κρήνη

From LSJ
Revision as of 13:15, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρήνη Medium diacritics: κρήνη Low diacritics: κρήνη Capitals: ΚΡΗΝΗ
Transliteration A: krḗnē Transliteration B: krēnē Transliteration C: krini Beta Code: krh/nh

English (LSJ)

Dor. κράνα IG42(1).121.6 (Epid.), etc.; Aeol. κράννα ib.12(2).103 (Mytil.): ἡ:—well, spring, fountain, μελάνυδρος, καλλιρέεθρος, Il.16.3, Od.10.107, cf. Pi.P.1.39,al., Pl.Phd. 112c, etc.; opp. φρέαρ (q.v.), Hdt.4.120, Th.2.48; ἐμπλησαμένη τὴν ὑδρίαν… ἀπὸ κρήνης Ar.Lys.328; κ. οἴνου E.Ba.707; ὀμνύω… κράνας καὶ ποταμούς SIG 527.34 (Dreros, iii B. C.): poet. in plural, αἱ κρῆναι for water, S.OC686, Ant.844 (both lyr.); κρηνῶν ἐπιμελητής, superintendent of wells, title of official at Athens, IG22.338.11, Arist.Ath.43.1, cf. Pl.Lg.758e, Arist.Pol.1321b26, OGI483.159 (Pergam.).

German (Pape)

[Seite 1507] ἡ, dor. κράνα, der Quell, die Quelle; Il. 9, 14; μελάνυδρος 16, 3; καλλιρέεθρος Od. 10, 107, öfter; Παρνασοῦ κράνα Κασταλία Pind. P. 1, 39; ἀείρυτος Soph. O. C. 471, öfter, wie Eur.; ποταμοὺς καὶ κρήνας ποιεῖ Plat. Phaed. 112 c; im Gegensatz von φρέαρ, Spring, Springbrunnen, Thuc. 2, 48; πότιμος Pol. 34, 9, 15 (vgl. κροῦνος). – Die Alten leiten es von κεράννυμι her.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
source, fontaine.
Étymologie: p. *κράσνα, de la R. Καρ, Κερ, mélanger, agiter, litt. « eau agitée ».

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρήνη -ης, ἡ, Dor. κράνα [~ κρουνός?] bron, fontein:. κρῆναι ἀμβρόσιαι χέονται er stromen onsterfelijke bronnen Eur. Hipp. 748.

Russian (Dvoretsky)

κρήνη: дор. κράνᾱ (ρᾱ) ἡ родник, источник, ключ (μελάνυδρος, καλλιρέεθρος Hom.; ἀείρυτος Soph.): Παρνασοῦ κράνα Κασταλία Pind. Кастальский ключ Парнаса; κρηνῶν ἐπιμεληταί Arst. смотрители источников.

English (Autenrieth)

fount, spring; κρήνηνδε, to the spring, Od. 20.154. (Cf. cut No. 61.)

Greek Monolingual

η (AM κρήνη, Α δωρ. τ. κράνα, αιολ. τ. κράννα)
1. κτίσμα με έναν ή περισσότερους κρουνούς από τους οποίους τρέχει νερό
2. φυσική πηγή ύδατος
νεοελλ.
μτφ. πηγή («απ' την αστείρευτη του ήλιου κρήνη», Ζερβ.)
αρχ.
στον πληθ. αἱ κρῆναι
το νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. κρήνη, κράνα και κράννα ανάγονται σε κράσνα. Έτσι, από τον τ. κράσνα > κράννα (αιολ. τ.), με αφομοίωση, και κρᾱνᾱ (δωρ. τ.), με αντέκταση. Ο αττ. τ. κρήνη (< κρᾱνη) εμφανίζει δυσκολία λόγω της εμφάνισης του -ρη- αντί του αναμενόμενου -ρᾱ-, που εξηγείται είτε με ανομοιωτική τροπή του -ρᾱνη σε -ρήνη είτε με υπεραττικισμό (λόγω του -η- αντί του αναμενόμενου -- μετά από ρ). Ο τ. κράσνα ανάγεται πιθ. σε ΙΕ τ. krsnā-, πρβλ. κρουνός (< krosno), οπότε συνδέεται με αρχ. νορβ. hronn, αγγλοσαξ. hroen, hoern. Κατ' άλλη άποψη, η λ. κρήνη «κύρια πηγή, κεφαλόβρυσο» συνδέεται με τη λ. κάρα «κεφαλή», λόγω της σημασιολογικής συγγένειας, πρβλ. κράνα
κεφαλή (Ησύχ.) και λατ. caput fontis «κεφαλόβρυσο». Κατ' άλλους, τέλος, η λ. είναι αιγαιακό δάνειο. Η λ. μαρτυρείται σε πολλά τοπωνύμια (πρβλ. Κραννούν) και ως β' συνθετικό (πρβλ. Ιπποκρήνη).
ΠΑΡ. κρηναίος
αρχ.
κρήνηθεν, κρηνήιος, κρήνηνδε, κρηνιάς, κρηνίδιον, κρηνίον, κρηνίς, κρηνίτις
νεοελλ.
κρηνικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κρηνούχος, κρηνοφύλαξ
νεοελλ.
κρηνοθεραπεία. (Β' συνθετικό) αρχ. αγχίκρηνος, εύκρηνος, καλλίκρηνος, υποκρήνη, υπόκρηνος].

