μεστός
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
English (LSJ)
μεστή, μεστόν,
A full, ἄγγεα Hom.Epigr.15.5; ἐποίησεν τὴν πόλιν μεστήν Ar.Eq.814; ἔγχεον μεστήν a full cup, Diph.20, cf. Alex.58; μὴ μεστὰς ἀεὶ ἕλκωμεν Antiph.207.1; of persons, οἶνον πίνεις μ. ὤν Alex.164, cf. Anaxandr.15.
II c. gen., full of, ἀργυρίου… ἀρτάβη μεστή Hdt.1.192; τὸ στόμα… μεστὸν βδελλέων Id.2.68; μ. ὕδατος Ar. Nu.383; ἀλφίτων, οἴνου, ἐλαίου, Id.Pl.806sq.; ὄνος… οἴνου μ. laden with... Id.V.617; ἱμάτιον κηλίδων μ. Thphr. Char.19.7.
2 metaph., πάντα μ. ἐλπίδων ἀγαθῶν εἶναι X.HG3.4.18; μεστοὶ σπουδῆς, ἀταξίας, Id.Smp.1.13, Mem.3.5.6; πολλῆς ἀνοίας μ. Isoc.5.45; σοφία μ. ἐλέους καὶ καρπῶν ἀγαθῶν Ep.Jac.3.17; φόβων καὶ ἐρώτων μ. Pl.R.579b; ἀπάτης μ. Id.Phd.83a, etc.; ἐλευθερίας Id.R.563d; μ. θεάτρου full of theatric pride, i.e. spoilt by applause, Id.Smp.194b; ὑπερηφανίας καὶ ὑπεροψίας μ. v.l. in D.21.195.
b sated with, c. gen., E.IT804; μ. εἰρήνης σαπρᾶς Ar.Pax554; τινος (of a person) Plu.2.541d: c. part., μ. ἦ θυμούμενος, i.e. had had my fill of anger, S.OC768; μ. ἐγένετο ἀγανακτῶν D.48.28; μεστοὶ τοῦ συνεχῶς λέγοντος Id.18.308; also μ. τὸν θυμόν Plu.Alex.13.
German (Pape)
[Seite 141] angefüllt, voll, im eigentlichen Sinn u. übertr., bes. von schlimmen Dingen; ὃς ἐποίησεν τὴν πόλιν ἡμῶν μεστὴν εὑρὼν ἐπιχειλῆ, Ar. Equ. 811; c. gen., πλούτου, Plut. 188. 193; μεστὰ λίθων καὶ γῆς, Plat. Legg. XII, 967 c; ὑποψίας καὶ δείματος, Rep. I, 330 e; κακίας μεστὴ γίγνεται ἡ ψυχή, Crat. 415 c; θορύβου, Conv. 223 b, u. ähnlich oft, u. Folgde; κῶμαι μεσταὶ σίτου καὶ οἴνου, Xen. An. 1, 5, 19; μεστὴ πολλῶν κακῶν, Dem. 2, 14. – Auch c. part., ἡνίκ' ἤδη μεστὸς ἦν θυμούμενος, Soph. O. C. 772, wie μεστὸς ἐγένετο ἀγανακτῶν, er hatte sich satt gescholten, Dem. 48, 28, u. anders, φυλάττει ὁπηνίκα ὑμεῖς ἐστε μεστοὶ τοῦ ἀεὶ λέγοντος, bis ihr den Redner satt, zum Überdruß, gehört habt, 18, 308; Luc. Nigr. 36 vrbdt auch τοξόται μεστοὶ τὰς φαρέτρας λόγων; Plut. Alex. 13 μεστὸς ὢν ἤδη τὸν θυμόν, des Zornes satt.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
plein, rempli de, gén. ; avec un part. : μεστὸς ἦ θυμούμενος SOPH j'étais rassasié de ma douleur ; rar. avec un acc. : μεστὸς ὢν τὸν θυμόν PLUT rempli de colère.
Étymologie: adj. verb. de μεθώ.
Russian (Dvoretsky)
μεστός:
1 полный, переполненный (ὕδατος, χρημάτων Arph.; λίθων καὶ γῆς Plat.; σίτου καὶ οἴνου Xen.);
2 преисполненный (ἐλπίδων ἀγαθῶν, σπουδῆς Xen.; ὑποψίας καὶ δείματος Plat.; φρενῶν ἀγαθῶν Plut.);
3 пресыщенный: μ. ἦ θυμούμενος Soph. я был пресыщен скорбью; μ. ἐγένετο ἀγανακτῶν Dem. он досыта излил свой гнев.
