ἀδύνατος

From LSJ
Revision as of 08:57, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾰ̓δῠ́νᾰτος Medium diacritics: ἀδύνατος Low diacritics: αδύνατος Capitals: ΑΔΥΝΑΤΟΣ
Transliteration A: adýnatos Transliteration B: adynatos Transliteration C: adynatos Beta Code: a)du/natos

English (LSJ)

ἀδύνατον,
I of persons, unable to do a thing, c. inf., Hdt.3.138, Epich.272, E.HF56, etc.; ἀ. εἰπεῖν Arist.Rh.1379a2; ἀ. ὥστε . . Onos.1.13: Comp., τὸν δυνατώτερον τοῦ ἀδυνατωτέρου [πλέον ἔχειν] Pl.Grg.483d: Sup. ἀδυνατώτατος, λέγειν Eup.95.
2 abs., without strength, powerless, weakly, Hdt.5.9, E.Ion596, Andr.746; οἱ ἀδύνατοι = men disabled for service, whether as invalids or paupers, Lys.24 tit., Arist.Ath.49.4; ἐν τοῖς ἀ. μισθοφορεῖν Aeschin.1.103; ἀ. σώματι Lys.2.73; ἀδύνατος χρήμασι = poor, Th.7.28; εἴς τι Pl.Hp.Mi.366b; οἱ ἀδυνατώτατοι = persons of no importance, Phld.Herc. 1457.8; of ships, disabled, Hdt.6.16; τὸ ἀδύνατον = want of strength, Pl. Hp.Ma.296a; τὰ ἀδύνατα = disabilities, D.18.108.
II of things, impossible, E.Or.665, Hel.1043; ἐλπίδες unrealizable, Democr.58; τὸ ἀδύνατον Arist.Cael.280b12; ἡ εἰς τὸ ἀδύνατον ἀπαγωγή = reductio ad impossibile, APr. 29b5; ὁ διὰ τοῦ ἀδυνάτου συλλογισμός, ἡ διὰ τοῦ ἀδυνάτου δεῖξις, ib.34b30, 45a35; ἀδύνατα βούλομαι Lync.1.12:—ἀδύνατόν [ἐστι] c. inf., Hdt.1.32, al.; ἀδύνατά [ἐστι] Pi.P.2.81, Hdt.1.91, 6.106, Th.1.59; ἀ. ὑμῖν ὥστε . . Pl.Prt.338c; ὑμέας καταλελάβηκε ἀ. τι βοηθέειν Hdt.9.60; τὰ ἀδύνατα καρτερεῖν E.IA1370; τολμᾶν ἀδύνατα Id.Hel.811; ἀδυνάτων ἐρᾶν Id.HF318, cf. Luc.DDeor.8, etc.; prov., ἀδύνατα θηρᾷς = you are hunting impossible things Macar.1.26: Comp. ἀδυνατώτερον, ἔτι . . εἰ οἷόν τε . . Pl.Tht.192b, cf. Prm.138d: Sup., ὃ δὴ πάντων ἀδυνατώτατον Id.Phlb.15b.
III Adv. ἀδυνάτως = without power or without skill, feebly, ἀμύνεσθαι Antipho 4.3.3, cf. 3.3.4 (Comp.), Lys.12.3:—ἀδυνάτως ἔχειν to be unwell, Pl.Ax.364b; to be unable, c. inf., Arist. Rh.Al.1435a16; ἀδυνάτως ἔχει = it is impossible, Epicur.Ep.2p.49U.; ἀδυνάτως λέγεται = it is an impossible story, Phld.Rh.2.122 S.—Rare in poetry: Trag. only in E.

Spanish (DGE)

