δύναμη

From LSJ

οὗτοςυἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.

Source

Greek Monolingual

η (AM δύναμις)
1. σωματική ρώμη, ισχύς, πνευματική ευρωστία, ευφυΐα («δεν έχει δύναμη να προχωρήσει», «εκφραστική δύναμη»)
2. ικανότητα για εκτέλεση μιας πράξης («έχω τη δύναμη να το κάνω»)
3. ισχύς, αξίωμα, κύρος («το κόμμα του έχει μεγάλη δύναμη»)
4. ισχύς αξιώματος, δικαίωμα («η δύναμη της κυβέρνησης»)
5. εξουσία πάνω σε κάτι («μεγάλην έχει δύναμιν [ο έρωτας] εις πάντας τους ανθρώπους»)
6. (για νόμους και επίσημες πράξεις) εγκυρότητα, κύρος
7. στρατεύματα και κάθε πολεμική παρασκευή («οι δυνάμεις τών αντιπάλων»)
8. δραστική ιδιότητα («η διαβρωτική δύναμη του νερού»)
9. αόρατες, υπερφυσικές υποστάσεις που θεωρούνται ότι προέρχονται από τον θεό και ενεργούν για καλό ή κακό («οἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν», «ὑποταγέντων αὐτῷ ἀγγέλων καί ἐξουσιῶν καὶ δυνάμεων»)
10. τα οικονομικά μέσα
11. φρ. «κατά δύναμιν» — όσο μπορεί κανείς
μσν.- νεοελλ.
1. (για πράγμα) στερεότητα, αντοχή
2. ψυχική αντοχή, θάρρος («παίρνει ψυχή και δύναμη τσ' Αθήνας το φουσάτο»)
3. μαγική δύναμη
4. (για ποτάμι, άνεμο κ.λπ.) σφοδρότητα, ορμή
νεοελλ.
1. ειδική εξουσία που ασκείται για ορισμένο κύκλο («τρεις ήταν οι δυνάμεις κατά το σύνταγμα
νομοθετική, δικαστική και εκτελεστική»)
2. κράτος («οι μεγάλες δυνάμεις»)
3. στον πληθ. δυνάμεις- οικονομική ευεξία
μσν.
1. πλούτος («βλέπε πτωχόν... βοήθει τον ἀπό τὴν δύναμίν σου», Σπανέας)
2. (για τον θεό) παντοδυναμία
3. ενδυνάμωση, ενίσχυση
4. οχυρό, κάστρο
αρχ.
1. φυσική δεξιότητα, ικανότητα
2. τέχνη
3. ποσότητα
4. ιδιότητα
5. νοητική λειτουργία, νόημα
6. φάρμακο
7. στον πληθ. δυνάμεις
συνταγές
8. σημασία λέξης
9. φωνητική αξία ήχων ή γραμμάτων
10. μουσική αξία
11. αξία νομίσματος
12. η ικανότητα για ύπαρξη ή ενέργεια σε αντίθεση με την πραγματική ύπαρξη ή ενέργεια
13. μαθημ. το τετράγωνο ευθείας ή αριθμού
14. απόδειξη θείας δύναμης, θαύμα
15. αντικείμενο ή ουσία με μαγικές ιδιότητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το όνομα δύναμις προέρχεται από θ. δυνα- του δύναμαι, με επίθημα -μι- (πρβλ. θέμις) και αντικατέστησε στη χρήση το αρχ. όνομα (F)ıς. Διακρίνεται σημασιολογικά από τα ισχύς, ρώμη και χρησιμοποιήθηκε για να αποδώσει διάφορες σημασίες, όπως τη σημασία «πολιτική δύναμις» στην Αττική, ενώ ο πληθ. της λ. σήμαινε «στρατιωτικές δυνάμεις»].