δόκησις
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
εως, ἡ, (δοκέω) A opinion, fancy, δόκησιν δὲ δεῖ λέγειν Hdt.7.185, cf. Chrysipp.Stoic.2.22, etc.; δόκησις εἰπεῖν, opp. ἐξακριβῶσαι λόγον, S. Tr.426; δόκησις ἀγνὼς λόγων ἦλθε a vague suspicion was thrown out, Id.OT681 (lyr.); δόκησις τῆς ἀληθείας Th.2.35; δώρων δόκησις suspicion of bribery, Id.5.16; δόκησιν παρέχειν ὡς… Plu.Pomp.54. 2 apparition, phantom, κενὴν δόκησιν E.Hel.36; σκοπεῖτε μὴ δόκησιν εἴχετ' ἐκ θεῶν ib.119; οὕτω δοκεῖτε τὴν δόκησιν ἀσφαλῆ ib.121. 3 appearance, opp. reality, Ph.1.222; φάσμα καὶ δόκησιν ἑαυτῆς παρέχειν Plu.2.392a; δόκησις ἰσχίου Aret.SD 2.12. II repute, credit, Th.4.18, Stoic.3.38; ὁ στρατηγὸς τὴν δόκησις ἄρνυται E.Andr.696.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I 1opinión, suposición, creencia δόκησιν δὲ δεῖ λέγειν hay que dar una opinión Hdt.7.185, δ. εἰπεῖν op. ἐξακριβῶσαι λόγον S.Tr.426, cf. E.Heracl.395, Fr.167, δ. ἀγνὼς λόγων ἦλθε S.OT 681, ἥσσω τῇ δοκήσει ἔχουσα τὴν παρασκευήν con menor equipamiento del que cree necesitar Th.3.45, δόκησιν παρέχοντες αὐτίκα ἐμβαλεῖν haciendo creer que atacarían inmediatamente Th.2.84, cf. Plu.Pomp.54, Tim.10, D.C.63.28.1
•c. gen. objet. δώρων δ. sospecha de regalos, soborno Th.5.16, cf. D.C.55.19.3, c. gen. subjet. κατὰ τὴν δόκησίν τινων Vett.Val.317.6
•estimación, apreciación μόλις ἡ δ. τῆς ἀληθείας βεβαιοῦται la apreciación de la verdad es apenas segura Th.2.35.
2 aparición, visión κενὴ δ. E.Hel.36, σκόπει δὲ μὴ δόκησιν εἴχετ' ἐκ θεῶν E.Hel.119, οὕτω δοκεῖτε τὴν δόκησιν ἀσφαλῆ; E.Hel.121
•imaginación φάντασμα μὲν γὰρ ἐστι δ. διανοίας Chrysipp.Stoic.2.22.
3 apariencia op. ‘realidad’ πρὸς φαντασίαν καὶ δόκησιν, οὐ πρὸς ἀλήθειαν καὶ τὸ εἶναι Ph.1.222, εἰς δόκησιν en apariencia Ph.2.87, ἁγιστείας δ. Luc.Am.15, πᾶσα θνητὴ φύσις ... φάσμα παρέχει καὶ δόκησιν ἀμυδρὰν αὑτῆς Plu.2.392a, καὶ πάντα μᾶλλόν ἐστιν ἢ δόκησις ἰσχίου y parece todo menos que es del isquion Aret.SD 2.12.5, ψευδέα ... δόκησιν ... ὀδόντων falsa impresión de dientes de los colmillos de los elefantes, Opp.C.2.505, καίπερ τῷ ἔργῳ ... τῇ γοῦν δοκήσει D.C.45.11.1, cf. 57.1.6, Polyaen.4.2.21, ref. la apariencia de Cristo en la herejía docética δοκήσει τινὲς αὐτὸν πεφανερῶσθαι ὑπέλαβον Clem.Al.Strom.6.9.71, cf. Origenes Cels.2.16, δοκήσει op. ἀληθείᾳ Seu.Ant. en Eust.Mon.Ep.796, ταύτης (ταπεινοφροσύνης) δόκησίς ἐστιν ἡ εἰρωνεία Gr.Naz.M.37.952A
•aspecto, forma μετεμορφώθη εἰς ἐλάφου δόκησιν Acteón, anón.mit. en PMich.Renner 1.2.4.
4 decisión, resolución μή νυν πέραινε τὴν δόκησιν E.Or.636, ὁ θεὸς λόγος ... ἰδίᾳ δοκήσει ... ἐνηνθρώπησε Epiph.Const.Haer.69.52.8.
II fama, reputación δ. ἰσχύος καὶ ξυνέσεως Th.4.18, δοκήσει δωμάτων ὠγκωμένος orgulloso de la fama de su casa E.El.381, ὁ στρατηγὸς τὴν δόκησιν ἄρνυται E.Andr.696, cf. Chrysipp.Stoic.3.38.
III herejía docética, docetismo consistente en creer que Cristo se encarnó sólo en apariencia (cf. I 3) ὁ τῆς δοκήσεως ἐξάρχων Ἰούλιος Κασσιανός Clem.Al.Strom.3.13.91, cf. 17.102, τῆς ἐναντίας δοκήσεως Νεστορίου τε καὶ Εὐτυχοῦς Leont.Byz.M.86.1269B.