(ἀδύνᾰτος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
I gener. de pers.
1 sent. fís. débil, que no tiene fuerzas, enfermo ἄνδρες Hdt.5.9, ἀ. σώματι Lys.2.73, ἀ. τοῖς ὄμμασι PAdl.17.5 (I a.C.), τοῖς ποσίν Act.Ap.14.8, τὰ κυκλικὰ ... ἀδύνατα los cuerpos que giran no tienen fuerza Thphr.Metaph.5b.13
subst. τὸ ἀδύνατον = falta de fuerzas Pl.Hp.Ma.296a
fig. οἱ ἀδύνατοι = débiles en la fe, Ep.Rom.15.1.
2 inválido, inútil para el ejército, Lys.24 tít., Arist.Ath.49.4, ἐν τοῖς ἀδυνάτοις μισθοφορεῖν Aeschin.1.103, para el trabajo πρεσβύτεροι καὶ ἀδύνατοι UPZ 157.23 (III a.C.)
de un campo estéril ἀ. πρὸς καρπούς Plb.36.16.7
de un barco inutilizado Hdt.6.16.
3 sin poder, sin influencia, sin importancia νῆσοι Th.8.44, πόλις X.Vect.5.2
subst. οἱ ἀδύνατοι = gentes sin importancia, gentes sin poder E.Io 596, Phld.Vit.8B, ἀδύνατοι χρήμασι = pobres, económicamente débiles, insolventes Th.7.28, cf. X.Cyr.3.1.34.
4 incapaz de, impotente para gener. c. inf. σιγῆν Epich.184, προσφέρειν Hdt.3.138, προσωφελεῖν E.HF 56, εἰπεῖν Arist.Rh.1379a2, Ar.Nu.1077, c. ὥστε Onas.1.13, c. ac. de rel. ἀ. τοῦτο τὸ πρᾶγμα Pl.Men.94c, c. giro prep. εἴς ταῦτα Pl.Hp.Mi.366b, abs., Pl.Grg.483d, ἀδυνάτους αὐτοὺς πόει καὶ ἀτελεῖς en una defixión IG 3(3).98.5 (Ática IV/III a.C.), cf. SEG 35.227.4 (Atenas III a.C.), IIasos 152.23 (II a.C.).
II 1imposible ἔργα Gorg.B 11a.25, ἐλπίδες Democr.B 58, ὑμέας καταλελάβηκε ἀ. τι βοηθέειν Hdt.9.60, τῶν ἀδυνάτων δή τι συμβαίνειν φαίνεται Pl.Tht.164b, cf. Phlb.15b, Prm.159d, E.Or.665, τινὰ διεγέλα ὡς ἀπίθανα καὶ ἀδύνατὰ ἐόντα IG 42.121.35 (IV a.C.), cf. Eu.Matt.19.26
subst. τὸ τολμᾶν δ' ἀδύνατ' ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ = tentar lo imposible no es propio de un sabio E.Hel.811, cf. 1043, ἀδυνάτων ... ἐρᾶν desear lo imposible E.HF 318, Luc.DDeor.13.8, ἀδύνατα βούλομαι Lync.1.12, prov. ἀδύνατα θηρᾷς Macar.1.26, δι' ἀδυνάτου = por imposibilidad Procl.in Euc.73.22, τὰ ἀδύνατα = demandas imposibles D.18.108, c. gen. τὸ ἀ. τοῦ νόμου lo imposible para la ley, Ep.Rom.8.3
ἀδύνατον c. inf., c. o sin ἐστί: τὰ ἀγένητα ... ἀ. μαρτυρηθῆναι Gorg.B 11a.23, συλλαβεῖν Hdt.1.32, ἀποφυγεῖν Hdt.1.91, τὸ παραυτίκα ποιέειν Hdt.6.106, ἐκβαλεῖν Pi.P.2.81, πολεμεῖν Th.1.59, συμβαίνειν Arist.Xen.976a34, c. ὥστε Pl.Prt.338c
lóg. ἡ εἰς τὸ ἀδύνατον ἀπαγωγή = reducción al absurdo Arist.APr.29b5, ὁ διὰ τοῦ ἀδυνάτου συλλογισμός Arist.APr.34b30, ἡ διὰ τοῦ ἀδυνάτου δεῖξις Arist.APr.45b38.
2 contra lo que nada se puede hacer, inevitable τὰ ἀδυνατα ἡμῖν καρτερεῖν E.IA 1370.
3 ὁ ἀδυνατος causa judicial insostenible consistente en presentar algo imposible de creer, Fortunat.Rh.83.12.24.
III adv. ἀδυνάτως
1 débilmente ἀμύνεσθαι Antipho 4.3.3, τὴν κατηγορίαν ποιήσομαι Lys.12.3, ἀπιθάνως λέγεται καὶ ἀδυνάτως Phld.Rh.2.122, ἀδυνάτως ἔχειν = encontrarse enfermo Pl.Ax.364b.
2 c. inf. ser incapaz de ἀδυνάτως ἔχει πρεσβεύειν Anaximen.Rh.1435a16, Epicur.Ep.[3] 107.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 impuissant, faible ; οἱ ἀδύνατοι les invalides ; ἀδύνατοι νέες HDT navires hors de service ; ἀδύνατος χρήμασι THC pauvre ; avec l'inf., impuissant, impropre à, incapable de;
2 impossible : τὸ ἀδύνατον l'impossible ; τὰ ἀδύνατα καρτερεῖν EUR s'obstiner à faire l'impossible ; ἀδύνατόν ἐστι, ἀδύνατά ἐστι il est impossible de.
Étymologie: , δύναμαι.

