4:— earthen jar or bottle for racking off wine (cf. κατασταμνίζω), Ar.Pl. 545, Fr.531, Hermipp. l.c., D.35.32: generally, jar, Hp.Epid.7.89; σ. μέλιτος LXX 3 Ki.12.24h; σ. χρυσῆ ἔχουσα τὸ μάννα Ep.Hebr. l.c.; used to keep money in, IG11(2).287 A 76 (Delos, iii B.C.), PTeb. 46.35 (ii B.C.); as a ballot-box, Jahresh.23 Beibl.75 (Pygela, iv/iii B.C.); as a measure, τοῦ ἐλαίου SIG900.27 (Panamara, iv A.D.): ἀμφορέα· τὸν δίωτον στάμνον, Ἀττικῶς, στάμνον, Ἑλληνικῶς, Moer. p.44 P.
German (Pape)
[Seite 929] ὁ, ein irdenes Gefäß, cin Krug zum Wein; Ar. Plut. 545; στάμνους ὀγδοήκοντα οἴνου, Dem. 35, 32; auch tem., Hermipp. bei Ath. I, 29 f; vgl. S. Emp. adv. gramm. 148. 187.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
cruche de terre pour le vin.
Étymologie: cf. ἵστημι.
Greek (Liddell-Scott)
στάμνος: ὁ, ὡσαύτως ἡ, Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 2. 7, Ἐρατοσθ. παρ’ Ἀθην. 490Ε· (√ΣΤΑ, ἵστημι). - πήλινον ἀγγεῖον, εἰς ὃ συνήγετο ὁ οἶνος μεταγγιζόμενος πρὸς καθαρισμόν, Ἀριστοφ. Πλ. 545, Λυσ. 196, Ἀποσπ. 448, Ἕρμιππ. ἔνθ’ ἀνωτ., Δημ. 933. 25, κτλ.· ἡ πρᾶξις ἐλέγετο κατασταμνίζειν· - καθόλου, «στάμνα», «λαγῆνα», Ἱππ. 1234Β. Ἡ λέξις εἶναι ἧττον Ἀττικὴ τοῦ ὀνόματος ἀμφορεύς. Μοῖρ. 44· φαίνεται δὲ ὅτι ἧτο ὄνομα γένους καὶ ἀμφορεὺς ὄνομα εἰδικώτερον ἀνῆκον εἰς τοὺς στάμνους τοὺς ἔχοντας λαβάς, Letronne Vases grecques σ. 12. - Καθ’ Ἡσύχ. «ὑδρία. κάλπη. κάλαθος».
English (Strong)
from the base of ἵστημι (as stationary); a jar or earthen tank: pot.
English (Thayer)
(στασιαστής) στασιαστου, ὁ (στασιάζω), the author of or a participant in an insurrection: L T Tr WH (Diodorus from 10,11, 1, p. 171,6 Dindorf; Dionysius Halicarnassus, ii. 1199); Josephus, Antiquities 14,1, 3; Ptolemy). The earlier Greeks used στασιώτης (Moeris, under the word).
Greek Monolingual
ὁ, ἡ, ΝΜΑ
πήλινο ευρύστομο αγγείο με υψηλούς καμπύλους ώμους, κοντό λαιμό, αρκετά μεγάλη κοιλιά και δύο οριζόντιες λαβές στην ευρύτερη διάμετρό του το οποίο εμφανίστηκε στην αττική κεραμεική το β' τέταρτο του 6ου αιώνα και χρησιμοποιήθηκε για την αποθήκευση και μεταφορά υγρών, κυρίως κρασιού, λαδιού και νερού («ἀμφορέα
τὸν δίωτον στάμνον Ἀττικῶς, στάμνον Ἑλληνικῶς», Μοίρ.)
μσν.
μτφ. η γαστήρ της Θεοτόκου
μσν.-αρχ.
η στάμνα
αρχ.
1. πήλινο μικρό αγγείο για εναποθήκευση χρημάτων, κουμπαράς
2. κληρωτίδα
3. αγγείο για μέτρηση λαδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα στă- του ἵστημι με έρρινο επίθημα -μν-ος (μηδενισμένη βαθμίδα του επιθήματος -μην / -μων / -μα, πρβλ. ἔρυ-μα: ἐρυ-μνός, λιμήν: λί-μνη), βλ. και λ. σταμίνα].