Greek Monotonic

κρήνη: Δωρ. κράνα, ἡ, πηγάδι, κρήνη, βρύση, πηγή, Λατ. fons, σε Ομηρ. κ.λπ.· αντίθ. προς το φρέαρ (δεξαμενή), σε Ηρόδ., Θουκ.· οι ποιητές το χρησιμ. στον πληθ. για το νερό, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κρήνη: Δωρ. κράνα, ἡ, = κρουνὸς (ὃ ἴδε), πηγή, βρύσις, Λατ. fons, μελάνυδρος, καλλιρέεθρος Ἰλ. Π. 3, Ὀδ. Κ. 107, κτλ.· οὕτω παρὰ Πινδ. καὶ Ἀττ.· ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ φρέαρ (ὃ ἴδε), Ἡρόδ. 4. 120, Θουκ. 2. 48· ἐμπλησαμένη τὴν ὑδρίαν… ἀπὸ κρήνης Ἀριστοφ. Λυσ. 328· κρ. οἴνου Εὐρ. Βάκχ. 707· ‒ παρὰ ποιηταῖς ἐν χρήσει κατὰ πληθ., ὡς τὸ πηγαί, μὲ τὴν σημασίαν ὕδωρ, ὕδατα, Σοφ. Ο. Κ. 686, Ἀντ. 844· ἐν Ἑλλάδι αἱ κρῆναι διετέλουν ὑπὸ τὴν φροντίδα ἰδίων ἐπιμελητῶν (κρηνῶν ἐπιμεληταί), Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8. 5. (Ἴσως ἐκ τοῦ κάρα, κάρηνον, πρβλ. τὸ Λατ. caput aquae, τὰ νῦν «κεφαλάρι»).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: source, fountain (Il.); on the meaning (as against πηγή) Wycherley ClRev. 51, 2f.
Other forms: Dor. Arc. κράνα, Aeol. κράννα
Compounds: Compp., e.g. καλλί-κρανος with beautiful springs (Pi.).
Derivatives: Diminut.: κρηνίς, -ῖδος f. (E., Call., D.H.; Chantraine Formation 347), also as GN (Str.); κρηνίον (Delos IIIa, Str.), -ίδιον (Arist.). - κρηναῖος of the/a source (since ρ 240), κρηνήϊος id. (Orac. ap. Dam. Pr. 344); νύμφαι Κρηνιάδες (A. Fr. 168, hexam.; after ὀρεστιάδες; cf. Chantraine 354f.); κρηνῖτις f. of the/a source (Hp.). - GN Κραννούν (Thess.)..
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [??] *kros- wave, flood
Etymology: The diff. dialect forms (s. above) can come from PGr. *κράσνα; the irregular Att. -ρη- for -ρα-, has been explained as PIon.-Att. dissimilation, as Ionism or as hyperatticism (Schwyzer 189f.) One tried to connect κρήνη with κρουνός spring (s. v.), κροῦναι κρῆναι τέλειαι H.; IE. basis then *krosno-, resp. (for κρήνη) -kr̥snā. With κρουνός, κροῦναι may agree a Germanic word for wave, flood except the stem-ending, resp. the accent, OWNo. hrǫnn f., OE hræn, hærn f., PGm. *hraznṓ, IE. *krosnā́. - Other wrong etymologies in Bq s.v.; s. also WP. 1, 488 f. If cognate with κρουνός, κρήνη cannot with Lamer IF 48, 228ff. be Aegean; cf. Kretschmer Glotta 21, 158.