German (Pape)

1 unvermögend, nicht im Stande, ἀμύνεσθαι, sich zu wehren, Thuc. 2.11; λέγειν 3.42; ἀδυνατώτατος λέγειν Eupol. bei Plut. Alc. 13; vgl. Her. 5.9; Xen. Mem. 2.6.25; χρήμασι, arm, Thuc. 7.28; σώματι, zum Kriegsdienste untauglich, Invalide, s. Lys. or. 24 περὶ ἀδυνάτου; zu arm zum Dienst, Aesch. 1.103 ἐν τοῖς ἀδυνάτοις μισθοφορεῖν, vgl. Böckhs Staatshh. I p. 260 ff.; εἴς τι Plat. Hipp. min. 366b.
2 Pass. unmöglich, τὸ ἀδύνατον und τὰ ἀδύνατα, die Unmöglichkeit, Her. 9.60; Eur. Iph.A. 1370; καὶ χαλεπὰ ἔργα Xen. Cyr. 1.1.3; An. 5.6.10; ἀδύνατόν ἐστι τυχεῖν Pind. N. 7.55; ἐθέλειν Plat. Rep. II.381c; ἀδύνατά ἐστι, Pind. P. 2.81; Thuc. 8.60; ἀδ. ὑμῖν, ὥστε ἑλέσθαι Plat. Prot. 338c.
• Adv., ἀδυνάτως ἔχειν, unmöglich sein, nicht im Stande sein, Antiph. 5.76; Plat. Axioch. 364b; πρὸς τὰς στρατείας Plut. Ages. 27.

Russian (Dvoretsky)

ἀδύνᾰτος: (ῠ)
1 бессильный, слабый, немощный, Her., Eur.: ἀ. τῷ σώματι Lys. физически слабый, хилый;
2 неспособный, не умеющий (ποιεῖν τι Eur., Arst.; εἴς τι Plat.);
3 неимущий, бедный (χρήμασι Thuc.);
4 негодный, неисправный (νέες Her.);
5 невозможный, невыполнимый (ἔργα, πορεία Xen.): ἀδύνατον εἶπας Eur. ты сказал(а), что это невозможно.
IIинвалид Lys., Aeschin.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδύνᾰτος: [ῠ], -ον. Ι. ἐπὶ προσώπων, ἀνίκανος νὰ πράξῃ τι, μετ’ ἀπαρ. Ἡρόδ. 3. 138, Ἐπίχ. 130 Ahn., Εὐρ. Ἠρ. Μαιν. 56, κτλ.· - ἀδύνατος εἰπεῖν, Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 7: -Συγκρ. τὸν δυνατώτερον τοῦ ἀδυνατωτέρου [πλέον ἔχειν] Πλάτ. Γοργ. 483D· ὑπερθ. -ώτατος λέγειν, Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 8. 2) ἀπολ. ἄνευ ἰσχύος, ἀδύνατος, ἀσθενής, Ἡρόδ. 5. 9. Εὐρ. Ἴων 596, Ἀνδρ. 746· - οἱ ἀδύνατοι, οἱ καταστάντες ἀνίκανοι πρὸς ὑπηρεσίαν στρατιωτικὴν εἴτε δι’ ἀσθένειαν εἴτε διὰ πενίαν· πρβλ. Λυσ. ὑπὲρ τοῦ ἀδυνάτου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 430, Βοικχ. Π. Οἰ. 1. 323 κἐξ.: - ἐν τοῖς ἀδυνάτοις μισθοφορεῖν, Αἰσχίν. 14, 40· ἀδ. σώματι, Λυσ. 197, 26· ἀδ. χρήμασι, πτωχός, Θουκ. 7. 28· εἴς τι, Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 366Β· - οὕτως ἐπὶ πραγμάτων· ὁ παθὼν καιρίαν βλάβην καὶ καταστὰς ἀνίκανος, νέες, Ἡρόδ. 6, 16: - τὸ ἀδ., ἔλλειψις δυνάμεως, ἀδυναμία, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 296Α· τὰ ἀδ., αἱ ἐλλείψεις, ἀνικανότητες, Δημ. 262. 24. ΙΙ ἐπὶ πραγμάτων, τὰ ὁποῖα ἀδύνατον εἶναι νὰ τελεσθῶσιν, Εὐρ. Ὀρ, 665., Ἑλ. 1043., Πλάτ., κτλ.· - ἀδύνατα βούλομαι, Λυγκ. ἐν «Κενταύρῳ» 12· - ἀδύνατόν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ., Ἡρόδ. 1. 32, καὶ ἀλλ. ἢ ἀδύνατά [ἐστι], ὁ αὐτ. 1. 91, 6. 106, Θουκ. ἀδ. τινὶ ὥστε..., Πλάτ. Πρωτ. 338C: τὸ ἀδ., = τὸ ἀδύνατον, Ἡρόδ. 9. 60. Ἀττ. - τὰ ἀδ. καρτερεῖν, Εὐρ. Ι. Α. 1370· τολμᾶν ἀδύνατα, ὁ αὐτ. Ἑλ. 811· - ἀδυνάτων ἐρᾶν, ὁ αὐτ. Ἡρ. Μαιν. 318: - Συγκρ. ἀδυνατώτερον ἔτι..., εἰ οἷόν τε, Πλάτ. Θεαίτ. 192Β· πρβλ. Παρμ. 138D·- ὑπερθ., ὃ δὴ πάντων ἀδυνατώτατον, ὁ αὐτ. Φίληβ. 15Β. ΙΙΙ Ἐπίρρ. -τως, = ἄνευ δυνάμεως ἢ ἐπιτηδειότητος, ἀσθενῶς· λέγεσθαι, Ἀντιφῶν 122. 42, ἀμύνεσθαι, ὁ αὐτ. 127. 26: - ἀδ. ἔχειν, = εἶμαι ἀσθενής, Πλάτ. Ἀξ. 364Β. ἢ εἶμαι ἀνίκανος, μετ’ ἀπαρεμ. Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλ. 25, 3· - ἐν ὀλίγῃ χρήσει παρὰ ποιηταῖς, καὶ ἐκ τῶν Τραγικῶν μόνον παρ’ Εὐριπίδῃ.

