ἀσφαλής
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ές, (σφάλλομαι, σφαλῆναι)
A not liable to fall, immovable, steadfast, in Hom. only once as Adj. (cf. infr. III), θεῶν ἕδος ἀ. αἰεί Od.6.42, cf. Hes.Th.128, Pi.N.6.3, Theoc.2.34, etc.; ἀσφαλῆ θεῶν νόμιμα S.Ant.454; unshaken, of purpose, ἀ. ὁ νοῦς Id.Fr.351. 2 of friends and the like, unfailing, trusty, οὐ γὰρ οἱ . . εὐρύνωτοι φῶτες ἀσφαλέστατοι Id.Aj.1251; ἀ. στρατηλάτης E.Ph.599, cf. Th.1.69: c. inf., φρονεῖν γὰρ οἱ ταχεῖς οὐκ ἀσφαλεῖς the hasty in counsel are not safe, S.OT617, cf. Pl.Sph.231a; σῴζειν τὰ κοινὰ πράγματ' ἀσφαλέσταται E.IT1062; of things, sure, certain, Th.4.108,etc. 3 assured from danger, safe, ἀ. αἰών Pi.P.3.86; ἀσφαλεῖ σὺν ἐξόδῳ S.OC1288; ἀ. ὄρος X.Lac.12.1; ὁδός -εστέρα Id.HG5.4.51; ἐν τῷ ἀσφαλεῖ in safety, Th.1.137, 8.39, cf. Pl.Lg.892e; ἐν ἀσφαλεῖ τοῦ μὴ παθεῖν X.Cyr.3.3.31; τοῦ λαλεῖν Men.Sam.25; ἐν -εστέρῳ, -εστάτῳ, X.Cyr.7.1.21, An.1.8.22; ἐν ἀ. βίου E.Hipp.785; μένειν ἐν τῷ ἀ. X. An.4.7.8; ἐξ ἀσφαλοῦς from a place of safety, Id.Eq.Mag.4.16; τοῦ ἀσφαλέος εἵνεκα Hdt.1.109; τὸ ἀ., = ἀσφάλεια, Th.6.55, etc.; μετὰ τοῦ αὑτῆς ἀ. with no risk to herself, Plot.4.8.7; ἀσφαλές [ἐστι], c. inf., it is safe to... Hdt.3.75, E.Ph.891, Ar.Av.1489: abs., ἀλλ' οὐκ ἀσφαλές Pl.Phlb.61d, etc.; φεύγειν αὐτοῖς ἀσφαλέστερόν ἐστιν ἢ ἡμῖν X.An.3.2.19. 4 ἀ. ῥήτωρ a convincing speaker, Id.Mem.4.6.15. 5 in Lit. Crit., sound, not risky, of language or rhythm, Demetr.Eloc.19,41. Adv. -ῶς, ἐρεῖ ib.78. II Subst. ἀσφαλές, τό, = ἀσφάλεια 6, BGU984.14 (iv A. D.), etc. III Ep. Adv. ἀσφαλέως, ἔχειν, μένειν, to be, remain firm, steady, Il.23.325, Od.17.235: neut. ἀσφαλές as Adv., Il. (v. infr.); δρακεῖσ' ἀσφαλές Pi.P.2.20; ἀ. ἀγορεύει without faltering, Od.8.171, Hes.Th.86; ἔμπεδον ἀσφαλέως Il.13.141, Od.13.86; ἔμπεδον ἀσφαλὲς αἰεί Il.15.683. Adv. ἀσφαλῶς (-έως) is used in all senses of the Adj., -έως βεβηκὼς ποσσί Archil.58.4; in safety, with certainty, S.OT613; ἀ. βουλεύειν And.3.34; ἀ. ἔχει Hdt.1.86: c. inf., Lys.27.6; ἀ. προσθεῖναι as a precaution, Alex.Aphr. in Mete.14.10: Comp. -έστερον Hdt.2.161, Pl.Phd.85d; but -εστέρως Hp.Prorrh.2.15, Th.4.71: Sup. -έστατα Hp.Prorrh. 2.23, Pl.R.467e.