Middle Liddell

a well, spring, fountain, Lat. fons, Hom., etc.; opp. to φρέαρ (a tank), Hdt., Thuc.: —Poets use it in plural for water, Soph.

Frisk Etymology German

κρήνη: {krḗnē}
Forms: dor. ark. κράνα, äol. κράννα
Grammar: f.
Meaning: Quelle, Brunnen (seit Il.); zur Bed. (gegenüber πηγή) Wycherley ClRev. 51, 2f. Kompp., z.B. καλλίκρανος mit schönen Quellen (Pi.).
Derivative: Ableitungen. Deminutiva: κρηνίς, -ῖδος f. (E., Kall., D.H.; Chantraine Formation 347), auch als ON (Str. u. a.); κρηνίον (Delos IIIa, Str. u. a.), -ίδιον (Arist. u. a.). — κρηναῖος zur Quelle gehörig (seit ρ 240), κρηνήϊος ib. (Orac. ap. Dam. Pr. 344); νύμφαι Κρηνιάδες (A. Fr. 168, Hexam.; nach ὀρεστιάδες u.a.; vgl. Chantraine 354f.); κρηνῖτις f. zur Quelle gehörig (Hp.). — ON Κραννούν (thess.). Die verschiedenen Dialektformen (s. oben) lassen sich auf urgr. *κράσνα zurückführen; das dabei unregelmäßige att. -ρη- für -ρα- hat man als urion.-att. Dissimilation, als Ionismus oder endlich als Hyperattizismus erklären wollen (Schwyzer 189f. m. Lit.).
Etymology: Es liegt nahe, κρήνη mit κρουνός Quell, Springquell (s. d.), κροῦναι· κρῆναι τέλειαι H. zu verbinden; idg. Grundformen dann *krosno-, bzw. (für κρήνη) -kr̥snā. Zu κρουνός, κροῦναι kann ein germanisches Wort für Welle, Flut bis auf den Stammauslaut, bzw. den Akzent stimmen, awno. hrǫnn f., ags. hræn, hærn f., urg. *hraznṓ, idg. *krosnā́. Die semantisch einwandfreie Anknüpfung an κάρα Kopf (Lobeck Rhematicon 128; vgl. lat. caput fontis u. a.; κράνα· κεφαλή H.) läßt sich weder mit dieser Kombination noch mit κρουνός vereinbaren (Sommer Lautstud. 80, Brugmann IF 18, 430 A. 1). — Andere, entschieden verfehlte Etymologien bei Bq s.v.; s. auch WP. 1, 488 f. mit Lit. Wenn mit κρουνός urverwandt, kann κρήνη nicht mit Lamer IF 48, 228ff. ägäisches LW sein; vgl. Kretschmer Glotta 21, 158.
Page 2,16

English (Woodhouse)

spring

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=πηγή, βρύση). Συνώνυμο μέ τό κρουνός. Ἴσως να σχετίζεται μέ τό κάρα (=κεφαλή).
Παράγωγα: κρηναῖος, κρηνίς (ὑποκορ.), Κρηνιάδες Νύμφαι.