Greek (Liddell-Scott)
μεστός: ή, ον, πλήρης, πεπληρωμένος, ἔμπλεως, «γεμᾶτος», ἄγγεα Ἐπιγράμμ. Ὁμ. 15. 5· ποιεῖν μεστὸν Ἀριστοφ. Ἱππ. 811· ἔγχεον μεστήν, γέμισε ἕως ἐπάνω τὸ ποτήριον, Δίφιλος ἐν «Βαλανείῳ» 1, πρβλ. Ἄλεξιν ἐν «Δορκίδι» 3· ἐπὶ προσώπων, οὐ κεκραμένον (δηλ., οἶνον) σὺ πίνεις μεστὸς ὤν κοὐκ’ ἐξεμεῖς; ὁ αὐτ. ἐν «Ὀπώρᾳ» 1, πρβλ. Ἀναξανδρ. ἐν «Ἡρακλεῖ» 1. ΙΙ. μετὰ γεν., πλήρης τινός, πεπληρωμένος, γεμᾶτος μέ τι, ἀργυρίου... ἀρτάβη μεστὴ Ἡρόδ. 1. 192· τὸ στόμα... μεστὸν βδελλέων ὁ αὐτ. ἐν 2. 68· μ. ὕδατος Ἀριστοφ. Νεφ. 382· ἀλφίτων, οἴνου, ἐλαίου ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 806 κἑξ.· ὄνος... οἴνου μ., πεφορτωμένος μέ..., ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 617, κτλ. 2) μεταφ., φόβων καὶ ἐρώτων μ. Πλάτ. Πολ. 579Β· ἀπάτης, ἐρίδων, τρυφῆς, ἀπορίας μ. ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 83Α, κτλ.· ἐλευθερίας, εὐδαιμονίας, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 563D, κτλ.· μ. θεάτρου, πλήρης θεατρικῆς ὑπερηφανίας, δηλ. κολακευόμενος ἕνεκα τῶν ἐπαίνων τῶν θεατῶν, Συμπ. 194Β - ὡς τὸ πλήρης, μεμιασμένος, μεμολυσμένος, ἴδε ἐν λ. κηλίς. β) μεταφ., ὡσαύτως, κεκορεσμένος μέ τι πρᾶγμα, κεχορτασμένος, μετὰ γεν., Εὐρ. Ι. Τ. 804· Μ. εἰρήνης σαπρᾶς Ἀριστοφ. Εἰρ. 554· - οὕτω μετὰ μετοχ., ἀλλ’ ἡνίκ’ ἤδη μεστὸς ἦ θυμούμενος, ἀλλ’ ὅτε πλέον ἐπέρασεν ὁ θυμός μου, Σοφ. Ο. Κ. 768· ἐπειδὴ δὲ μεστὸς ἐγένετο ἀγανακτῶν, ἐχόρτασεν ἐκ τῆς ἀγανακτήσεως, δὲν εἶχε πλέον ἀγανάκτησιν, Δημ. 1175. 5· μεστοὶ τοῦ συνεχῶς λέγοντος ὁ αὐτ. ἐν 328. 6· - ὡσαύτως, μ. τὸν θυμὸν Πλουτ. Ἀλέξ. 13.
English (Strong)
of uncertain derivation; replete (literally or figuratively): full.
English (Thayer)
μεστή, μεστόν, from Homer (i. e. Epigr.) down, the Sept. for מָלֵא, full; with the genitive of the thing: properly, Proverbs 6:34).
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑM μεστός, -ή, -όν)
πλήρης, γεμάτος, φορτωμένος
νεοελλ.
1. (για καρπούς) ώριμος, γινωμένος («το στάρι είναι μεστό»
2. (για πρόσωπα) σφιχτοδεμένος
3. (για πρόσωπα) ηλικιωμένος
4. μτφ. ώριμος πνευματικά
μσν.
συμπαγής, στερεός
αρχ.
1. μτφ. ο κορεσμένος από κάποιο πράγμα, χορτάτος («τὸ δ' Ἄργος αὐτοῦ μεστὸν ἥ τε Ναυπλία», Ευρ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεστόν
η μεστότητα, η πληρότητα, το πλήρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εκφραστικό τ. άγνωστης ετυμολ. Η άποψη ότι η λ. συνδέεται με το ρ. μαδώ και τη λ. μήδεα δεν φαίνεται αβάσιμη. Επίσης δεν είναι πειστική η άποψη που συνδέει τη λ. με το θ. μεδ- (μεδ-τός) του μέδ-ι-μνος].