German (Pape)
[Seite 381] ές (σφάλλομαι), nicht wankend, feststehend; ὅθι φασὶ θεῶν ἕδος ἀσφαλὲς αἰεὶ ἔμμεναι Od. 6, 42; ὁ δ' ἔμπεδον ἀσφαλὲς αἰεὶ θρώσκων ἄλλοτ' ἐπ' ἄλλον ἀμείβεται Iliad. 15, 683; Pind. N. 6, 3; βάθρον πολίων Ol. 13, 6; ἕρκος Aesch. Pers. 341; βούλευμα Ag. 1320; μοῖρα 1570; ebenso Soph. u. Eur.; zuverlässig, Soph. Al. 1230; in Prosa, βάσις ἀσφαλεστέρα Plat. Tim. 55 e; ὄχημα Xen. An. 3, 2, 19; sicher, geschützt vor Gefahr, τῇ παρασκευῇ Thuc. 6, 23; ἐν ἀσφαλεῖ, in Sicherheit, Plat. Legg. X, 892 c; oft bei Xen. u. Folgdn; ἐν ἀσφαλεστέρῳ, -τάτῳ, An. 3, 2, 36. 1, 8, 22; ἐν τῷ ἀσφαλεῖ Thuc. 1, 137, an dem sichern Orte; Xen. An. 4, 7, 8; τοῦ μηδὲν παθεῖν Cyr. 2, 4, 13; ὡς μηδἐν παθεῖν 8, 7, 27; καὶ βέβαιος Dem. 19, 96; vorsichtig, Plat. Soph. 231 a; Thuc. 1, 69; τὸ ἀσφαλές, Sicherheit, Her. 1, 109 u. sonst; ἀσφ. ῥήτωρ, überzeugend, Xen. Mem. 4, 6, 15, s. Vor. – Adv. ἀσφαλέως, ἀσφαλῶς, fest, ohne zu wanken; οὐδέ μιν ἐκτὸς ἀταρπιτοῦ ἐστυφέλιξεν, ἀλλ' ἔμεν' ἀσφαλέως Od. 17, 235; ἀσφαλέως ἀγορεύει 8, 171; ἃς μένον ἀσφαλέως δίφρον ἔχοντες Iliad. 17, 436; ἔχει ἀσφαλέως 23, 325; ἀσφαλέως θέει ἔμπεδον 13, 141; μάλ' ἀσφαλέως θέεν ἔμπεδον Od. 13, 86; sicher, ungefährdet, ἀσφαλέστερον καὶ ἀκινδυνότερον διαπορευθῆναι Plat. Phaed. 85 d; ἀσφαλέστατα σωθήσονται Rep. V, 467 b; μὴ ἀσφαλῶς ἔχειν πρός τι Xen. Mem. 1, 3, 14; sicher, genau, ἀσφαλῶς γνώσει Soph. O. R. 613; ἀσφαλέστατα εἰδέναι Xen. Cyr. 6, 3, 18; vorsichtig, καὶ ἐμφρόνως πράττειν Plat. Rep. III, 396 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσφᾰλής: ες (σφάλλομαι, σφαλῆναι)· ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς πτῶσιν, ἑδραῖος, στερεός, ἀσάλευτος, παρ’ Ὁμ. μόνον ἅπαξ ὡς ἐπίθ. (πρβλ. κατωτέρ. ΙΙ), θεῶν ἕδος ἀσφαλὲς Ὀδ. Ζ. 42, πρβλ. Ἡσ. Θ. 128· ἀκολούθως παρ’ Ἡροδ., Πινδ. καὶ παρὰ πᾶσι τοῖς λοιποῖς συγγρ. ἀσφαλῆ θεῶν νόμιμα Σοφ. Ἀντ. 454· ἀσφ. ὁ νοῦς ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 322, κτλ. 2) ἐπὶ φίλων κ.