English (Slater)

ᾰδῠνᾰτος impossible c. acc. and inf. ἀδύνατα δ' ἔπος ἐκβαλεῖν κραταιὸν ἐν ἀγαθοῖς δόλιον ἀστόν (P. 2.81) τυχεῖν δ' ἕν ἀδύνατον εὐδαιμονίαν ἅπασαν ἀνελόμενον (N. 7.55)

English (Abbott-Smith)

ἀδύνατος, -ον, [in LXX for אֶבְיוֹן, דַּל, etc.;]
1.of persons, unable, powerless: Ac 14:8; fig. Ro 15:1 (MM, VGT, s.v.).
2.Of things, impossible: Mt 19:26, Mk 10:27, Lk 18:27, Ro 8:3, He 6:4,18 10:4 11:6. †

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and δυνατός; unable, i.e. weak (literally or figuratively); passively, impossible: could not do, impossible, impotent, not possible, weak.

English (Thayer)

(δύναμαι) (from Herodotus down);
1. without strength, impotent: τοῖς ποσί, δυνατός).
2. impossible (in contrast with δυνατόν): παρά τίνι, for (with) anyone, τό ἀδύνατος τοῦ νόμου 'what the law could not do' (this God effected by, etc.; (others take τό ἀδύνατος here as nominative absolutely, cf. Buttmann, 381 (326); Winer's Grammar, 574 (534); Meyer or Gifford at the passage)), Hebrews 11:6.