Greek Monotonic
μεστός: -ή, -όν,
I. πλήρης, γεμάτος, εντελώς γεμάτος, σε Αριστοφ. κ.λπ.
II. με γεν., γεμάτος από, πλήρης από ένα πράγμα, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· μεταφ., ἀπάτης, ἀπορίας μεστός, σε Πλάτ.· μεταφ., επίσης, γεμάτος από ένα πράγμα, σε Ευρ.· ομοίως με μτχ., μεστὸς ἦν θυμούμενος, δηλ. είμαι γεμάτος θυμό, σε Σοφ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: full, filled, satiated (IA.).
Compounds: Also with ἀνα-, ἐν-, ἐπι- a. o. in diff. meanings, first after ἀνάπλεος etc., also poss. backformation of ἀνα-μεστοῦσθαι (cf. Strömberg Prefix Studies 91 a. 117).
Derivatives: μεστόομαι, -όω, also with ἀνα-, δια-, ἐν-, κατα-, be filled, fill up (Com., S., Pl. Lg., Arist.) with the late a. rare μέστωσις filling, satiation, -ωμα filling. Also μέσμα μέστωμα H.; old primary formation independent of μεστός?
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. By Fick 1, 507, Johansson IF 2, 35 a. o. connected with μαδάω drip, μέζεα, μήδεα male sexual parts etc., with further acc. to Fick 2, 215 (doubting) Celt., e.g. MIr. mess (< *med-tu-) gland; against connection of μαδάω WP. 2, 231 (which is impossible). Connection with med- measure in μέδιμνος a. o. has also been proposed (Curtius 243 doubting, Osthoff IF Anz. 5, 19 A. 1); very doubtful.
Middle Liddell
μεστός, ή, όν
I. full, filled, filled full, Ar., etc.
II. c. gen. full of, filled with a thing, Hdt., Ar.:—metaph., ἀπάτης, ἀπορίας μ. Plat.:—metaph. also, sated with a thing, Eur.; so c. part., μεστὸς ἦν θυμούμενος i. e. had had my fill of anger, Soph.
Frisk Etymology German
μεστός: {mestós}
Meaning: voll, angefüllt, gesättigt, satt (ion. att.),
Composita: auch mit ἀνα-, ἐν-, ἐπι- u. a. in verschiedenen Sinnfärbungen, zunächst nach ἀνάπλεος usw., auch Rückbildung von ἀναμεστοῦσθαι denkbar (vgl. Strömberg Prefix Studies 91 u. 117).
Derivative: Davon μεστόομαι, -όω, auch mit ἀνα-, δια-, ἐν-, κατα-, angefüllt werden, anfüllen (Kom., S., Pl. Lg., Arist.) mit den sp. u. seltenen μέστωσις Anfüllung, Sättigung, -ωμα Fülle. Auch μέσμα· μέστωμα H.; alte, von μεστός unabhängige Primärbildung?
Etymology: Unerklärt. Von Fick 1, 507, Johansson IF 2, 35 u. a. mit μαδάω triefen, μέζεα, μήδεα männliche Schamteile usw. verbunden, wozu ferner nach Fick 2, 215 (zweifelnd) kelt., z.B. mir. mess (< *med-tu-) Eichel; gegen Anschluß an μαδάω WP. 2, 231. Mindestens ebensogut denkbar ist Anknüpfung an med- messen in μέδιμνος u. a. (Curtius 243 zögernd, Osthoff IF Anz. 5, 19 A. 1).