τ.τ., πιστός, βέβαιος, ἀσφαλὴς βοηθὸς ἐν ἀνάγκῃ, Λατ. tutus, cautus, οὐ γὰρ οἱ πλατεῖς οὐδ’ εὐρύνωτοι φῶτες ἀσφαλέστατοι Σοφ. Αἴ. 1251· ἀσφ. στρατηλάτης Εὐρ. Φοίν. 599, πρβλ. Θουκ. 1. 69, Πλάτ. Σοφ. 231Α· μετ’ ἀπαρ., φρονεῖν γὰρ οἱ ταχεῖς οὐκ ἀσφαλεῖς, οἱ ταχέως σκεπτόμενοι καὶ ἀποφασίζοντες δὲν εἶναι ἀσφαλεῖς, Σοφ. Ο. Τ. 617· σῴζειν.. ἀσφαλέσταται Εὐρ. Ι. Τ. 1062: ― οὕτως ἐπὶ πραγμάτων, βέβαιος, ἀναμφίβολος, Θουκ., κλ. 3) ἐξησφαλισμένος ἀπὸ κινδύνου, ἀκίνδυνος, ἀβλαβής, ἀσφαλής, Λατ. tutus, securus, ἀσφ. αἰὼν Πινδ. Π. 3. 153· ἀσφαλεῖ σὺν ἐξόδῳ Σοφ. Ο. Κ. 1288· ἀσφ. ὅρος Ξεν. Λακεδ. Πολιτ. 12, 1· ὁδὸς ὁ αὐτ. Ἑλλ. 5. 4, 51· ἐν ἀσφαλεῖ, ἐν ἀσφαλείᾳ, Θουκ. 1. 137., 8. 39, Ξεν.· ἐν ἀσφαλεῖ βίου Εὐρ.
Ἱππ. 785· οὕτω, μένειν ἐν τῷ ἀσφ. Ξεν. Ἀν. 7. 4, 8· ἐξ ἀσφαλοῦς, ἐξ ἀσφαλοῦς θέσεως, ὁ αὐτ. Ἱππαρχικ. 4, 16· τοῦ ἀσφαλέος εἵνεκεν Ἡρόδ. 1. 109· τὸ ἀσφαλὲς = ἡ ἀσφάλεια, Θουκ. 6. 55, κλ.· ἀσφαλές [ἐστι], μετ’ ἀπαρεμφ., εἶναι ἀσφαλὲς να..., Ἀριστοφ. Ὄρν. 1489, Εὐρ. Φοίν. 891, Πλάτ., κτλ· φεύγειν αὐτοῖς ἀσφαλέστερον Ξεν. Ἀν. 3. 2, 19. 4) ἀσφ. ῥήτωρ, πειστικός, ὁ αὐτ. Ἀπομν. 4. 6, 15· πρβλ. ἀσφάλεια 4. ΙΙ. Ἐπικ. ἐπίρρ., ἀσφαλέως ἔχειν ἢ μένειν, εἶμαι, διαμένω ἀσφαλής, ἑδραῖος, Ὅμ.· οὕτω καὶ τὸ οὐδ. ἀσφαλὲς τιθέμενον ὡς ἐπίρρ., ὁ αὐτ.