Greek Monotonic

ἀδύνᾰτος: [ῠ], -ον·
I. 1. λέγεται για πρόσωπα, είμαι ανίκανος, δεν μπορώ, δεν δύναμαι να πράξω κάτι· με απαρ., σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
2. απόλ., αδύναμος, ανίσχυρος, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· οἱ ἀδύνατοι, αυτοί που κατάντησαν ανίκανοι στρατιωτικής υπηρεσίας λόγω ασθένειας ή φτώχειας, ανίκανοι, σακάτηδες, σε Αισχίν. κ.λπ.· ἀδύνατος χρήμασι, φτωχός, σε Θουκ.· εἴς τι, σε Πλάτ.· λέγεται και για πλοία, αυτά που κατέστησαν ανίκανα για πλεύση λόγω βλάβης, σε Ηρόδ.· τὸ ἀδύνατον, έλλειψη δύναμης, αδυναμία, σε Πλάτ.· τὰ ἀδύνατα, ελλείψεις, ανικανότητες, σε Δημ.
II. λέγεται επίσης και για πράγματα που δεν μπορούν, είναι αδύνατον να γίνουν, για πράγματα ακατόρθωτα, ανέφικτα, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.· ἀδύνατόν ή ἀδύνατά (ἐστι), είναι αδύνατον, ακατόρθωτο, σε Ηρόδ. κ.λπ.· τὸἀδύνατον, αδυναμία, το ανέφικτο, στον ίδ.· τολμᾶν ἀδύνατα, ἀδυνάτων ἐρᾶν, σε Ευρ.

Middle Liddell


I. of persons, unable to do a thing, c. inf., Hdt., Eur., etc.
2. absol. without strength, powerless, Hdt., Eur., etc.; οἱ ἀδύνατοι men disabled for service, incapable, Aeschin., etc.; ἀδύνατος χρήμασι poor, Thuc.; εἴς τι Plat.:—of ships, disabled, Hdt.:— τὸ ἀδ. want of strength, Plat.; τὰ ἀδ. disabilities, Dem.
II. of things, that cannot be done, impossible, Eur., Plat., etc.; ἀδύνατόν ορ ἀδύνατά [ἐστι], it is impossible, Hdt., etc.: τὸ ἀδ. impossibility, Hdt.; τολμᾶν ἀδύνατα, ἀδυνάτων ἐρᾶν Eur.

Chinese

原文音譯:¢dÚnatoj 阿-笛那拖士
詞類次數:形容詞(10)
原文字根:不-能 相當於:H
字義溯源:不能的,不能行的,不堅固的,無能力的,軟弱的,無力的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(δυνατός)=有力的)組成;而 (δυνατός)出自(δύναμαι)*=能夠)。這字描述律法與祭物的無能( 羅8:3; 來10:4)。其次,人若不信,也使人無能( 來6:4,5,6),並且也不能討神的喜悅( 來11:6)。相反的,在神凡事都能( 太19:26, 可10:27; 路18:27)
出現次數:總共(10);太(1);可(1);路(1);徒(1);羅(2);來(4)
譯字彙編
1) 就不能(1) 來6:6;
2) 決不能(1) 來6:18;
3) 無能力(1) 來10:4;
4) 不可能(1) 來11:6;
5) 不堅固人(1) 羅15:1;
6) 不能行的(1) 羅8:3;
7) 是不能(1) 可10:27;
8) 所不能的(1) 路18:27;
9) 無力(1) 徒14:8;
10) 不能的(1) 太19:26

English (Woodhouse)

impossible, incapable, incompetent, powerless, unable, weak, weak in power

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

unable

Arabic: عَاجِز‎; Bulgarian: неспособен; Catalan: incapaç; Chinese Mandarin: 不能, 不能夠, 不能够, 不会, 不可以; Czech: neschopný; Dutch: niet in staat, onbekwaam; Esperanto: senpova; Finnish: kykenemätön, kyvytön; French: incapable; Georgian: შეუძლებელი, უძლური; German: unfähig, außerstanden; Greek: ανίκανος; Ido: nekapabla; Italian: incapace; Maori: tē taea; Portuguese: incapaz; Romanian: incapabil, neputincios, incompetent; Russian: неспособный; Spanish: incapaz, impotente; Swedish: oförmögen