German (Pape)
[Seite 653] ἡ, Meinung, die nicht begründet ist; δόκησιν εἰπεῖν, im Gegensatz von ἐξακριβῶσαι λόγον, Soph. Tr. 426; vgl. O. R. 681; Eur. Heracl. 396; Her. 7, 185; Schein, ἀληθείας Thuc. 2, 35; παρέχειν Plut. Timol. 10; auch = guter Ruf, ἔχειν τινός, Luc. Amor. 15; – δώρων δόκησις Thuc. 5, 16, was der Schol. λῆψις erkl., ist f. L., Kr. δοκοῦσαν.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de faire paraître, de faire croire à;
2 opinion, ce qu'on pense : δόκησιν εἰπεῖν SOPH dire ce qu'on a dans l'esprit ; δόκησις ἀγνὼς λόγων SOPH confuse apparence de discours, discours peu intelligibles;
3 opinion qu'on donne de soi ; bonne renommée;
4 apparence.
Étymologie: δοκέω.
Russian (Dvoretsky)
δόκησις: εως ἡ
1 мнение, воображение, предположение (δόκησιν εἰπεῖν Soph.; δ. ἀσφαλής Eur.): δ. ἀγνὼς λόγων ἧλθε Soph. слова породили смутное подозрение; παρασχὼν δόκησιν, ὡς ἀντιλέξοι Plut. создав впечатление, будто собирается возражать;
2 видимость, подобие (μόλις καὶ ἡ δ. τῆς ἀληθείας Thuc.; δ. κενή Eur.);
3 решение, постановление (περαίνειν τὴν δόκησιν Eur.);
4 имя, репутация (δόκησιν ξυνέσεως ἐς τὸ ἔπειτα καταλιπεῖν Thuc.);
5 слава (τὴν δόκησιν ἄρνυσθαι Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
δόκησις: -εως, ἡ, (δοκέω) δοξασία, ἁπλῆ δοξασία, ἰδέα, φαντασία, δ. δὲ δεῖ λέγειν Ἡρόδ. 7. 185· δ. εἰπεῖν, ἀντίθ. ἐξακριβῶσαι λόγον, Σοφ. Τρ. 426· δ. ἀγνὼς λόγων ἦλθε, κενή. τις ὑποψία διεδόθη, ὁ αὐτ. Ο. Τ. 681· δ. ἀληθείας Θουκ. 2. 35· δ. παρέχειν ὡς… Πλούτ. Πομπ. 54. 2) ὅραμα, φάντασμα, κενὴν δ. Εὐρ. Ἑλ. 36· σκοπεῖτε μὴ δόκησιν εἴχετ’ ἐκ θεῶν αὐτόθι 119· οὕτω δοκεῖτε τὴν δ. ἀσφαλῆ αὐτόθι 121. ΙΙ. καλὴ φήμη, ὑπόληψις, ὡς τὸ δόξα, Λατ. aestimatio, Θουκ. 4. 18· ὁ στρατηγὸς τὴν δ. ἄρνυται Εὐρ. Ἀνδρ. 696.
Greek Monolingual
δόκησις, η (Α) δοκώ
1. απλή δοξασία («δόκησις ἀγνὼς λόγων ἦλθε» — διαδόθηκε μια φήμη απλώς, Σοφ.)
2. όραμα, φάντασμα («σκοπεῖτε μὴ δόκησιν εἴχετ' ἐκ θεῶν» για την Ελένη
είδωλο του Ευριπίδη)
3. φήμη, υπόληψη («ὁ στρατηγὸς τὴν δόκησιν ἄρνυται», Ευ p.).
Greek Monotonic
δόκησις: -εως, ἡ (δοκέω),·
I. 1. γνώμη, πίστη, δοξασία, πεποίθηση, ιδέα, φαντασία, σε Ηρόδ., Σοφ.· δ. ἀγνὼς λόγων ἦλθε, απροσδιόριστη, ασαφής υποψία διαδόθηκε, στον ίδ.
2. όραμα, οπτασία, φάντασμα, σε Ευρ.
II. καλή φήμη, υπόληψη, στον ίδ., σε Θουκ.
Middle Liddell
δόκησις, εως n n δοκέω
I. an opinion, belief, conceit, fancy, Hdt., Soph.; δ. ἀγνὼς λόγων ἦλθε a vague suspicion was thrown out, Soph.
2. an apparition, phantom, Eur.
II. good report, credit, Eur., Thuc.
English (Woodhouse)
apparition, appearance, belief, conceit, conjecture, fancy, guess, idea, imagination, notion, opinion, phantom, reputation, semblance, supposition, mere opinion, opposed to reality, pious opinion
Translations
suspicion
Albanian: dyshim; Arabic: اِتِّهَام, شَكّ; Asturian: sospecha; Belarusian: падазрэнне; Bulgarian: подозрение; Catalan: sospita; Chinese Mandarin: 嫌疑, 懷疑, 怀疑; Czech: podezření; Danish: mistanke; Dutch: verdenking; Estonian: kahtlus; Finnish: epäily; French: suspicion, soupçon; Galician: sospeita; German: Verdacht, Argwohn; Greek: υπόνοια; Ancient Greek: δόκησις, ὑπόνοια, ὑπόπτευμα, ὑποτοπασμός, ὑποψία, ὑποψίη, ὑφόρασις, ὑφοψία; Hungarian: gyanú; Irish: drochamhras; Italian: sospetto; Japanese: 疑い; Korean: 의혹, 의심; Latvian: aizdomas; Macedonian: подозрение, сомневање; Norwegian: mistanke; Polish: podejrzenie; Portuguese: suspeita, suspeição; Romanian: suspiciune; Russian: подозрение; Scottish Gaelic: amharas; Serbo-Croatian Cyrillic: сумња; Roman: súmnja; Slovak: podozrenie; Slovene: sum; Spanish: sospecha, suspicacia; Swedish: misstanke; Ukrainian: підозра, підозрі́ння; Vietnamese: sự nghi ngờ