· ἀσφ. ἀγορεύει, ἄνευ διακοπῆς, συνεχῶς, Ὀδ. Θ. 171 (ἔνθα ἴδε Nitzsch, πρβλ. μειλίχιος), Ἡσ. Θ. 86· ὁ Ὅμ. καὶ μετὰ συνδυασμοῦ ἄλλης λέξεως, ὁ δ’ ἀσφαλέως θέει ἔμπεδον, ἀνεμποδίστως, ἀπαραμειώτως, σταθερῶς, διαρκῶς, «τὸ ἀσφαλέως καὶ τὸ ἔμπεδον τὴν αὐτὴν μὲν δηλοῖ ἔννοιαν. ἔστι δὲ ἔμπεδον μὲν τὸ περὶ τὴν γῆν, ἀσφαλὲς δὲ ὅ μὴ σφάλλεται κλονούμενον ἤ ἐμποδιζόμενον» (Εὐστ.), Ἰλ. Ν. 141, Ὀδ. Ν. 86· καὶ μετὰ πλειοτέρας ἐπιτάσεως, ἔμπεδον ἀσφαλὲς ἀεὶ Ἰλ. Ο. 683. ― Τὸ Ἀττ. ἐπίρρ. ἀσφαλῶς εἶναι ἐν χρήσει μετὰ πασῶν τῶν σημασιῶν τοῦ ἐπιθ., ἐν ἀσφαλείᾳ, μετὰ βεβαιότητος, Σοφ. Ο. Τ. 613· ἀσφ. βουλεύειν Ἀνδοκ. 28. 1· ἀσφ. ἔχει Ἡρόδ. 1. 86· μετ’ ἀπαρ., Λυσ. 178. 15: ― Συγκρ. -έστερον Ἡρόδ. 2. 161, Πλάτ. Φαίδων 85D· ἀλλ’ -εστέρως Ἱππ. Προρρητ. 100, Θουκ. 4. 71. ― Ὑπερθ. -έστατα Ἱππ. Προρρητ. 105, Πλάτ. Πολ. 467Ε.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
I. qui ne glisse pas ou ne tombe pas, d’où
1 ferme, solide;
2 sûr, qui inspire confiance, sur qui l’on peut compter ; prudent, sage ; en parl. d’un orateur persuasif;
II. qui est en sûreté : ἀσφαλές (ἐστι) avec l’inf. c’est une sûreté de, il est prudent de ; φεύγειν αὐτοῖς ἀσφαλέστερον XÉN il est plus sûr pour eux de fuir ; ἐν ἀσφαλεῖ THC, ἐν τῷ ἀσφαλεῖ XÉN en sûreté ; τὸ ἀσφαλές la sécurité ; neutre adv. ἀσφαλὲς αἰεί OD ou ἔμπεδον ἀσφαλὲς αἰεί IL solidement et sûrement pour toujours;
III. qui met en sûreté : τὸ ἀσφαλές place de sûreté, place forte;
Cp. ἀσφαλέστερος, Sp. ἀσφαλέστατος.
Étymologie: ἀ, σφάλλω.
English (Autenrieth)
(σφάλλω): only neut. as adv. (= ἀσφαλέως), ἀσφαλὲς αἰεί, ‘forever without end,’ Od. 6.42.
English (Slater)
ἀσφᾰλής
1 secure κασιγνήτα τε βάθρον πολίων ἀσφαλὲς Δίκα (Er. Schmid: ἀσφαλής codd.) (O. 13.6) πολεμίων καμάτων ἐξ ἀμαχάνων διὰ τεὰν δύναμιν δρακεῖσ' ἀσφαλές (P. 2.20) αἰὼν δ' ἀσφαλὴς (P. 3.86) ὁ δὲ χάλκεος ἀσφαλὲς αἰὲν ἕδος μένει οὐρανός (N. 6.3)
Spanish (DGE)
(ἀσφᾰλής) -ές
I de cosas y abstr.