Translations

spring

Afrikaans: bron; Albanian: burim; Arabic: عَيْن, يَنْبُوع; Moroccan Arabic: عْيْن; Aragonese: fuent; Armenian: աղբյուր, ակ, ակունք, ակունք; Assamese: উঁহ, পুং; Assyrian Neo-Aramaic: ܢܸܒ݂ܥܵܐ; Asturian: fonte, fuente; Atong: tyimuk; Avar: ицц; Azerbaijani: bulaq; Baluchi: چمگ; Bashkir: шишмә; Basque: iturri; Belarusian: жарало, крыні́ца; Bikol Central: burabod; Breton: eienenn eien, andon, mammenn; Bulgarian: извор; Catalan: font, deu; Cebuano: tubod; Chinese Eastern Min: 泉; Mandarin: 泉, 源泉; Classical Nahuatl: āmēyalli; Czech: zřídlo, pramen; Danish: kilde; Dutch: bron, wel; Eastern Bontoc: fofon, ogwor; Esperanto: fonto; Estonian: allikas, läte, veesilm; Finnish: lähde; Franco-Provençal: font; French: source; Galician: fonte, manancial, manadeiro, gorgolo, xurre, rieiro, corga, troa, olleiro; Garo: chimik; Georgian: წყარო; German: Quelle; Greek: πηγή; Ancient Greek: κράνα, κρανίς, κράννα, κρηναῖον γάνος, κρήνη, κρηνίς, κρουνός, νᾶμα, νασμός, ὕδατος νοτίς, πηγή, πηγίον, πῖδαξ; Hawaiian: puna; Hebrew: מַעְיָן, עַיִן; Higaonon: tubod; Hindi: चश्मा; Hungarian: forrás; Icelandic: lind, uppspretta, brunnur, vatnsrás; Ido: fonto; Ilocano: ubbug; Indonesian: mata air; Interlingua: fonte; Irish: foinse; Italian: fonte, sorgente; Japanese: 泉, 温泉; Kashaya: ʔahqʰa; Kazakh: бұлақ; Korean: 샘; Kurdish Central Kurdish: کانی; Laki: کەنی; Northern Kurdish: kanî, kehnî; Southern Kurdish: کیەنی; Kyrgyz: булак; Lao: ນ້ຳພຸ; Latgalian: olūts; Latin: fons, scatebra, scaturgo; Latvian: avots; Lithuanian: šaltinis, versmė, verdenė; Lubuagan Kalinga: uud; Luxembourgish: Quell; Macedonian: извор, вруток; Malay: mata air; Maltese: nixxiegħa, għajn; Manchu: ᡧᡝᡵᡳ; Mansaka: tobod; Maori: puna, kōmanawa; Meänkieli: kaltio; Middle English: spryng; Minangkabau: mato aia; Mòcheno: prunn; Mongolian Cyrillic: булаг; Mongolian: ᠪᠤᠯᠠᠭ; Ngazidja Comorian: dzitso la madji; Norman: r'source; Norwegian Bokmål: kilde; Occitan: font; Ojibwe: dakib; Old French: fontaine; Ottoman Turkish: قایناق, چشمه; Persian: چشمه, خانی; Polish: źródło, zdrój, krynica; Portuguese: fonte, manancial; Quechua: pukyu; Romani: zvoro; Romanian: izvor; Russian: источник, ключ, родник, студенец; Samoan: puna; Sanskrit: उत्स; Sardinian: mitza; Scottish Gaelic: fuaran; Serbo-Croatian Cyrillic: ѝзвор; Roman: ìzvor; Shan: ႁူးၼမ်ႉၸိုမ်း; Sicilian: fonti, funti; Slovak: žriedlo, prameň; Slovene: izvír; Southern Kalinga: chagsi; Spanish: fuente, manantial, vertiente; Swahili: kisima; Swedish: källa; Tagalog: bukal, batis; Tajik: чашма; Tarifit: tara; Tatar: чишмә; Thai: น้ำพุ; Tibetan: ཆུ་མིག; Tocharian B: ālme; Turkish: kaynak, pınar, bulak, memba; Turkmen: çeşme; Tuwali Ifugao: ob-ob, hobwak, otbol; Ugaritic: 𐎐𐎁𐎋; Ukrainian: джерело, криниця; Urdu: چشمہ; Uyghur: بۇلاق; Uzbek: buloq, chashma; Venetian: fontego, fóntego; Walloon: sourdant, sourdon, sourd, fontinne; Waray-Waray: burabod; Welsh: ffynnon; West Frisian: welle; Yagnobi: чишма; Yakut: дьүүктэ; Yiddish: קוואַל, קרעניצע; Zazaki: çıme, çem