weak

Afrikaans: swak; Albanian: i lig,e ligë, i dobët; Amharic: ደካማ, ለዋሳ; Arabic: ضَعِيف‎; Egyptian Arabic: ضعيف‎; Moroccan Arabic: عيّان‎; Armenian: թույլ, տկար; Aromanian: slab; Asturian: débil; Azerbaijani: zəif, gücsüz; Bashkir: көсһөҙ; Belarusian: слабы; Bengali: দুর্বল; Bikol Central: maluya; Breton: gwan; Bulgarian: слаб; Burmese: အားနည်း; Catalan: feble, dèbil; Chechen: гӏийла, мела; Chinese Cantonese: 弱, 虛弱; Mandarin: 弱, 微弱, 軟弱, 软弱; Corsican: debuli; Crimean Tatar: quvetsiz, zayıf; Czech: slabý; Dalmatian: débol; Danish: svag, veg; Dutch: zwak, slap; Esperanto: malforta; Estonian: nõrk; Faroese: veikur; Finnish: heikko; French: faible, débile; Friulian: debul; Galician: débil, feble, fraco, frouxo; Georgian: სუსტი, უძლური, უღონო; German: schwach; Gothic: 𐌿𐌽𐌼𐌰𐌷𐍄𐌴𐌹𐌲𐍃; Greek: αδύναμος; Ancient Greek: ἀσθενής, μῶλυς; Guaraní: kangy; Hebrew: חַלָּשׁ‎; Higaonon: mahuyang; Hindi: दुर्बल, निर्बल, कमज़ोर, अशक्त; Hungarian: gyenge, gyönge; Icelandic: veikur; Ido: febla, debila; Indonesian: lemah; Irish: lag, aimhneartach, anbhann, creatach, crólag, cróloite, deibhleánach, éadaingean, éagrua, éalangach, éidréan, fann, féigh, foríseal, lagbhríoch, leamh, lobhrach, maoth, meath-, meathánta, sleaiceáilte, slim, tais, tim, tláith, tréith, triamhain; Italian: debole; Japanese: 弱い; Kazakh: әлсіз, күшсіз; Khmer: ខ្សោយ; Korean: 약하다; Kyrgyz: күчсүз, алсыз; Lao: ຍໍ່ແຍ່, ບໍ່ແຂງແຮງ; Latgalian: sluobs; Latin: debilis, imbecillus, infirmus, invalidus; Latvian: vārgs, vājš; Lithuanian: silpnas; Macedonian: слаб; Malay: lemah; Maltese: dgħajjef; Maori: tahō; Mbyá Guaraní: kangy; Mongolian: сул дорой, муу, дорой; Norman: faibl'ye; Norwegian Bokmål: svak, veik; Occitan: feble, debil; Old Church Slavonic Cyrillic: слабъ; Glagolitic: ⱄⰾⰰⰱⱏ; Old English: untrum; Pashto: ايڼ‎; Persian: ضعیف‎, نزار‎; Plautdietsch: schwak; Polish: słaby; Portuguese: fraco, débil, frouxo; Romanian: slab, debil, lânced; Romansch: debel, flaivel, fleivel, flevel; Russian: слабый; Sanskrit: निर्बल, दुर्बल, अशक्त; Santali: ᱚᱵᱳᱞ; Sardinian: débbile, débbili, díbbile; Scottish Gaelic: lag; Serbo-Croatian Cyrillic: слаб; Roman: slab; Sicilian: dèbbuli, dèbuli, dèbbili, dèbili; Slovak: slabý; Slovene: šíbek, slàb; Sorbian Lower Sorbian: słaby; Spanish: débil, feble, flaco, flojo; Swahili: dhaifu; Swedish: svag, vek; Tagalog: mahina; Tajik: заиф, низор; Tatar: көчсез; Thai: อ่อนแอ, แอ, อ่อน; Tibetan: སྐྱོ་པོ; Tok Pisin: hanggre; Turkish: zayıf, güçsüz; Turkmen: asgyn, gowşak, gujursyz, ejiz; Ukrainian: слабкий, слабий; Urdu: دربل‎, کمزور‎, اشکت‎; Uyghur: ئاجىز‎, كۈچسىز‎; Uzbek: kuchsiz, zaif; Venetian: debol, debole, debolo, debełe; Vietnamese: yếu; Walloon: flåwe, fwebe; Welsh: gwan; Yiddish: שוואַך‎; Zhuang: nyieg

unattainable

Bulgarian: недостижим; Chinese Mandarin: 高不可攀的, 不可企及的; Czech: nedosažitelný, nedostupný; Danish: uopnåelig; Finnish: saavuttamaton; French: inatteignable; German: unerreichbar, nicht machbar; Greek: ανέφικτος; Ancient Greek: ἀδύνατος, ἄικτος, ἄϊκτος, ἀκίχητος, ἄληπτος, ἀνάλωτος, ἀνέτοιμος, ἀνέφικτος, ἀπρόσικτος; Latin: inaccessus; Manx: gyn roshtyn, neuroshtynagh; Norwegian Bokmål: uoppnåelig; Nynorsk: uoppnåeleg; Polish: niedosięgły, niedosiężny, nieosiągalny; Portuguese: inatingível, inalcançável; Russian: недостижимый, недоступный; Swedish: ouppnåelig