1 en sent. físico firme, inconmovible θεῶν ἕδος Od.6.42, cf. Hes.Th.117, 128, Pi.N.6.3, Plu.Per.39, ἀνδρῶν ... ἕρκος ... ἀσφαλές A.Pers.349, χρὴ τοῦ ὀστέου ἐνέδρην τῷ μοχλῷ ἀσφαλέα ποιήσασθαι hay que cortar el hueso y hacer en él un punto seguro para la palanca Hp.Fract.31, βάθρον πολίων ἀσφαλές de Corinto, Pi.O.13.6, πύργος ἀ. E.Med.390, βάσις Pl.Ti.55e, LXX Sap.4.3, ὄχημα X.An.3.2.19, ἀδάμαντα καὶ εἴ τί περ ἀσφαλὲς ἄλλο Theoc.2.34, ἀσφαλὲς οὖδας tierra firme Call.Del.306, ἀσφαλέεσι ... μετὰ ποσσὶν ὁδεύει Nic.Al.73, θεμέλιον 1Ep.Clem.33.3, ἄγκυρα Ep.Hebr.6.19, ὡς ἀσφαλεῖς ἐτίθει πηγὰς τῆς ὑπ' οὐρανόν LXX Pr.8.28
•neutr. como adv. sin fallar ἔμπεδον ἀσφαλὲς αἰεὶ θρῴσκων Il.15.683, cf. A.Supp.91
•fig. del destino seguro, sin tropiezos μοῖρα A.A.1588, αἶσα B.13.66
•de vínculos firme, seguro ἀσφαλὲς ὔμμιν ζεῦγμα Antag.3.4, δεσμὸς ... τῆς νεότητος ἀσφαλέστατος Plu.2.13f
•de propósitos, convencimientos, decisiones, etc. firme, inflexible βουλεύματα A.A.1347, νοῦς S.Fr.351, πεῖσμα Pl.Lg.893b, de leyes ἄγραπτα κἀσφαλῆ θεῶν νόμιμα S.Ant.454
•de un precio fijo, PIFAO 2.34.8 (II d.C.)
•del lenguaje firme, sin vacilación κατάλεξις Demetr.Eloc.19, del ritmo, Demetr.Eloc.41.
2 seguro, no sometido a riesgos de adquisiciones, posesiones, etc. κτήματα Democr.B 77, cf. 3, εἶναι ... ἐπιστήμην κατάληψιν ἀσφαλῆ Chrysipp.Stoic.3.26, ἕξις Isoc.8.90, βέβαιον μηδὲν νομίζειν μηδὲ ἀσφαλὲς εἶναι ὅ τι ἂν παρ' αὐτῆς (Τύχης) τις λάβῃ Ceb.31, τἄμ' ἐγίγνετ' ἀσφαλῆ E.Heracl.1004, de caminos o vías de escape δρόμοι S.El.741, ἔξοδος S.OC 1288, ἔκδυσις Hdt.3.146, κέλευθος E.Heracl.1048, ὁδός LXX To.5.17S, τρίβος LXX Sap.14.3, de lugares πόλις E.Rh.475, τὸ ... Χαλκιδικὸν τῇ Ἰάδι ξυγγενείᾳ ἀσφαλές el elemento calcídico está a salvo gracias al parentesco jonio Th.4.61, διὰ οἰκεομένης τε ἡ ὁδὸς ἅπασα καὶ ἀσφαλέος todo el camino es por territorio habitado y seguro Hdt.5.52, τῶν ἰδιωτῶν βίος ἀ. D.10.70, de naves o viajes ποῖα τῶν πλοίων ἀσφαλέστερα ...; Hierocl.Facet.206, σκόπει ... ὅπως ἀσφαλεστέραν ... ποιήσαιο τὴν ἐπάνοδον E.Ep.2.12, ξενία ἀ. estancia libre de riesgos, POxy.2721.28 (III d.C.)
•neutr. como adv. παρθένος ... δρακεῖσ' ἀσφαλές doncella que mira a salvo de todo riesgo Pi.P.2.20, ἵνα ... ἀσφαλέστερον ἄρχοι para reinar con mayor seguridad Hdt.2.161, διαπορευθῆναι Pl.Phd.85d, ἀσφαλέστερον ποιήσατε actuad con mayor prudencia Th.5.85, cf. A.Supp.147, Ar.Au.1489, PSarap.97.16 (II d.C.)
