ὁρισμός
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
English (LSJ)
ὁ,
A marking out by boundaries, limitation, οἱ ὁ. τῶν κτήσεων D.H.2.74; ἀκριβὴς . . οὐκ ἔστιν ὁ., ἕως τίνος . . Arist.EN 1159a4; ὁ. τοῦ λυπεῖσθαι Hyp.Epit.41; boundary, καρπῶν BGU599.3 (ii A.D.), cf. PAmh.2.97.11(ii A.D.).
II the definition of a thing, freq. in Arist., AP0.91a1, Top.139a26, Metaph.1031a1,al.
III wager, Plu.Alex.6, TG14.
IV decree, LXXDa.6.12(13).
V vow, ib.Nu.30.3,al., cf. Ph.1.77.
German (Pape)
[Seite 378] ὁ, das Begränzen, die Begränzung, bes. eines Begriffes, Definition, Arist. rhet. 2, 8 u. öfter; Rhett.; Plut. Tib. Graech. 14 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 action de borner, de limiter;
2 engagement précis, exacte obligation.
Étymologie: ὁρίζω.
Russian (Dvoretsky)
ὁρισμός: ὁ
1 разграничение, размежевание (ὁ. ἀκριβής Arst.);
2 определение: ὁ ὁ. τοῦ τί ἐστιν Arst. определение сущности;
3 условие, обязательство, договор (ὁ. καὶ συνθήκη Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁρισμός: -οῦ, ὁ, ἡ δι’ ὁρίων σημείωσις, οἱ ὁρ. τῶν κτήσεων Διον Ἁλ. 2. 74˙ ἀκριβὴς ... οὐκ ἔστιν ὁρ., ἕως τίνος …, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 7, 5. ΙΙ. ὁ ὁρισμὸς λέξεώς τινος, συχν. παρ’ Ἀριστ., Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 3, 3, Τοπ. 6. 1, Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 5, 7, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ὁρισμός) ορίζω
(φιλοσ.) πρόταση με την οποία, σε συντομία αλλά και με πληρότητα, δηλώνονται τα ουσιώδη χαρακτηριστικά ενός πράγματος ή ενός φαινομένου, μιας ιδιότητας ή μιας σχέσης, το περιεχόμενο μιας έννοιας ή μιας λέξης, χαρακτηριστικά και περιεχόμενο με τα οποία αυτά διακρίνονται από κάθε άλλο διαφορετικό ή συγγενές τους («ο ορισμός της αρετής»)
νεοελλ.
καθορισμός («ορισμός της τιμής τών εμπορευμάτων»)
νεοελλ.-μσν.
διαταγή, εντολή, προσταγή («στους ορισμούς σας!»)
μσν.
σπαν. όριο, σύνορο
αρχ.
1. χάραξη ή θέση ορίων, περιορισμός
2. καθορισμός της αμοιβής για την έκβαση αγώνα, στοίχημα
3. ευχή, τάμα, υπόσχεση.