Greek Monotonic
στάμνος: ὁ και ἡ (στῆναι), πήλινο αγγείο που χρησιμεύει στη μετάγγιση, στο «τράβηγμα» του κρασιού, σε Αριστοφ.· πρβλ. ἀμφορεύς.
Russian (Dvoretsky)
στάμνος: ὁ сосуд, кувшин Arph., Dem., NT.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στάμνος -ου, ὁ [ἵστημι] kruik.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m. f.
Meaning: big jar, esp. wine-jar (IA.).
Derivatives: Several diminutives: σταμν-ίον, -άριον n., -ίσκος m. (com., hell. a. late). Surname Σταμνίας m. (Ar.). Denom, verb σταμν-ίζω, only with κατα- and συν-, to pour into a jar, to transfuse (Thphr., Nic. a. o.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation like ἐρυμνός (: ἔρυμα), λίμνη (: λιμήν) a. o. (Schwyzer 524 and Chantraine Form. 215 with unfounded doubt (?) regarding the IE etym. ). So prob. from a noun *στᾶμα, *σταμήν v. t. stand, standing place; prop. "destined to stand, fit for" as opposed to a jug to be carried. Thus στάτος m. (substantivized from στατός) big jug (hell. inscr., H.), OHG stanta jug to be put somewhere, Lith. statìnė barrel, cask. A zero grade μ-derivation is also supposed in σταμῖνες (s. v.); comparable formations in other languages are Toch. B stām, A ṣtām tree (beside which with the original meaning stäm- stand in inf. stam-atsi etc.), OHG stam, gen. stammes stem, which may stand for PGm. *stamna- (IE *sth₂-mn-o-) (and so would be formally identical with στάμνος), but which may also be explained diff. (WP. 2, 606 f., Pok. 1008). -- Cf. στήμων. -- Alb. LW [loanword] shtâmbë, shtëmbë f. bottle (Mann Lang. 17, 23). - Furnée 227, 245 compares στάφος: possible but uncertain. A Pre-Greek word seems more probable to me: a standing thing is not typically a vase.
Middle Liddell
στάμνος, ὁ, στῆναι
an earthen jar for racking off wine, Ar.: cf. ἀμφορεύς.
Frisk Etymology German
στάμνος: {stámnos}
Grammar: m. f.
Meaning: ‘großer Krug, bes. Weinkrug’ (ion. att.).
Derivative: Mehrere Deminutiva: σταμνίον, -άριον n., -ίσκος m. (Kom., hell. u. sp.). Spitzname Σταμνίας m. (Ar.). Denominatives Verb σταμνίζω, nur mit κατα- und συν-, in einen Krug eingießen, umfüllen (Thphr., Nik. u. a.).
Etymology: Bildung wie ἐρυμνός (: ἔρυμα), λίμνη (: λιμήν) u. a. (Schwyzer 524 und Chantraine Form. 215 mit unbegründetem Zweifel an der idg. Etym.). Somit zunächst von einem Nomen *στᾶμα, *σταμήν o. ä. Stehen, Standort; eig. "zum Stehen bestimmt, geeignet" im Gegensatz zu einem Tragkrug. Ebenso στάτος m. (aus στατός substantiviert) großes Gefäß (hell. Inschr., H.), ahd. stanta Stellfaß, lit. statìnė Faß, Tonne. Eine schwundstuflge μ-Ableitung wird auch von σταμῖνες (s. d.) vorausgesetzt; entsprechende od. ähnliche Bildungen in anderen Sprachen sind toch. B stām, A ṣtām ‘Baum.’ (wozu mit Bewahrung der urspr. Bed. stäm- stehen im Inf. stam-atsi u. a. m.), ahd. stam, Gen. stammes Stamm, das für urg. *stamna- (idg. *sthə-mn-o-) stehen kann (und dann mit στάμνος formal identisch wäre), aber sich auch anders erklären läßt (WP. 2, 606 f., Pok. 1008). — Vgl. στήμων. — Alb. LW shtâmbë, shtëmbë f. Krug (Mann Lang. 17, 23).
Page 2,777
Chinese
原文音譯:st£mnoj 士唐挪士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:站
字義溯源:瓶,土罐,酒罐,罐;源自(ἵστημι)*=站,固定器具)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 罐(1) 來9:4