•en or. nominal c. suj. inf. οὐ ἀσφαλὲς λέγειν τὰ λεγόμενα Hdt.3.75, εἰπεῖν ... οὔτ' ἐμοὶ τόδ' ἀσφαλές E.Ph.891, cf. D.8.64, 65, οὐ ... ἀσφαλὲς ξενοκρατεῖσθαι Aen.Tact.12.4
•medic. ἀ. ... θεράπεια tratamiento carente de riesgos Mnesith.Ath.48.5
•de pacientes fuera de peligro Hp.Acut.(Sp.) 31, Coac.251
•neutr. como adv. ἀσφαλὲς διαχειρίζειν practicar una operación fuera de todo riesgo Hp.Prog.23, cf. Prorrh.2.6
•en giros prep. ἐν τῷ ἀσφαλεῖ a salvo de peligros Th.1.137, 8.39, Pl.Lg.892e, Aen.Tact.16.12, I.BI 7.27, D.C.40.2.2, 52.19.3, ἐν ἀσφαλεστέρῳ ἔσεσθε ἔξω X.Cyr.7.1.21, ἐν ἀσφαλεστάτῳ X.An.1.8.22, ἐν ἀσφαλεῖ ποιῆσαι poner bajo custodia a un prisionero, PMasp.92.14 (VI d.C.)
•ἐν ἀσφαλεῖ c. gen. τὸ πολλὰ πράσσειν οὐκ ἐν ἀσφαλεῖ βίου el excesivo celo no resulta seguro para la vida E.Hipp.785, ἐν ἀσφαλεῖ ... τοῦ μηδὲν παθεῖν a salvo de sufrir X.Cyr.3.3.31, ἐν ἀσφαλεῖ ... τοῦ λαλεῖν Men.Sam.240, ἐξ ἀσφαλοῦς desde lugar seguro X.Eq.Mag.4.16, ἐς ἀσφαλές para seguridad Thphr.CP 4.11.10
•subst. τὸ ἀ. seguridad op. al peligro τοῦ ἀσφαλοῦς ἀντιλαμβάνειν ponerse a salvo Th.3.22, τὸ τῶν πνευμάτων ἀσφαλές D.4.32, ἕως ... τὸ πλῆθος ... τἀσφαλοῦς ἁψάμενον τύχοι I.AI 5.19, gener. ὅπως αὐτὸς ἐν τῷ ἀσφαλεῖ καταστῇ εἶναι D.Chr.1.25, μετὰ τοῦ αὐτῆς ἀσφαλοῦς sin riesgo para ella Plot.4.8.7, τὸ ἀσφαλὲς καὶ ἀ[μέ] ριμνόν σοι ὑπ' ἐμοῦ ὑπαρχθῆναι PCair.Isidor.94.15 (IV d.C.), τὸ ἀσφαλὲς τοῦ πράγματος περὶ οὗ κατέπλευσα PSarap.80.3 (II d.C.), λαβεῖν τὸ ἀσφαλὲς αὐτῶν vigilarlos, POxy.158.3 (VI/VII d.C.).
3 de palabras, opiniones, etc. cierto, seguro δόκησις E.Hel.121, τεκμήριον E.Rh.94, λέγειν ἵν' ἀσφαλές E.Fr.413.2, πρόνοια Th.4.108, τήρησις Th.7.86, ἀσφαλές τι γράψαι Act.Ap.25.26, βέβαιον ... καὶ ἀσφαλές de una suposición, S.E.M.8.374, γνῶσις 1Ep.Clem.1.2, Aristid.Quint.4.24, ἐπὶ Κύριον ἀ. de la sabiduría como un (camino) seguro hacia el Señor LXX Pr.3.18
•neutr. compar. como adv. ἵνα τὴν ... ἀξίωσιν ἀσφαλέστερον προειδῆτε para que veáis más claramente la petición Th.1.37
•subst. τὸ ἀ. la verdad γνῶναι τὸ ἀ. Act.Ap.21.34, ἐπίγνωθι ... τὸ ἀσφαλὲς τί Πολεῖς διδοῖ τοῖς αὑτοῦ entérate de qué les paga de verdad Polis a sus obreros, PSarap.81.6 (II d.C.).