Page 2,215
Chinese
原文音譯:mestÒj 姆士拖士
詞類次數:形容詞(8)
原文字根:擴張 裝滿 相當於: (מָלֵא)
字義溯源:充滿的*,盛滿,裝滿,滿有,滿心,滿,蘸滿
同源字:1) (μεστός)充滿的 2) (μεστόω)灌滿比較: (πλήρης)=滿的,滿溢的
出現次數:總共(9);太(1);約(3);羅(2);雅(2);彼後(1)
譯字彙編:
1) 滿有(3) 羅1:29; 羅15:14; 雅3:17;
2) 滿了(2) 約21:11; 雅3:8;
3) 滿(1) 彼後2:14;
4) 蘸滿了(1) 約19:29;
5) 盛滿了(1) 約19:29;
6) 充滿了(1) 太23:28
English (Woodhouse)
full, sunk in, beset with, full of, glutted with, infested with, satiated with, steeped in, surfeited with, swarming with
Translations
full
Afrikaans: vol; Albanian: plot, ship; Andi: бицӏиб; Arabic: مُمْتَلِئ, مَلِيء; Egyptian Arabic: مليان; Gulf Arabic: فُل, ممتلئ; Moroccan Arabic: عامر, عامرة; Aragonese: plen; Armenian: լիքը, լի; Aromanian: mplin, ãmplin, plin; Asturian: enllenu, llenu; Avar: цӏураб; Azerbaijani: tam, dolu; Balinese: bek; Bashkir: тулы; Basque: bete, osoa; Belarusian: поўны; Bengali: ভরতি, ভর্তি; Bikol Central: pano; Breton: leun; Bulgarian: пъ́лен; Burmese: ပြည့်; Catalan: ple; Chamicuro: siila; Chinese Cantonese: 滿, 满; Mandarin: 充滿, 充满, 滿, 满; Chuvash: тулли; Czech: plný; Dalmatian: plain; Danish: fuld, fyldt; Dutch: vol; Esperanto: plena; Estonian: täis; Evenki: дялум; Faroese: fullur; Finnish: täysi; French: plein; Friulian: plen; Galician: cheo; Georgian: სავსე; German: voll; Alemannic German: vole; Gothic: 𐍆𐌿𐌻𐌻𐍃; Greek: πλήρης, γεμάτος; Ancient Greek: ἔμπλεος, πλήρης, μεστός; Haitian Creole: plen; Hawaiian: piha; Hebrew: מָלֵא; Higaonon: punu; Hindi: पूर्ण, पूरा; Hungarian: tele; Icelandic: fullur; Ido: plena; Indonesian: penuh; Ingush: диза; Irish: lán; Italian: pieno, colmo; Iu Mien: buangv; Japanese: 一杯, 満々; Javanese: kebak; Kabuverdianu: bupu; Kashubian: pôłny; Khmer: ពេញ; Komi-Permyak: тыр; Komi-Zyrian: тыр; Korean: 채우다; Kurdish Northern Kurdish: tijî, tije; Kyrgyz: лык; Ladin: pien; Lao: ເຕັມ; Latgalian: pylns; Latin: plenus; Latvian: pilns; Lithuanian: pilnas; Low German: vull; Luxembourgish: voll; Macedonian: полн; Malay: penuh; Maltese: mimli, sħiħ; Manchu: ᠵᠠᠯᡠ; Manx: lane; Maori: poha, pangoro, kī, turuki; Middle Persian: purr; Mongolian Cyrillic: дүүрэн, элбэг; Navajo: hadéébįįd; Neapolitan: chieno; Norman: pliein; North Frisian: fol, ful; Norwegian Bokmål: full; Nynorsk: full; Occitan: plen; Old Church Slavonic Cyrillic: пльнъ; Old Frisian: ful; Old Norse: fullr; Old Persian Pashto: ډک; Persian: پر; Polish: pełny; Portuguese: cheio; Quechua: hunt'a; Romanian: plin; Romansch: plain, plein, plagn; Russian: полный, наполненный, заполненный, переполненный; Sanskrit: पूर्ण; Sardinian: prenu, pienu, plenu; Scottish Gaelic: làn, lìonta; Serbo-Croatian Cyrillic: пу̏н; Roman: pȕn; Sicilian: chinu; Slovak: plný; Slovene: poln; Somali: buux; Sorbian Lower Sorbian: połny; Upper Sorbian: połny; Spanish: lleno; Sundanese: pinuh; Swedish: full; Tagalog: puno; Tamil: முழு; Tajik: пур; Telugu: నిండు; Thai: เต็ม; Tocharian B: īte; Turkish: dolu; Turkmen: doly; Udi: буй; Udmurt: тыр; Ukrainian: повний; Urdu: پورن, پورا; Uyghur: تولۇق, لىق, توق; Uzbek: toʻla, toʻliq; Venetian: pien; Vietnamese: đầy; Walloon: plin; Welsh: llawn; West Frisian: fol; Yagnobi: пун; Yakut: толору; Yiddish: פֿול; Yámana: Caluku; Zazaki: pırr; Zealandic: volle, vulle