Greek Monotonic
ὁρισμός: -οῦ, ὁ (ὁρίζω),
I. επισήμανση με σύνορα, περιορισμός, σε Αριστ.
II. προσδιορισμός της σημασίας μιας λέξης, στον ίδ.
Middle Liddell
ὁρισμός, οῦ, ὁ, ὁρίζω
I. a marking out by boundaries, limitation, Arist.
II. the definition of a word, Arist.
Translations
limitation
Armenian: սահմանափակում; Catalan: limitació; Chinese Danish: begrænsning; Dutch: begrenzing, beperking, inperking; Esperanto: limitado; Estonian: piiramine; Finnish: rajoitus, rajoittaminen; French: limitation; German: Limitieren, Limitierung, Begrenzen, Begrenzung; Irish: teorannú; Italian: limitazione; Maori: aukatinga; Norwegian Bokmål: begrensning; Portuguese: limitação; Romanian: limitare; Russian: ограничение; Spanish: limitación
definition
Albanian: përkufizim, përcaktim; Arabic: تَعْرِيف; Azerbaijani: tərif; Bashkir: билдәләмә; Belarusian: азначэ́нне, вызначэ́нне, дэфіні́цыя; Bulgarian: определение, дефиниция; Burmese: အနက်; Catalan: definició; Chinese Mandarin: 定義, 定义, 釋義, 释义; Czech: definice; Danish: definition; Dutch: definitie, omschrijving; Esperanto: difino; Estonian: definitsioon; Finnish: määritelmä; French: définition; Galician: definición; Georgian: განმარტება, განსაზღვრება, დეფინიცია; German: Begriffserklärung, Definition; Greek: ορισμός; Ancient Greek: ὁρισμός; Haitian Creole: definisyon; Hebrew: הַגְדָּרָה; Hindi: परिभाषा, शब्दार्थ; Hungarian: definíció, meghatározás; Icelandic: orðskýring; Irish: sainmhíniú; Italian: definizione; Japanese: 定義, 語義; Kazakh: анықтама, дефиниция; Khmer: និយមន័យ; Korean: 정의(定義); Kurdish Central Kurdish: پێناسە; Kyrgyz: аныктама, дефиниция; Lao: ນິຍາມ; Latvian: definīcija; Lithuanian: apibrėžimas, definicija; Macedonian: дефиниција; Malay: takrif, definisi; Malayalam: നിർവ്വചനം; Maori: aronga; Mongolian: тодорхойлолт; Norwegian Bokmål: definisjon; Pashto: تعريف; Persian: تعریف; Polish: definicja; Portuguese: definição; Romanian: definire, definiție; Russian: определение, дефиниция; Sanskrit: शब्दार्थ; Scottish Gaelic: sònrachadh, comharrachadh; Serbo-Croatian Cyrillic: дефиниција; Roman: definicija; Slovak: definícia; Slovene: definicija; Spanish: definición; Swedish: definition; Tagalog: kahulugan; Tajik: таъриф; Tatar: билгеләмә; Thai: การกำหนด, การนิยาม, คำนิยาม, นิยาม; Tibetan: མཚན་ཉིད; Turkish: tarif, tanım; Turkmen: kesgitleme, kesgitnama; Ukrainian: означення, визначення, дефіні́ція; Urdu: تعریف; Uyghur: تەبىر; Uzbek: taʻrif, definitsiya; Vietnamese: định nghĩa
decree
Arabic: أَمْر, مَرْسُوم; Armenian: պատգամ; Old Armenian: հրովարտակ; Azerbaijani: göstəriş, fərman, dekret; Bashkir: фарман; Belarusian: указ, дэкрэт, пастанова; Bulgarian: декрет, указ; Chinese Mandarin: 法令, 上諭, 上谕, 詔書, 诏书; Czech: dekret; Danish: dekret, forordning; Esperanto: dekreto; Finnish: asetus, määräys, dekreetti; French: décret; Galician: decreto; Georgian: ბრძანებულება; German: Erlass, Dekret, Verordnung; Gothic: 𐌲𐌰𐌲𐍂𐌴𐍆𐍄𐍃; Ancient Greek: ἅδος, ἀκρίβασμα, ἁλίασμα, ἀξίωμα, βόλλα, βουλή, βωλά, δέκρετον, δέσποσμα, διαβούλιον, διαγνώμη, διάταξις, δικαίωμα, δόγμα, ἐπίκριμα, ἦδος, θέσπισμα, κατάστασις, κρίμα, κρῖμα, ὁρισμός, πρόσταγμα, ῥήτρα, σύγκριμα, σύνεσις, συντομή, ὑπομνηματισμός, χρηματισμός, ψᾶφαξ, ψάφιγμα, ψᾶφος, ψήφισμα, ψῆφος, ψηφοφορία; Hindi: न्यायिक आदेश, आज्ञा, डिक्री; Hungarian: rendelet, dekrétum; Indonesian: dekret, titah; Irish: acht; Italian: decreto, ordinanza; Japanese: 命令, 詔書, 詔勅; Korean: 법령(法令), 칙령(勅令); Latin: edictum, decretum, iussio; Macedonian: декрет; Malay: dekri; Norwegian Bokmål: forordning; Nynorsk: forordning; Persian: فرمان; Polish: dekret; Portuguese: decreto; Romanian: decret; Russian: указ, декрет, постановление; Slovak: dekrét; Spanish: decreto; Swedish: dekret, förordning; Turkish: genelge, sirküler, kararname; Ukrainian: указ, декрет, постанова; Zazaki: qanunname, ferman