4 subst. τὸ ἀ. documento de garantía, recibo, BGU 984.14 (IV d.C.), ἱκανὸν ἀσφαλὲς αὐτοῦ λα[μβάν] ειν PWisc.33.8, 22 (II d.C.).
II de pers.
1 en sent. físico sólido οὐ ... οἱ πλατεῖς οὐδ' εὐρύνωτοι φῶτες ἀσφαλέστατοι no son los más sólidos los hombres grandes y de anchas espaldas S.Ai.1251 (pero implicando tb. el sent. II 2)
•como epít. de Posidón que evita el terremoto pero c. igual implicación IG 42.555 (Epidauro); cf. ἀσφάλειος.
2 digno de confianza, seguro, que no falla μὴ ὕποπτος πρὸς ἅπαντας, ἀλλ' ... ἀσφαλής Democr.B 91, νέους ... οὐδὲν γυναικῶν ὄντας ἀσφαλεστέρους E.Hipp.968, φίλοι E.Fr.736, ἀ. ῥήτωρ orador convincente de Odiseo, X.Mem.4.6.15, καρδίαι ... ἀφρόνων οὐκ ἀσφαλεῖς LXX Pr.15.7, ἄνθρωπος ref. a un trabajador PAlex.Giss.38.7 (II d.C.), de un mensajero POxy.2726.23 (II d.C.), c. inf. φρονεῖν ... οἱ ταχεῖς οὐκ ἀσφαλεῖς S.OT 617, γυναῖκες ἔσμεν ... σῴζειν τὰ κοινὰ πράγματα ἀσφαλέσταται somos mujeres, las más dignas de confianza cuando se trata de salvar asuntos comunes E.IT 1062.
III adv. -ῶς jón. -έως
1 fija, firmemente μένον Il.17.436, cf. Od.17.235, ἔχει Il.23.325, ἀ. βεβηκῶς ποσσί caminando bien firme sobre sus pies Archil.166, πόρπασον ἀ. clava firmemente A.Pr.61, ἵνα βαδίσῃ Ισραηλ ἀ. τῇ τοῦ Θεοῦ δόξῃ para que Israel camine sobre firme en la gloria de Dios LXX Ba.5.7
•sin vacilar ἀ. θέει Il.13.141, ἀ. ἀγορεύει Od.8.171, cf. Hes.Th.86, ἐνδόκοισιν ἐχθρῶν πλησίον κατασταθεὶς ἀ. deteniéndose sin vacilar junto a las emboscadas de los enemigos Archil.211.4.
2 en seguro, fuera de riesgos ἐκπλεῦσαι Th.6.24, ἡμῶν ... ἀ. προνοουμένων Th.1.84, βουλεύσασθαι And.3.34, ἀληθεύειν Numen.23.13, ἔχειν ἀ. D.3.2, ICr.3.4.2.12 (III a.C.), ἀ. ἅπασαν τὴν Ἀσίαν καρπωσόμεθα explotaremos sin riesgos toda Asia Isoc.4.166, εἰσῆλθον εἰς τὴν πόλιν ἀ. LXX Ge.34.25
•con cautela, prudentemente ἀ. θέσθαι Th.4.18, Plb.9.9.11.
3 de manera segura, cierta ἐν χρόνῳ γνώσῃ τάδ' ἀ. S.OT 613, δηλῶσαι Aen.Tact.31.28, γράψασθαι ref. a Platón, Numen.24.62, μαθῆσαι SB 9832.16 (II d.C.), κρίνειν Gal.9.709, tb. compar. ἀσφαλεστέρως ... προλέγειν predecir con mayor acierto Hp.Prorrh.2.15.