εὐπάθεια
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
[πᾰ], Ion. εὐπαθείη, ἡ, (εὐπαθής)
A comfort, ease, X.Ages.9.3; οὐ καρτερίαν τὴν ἀρετὴν ἀλλ' εὐ. νομίζειν ib.11.9, cf. Plu.2.132c: especially in plural, enjoyments, luxuries, ἐν εὐπαθείῃσι εἶναι enjoy oneself, make merry, Hdt.1.22,191, 8.99; εὐπαθείας ἐπιτηδεύειν Id.1.135; also, delicacies, dainties, εὐπαθείας ἐκ τῆς ἀγορᾶς πολυτελεῖς πορίζεσθαι X.Ap.18, cf. Pl.R. 404d.
2 pl. in Stoic Philos., innocent emotions, opp. πάθη, Stoic.3.105,al.
3 = τὸ εὖ πάσχειν, receipt of benefits, Arist.EN 1159a21.
4 sensitiveness to impressions, Alex.Aphr.Pr.2.53; to disease, Gal.8.205, al.; passivity, Plu.2.589.
German (Pape)
[Seite 1086] ἡ, ion. εὐπαθίη, Her. 8, 99, das Wohlergehen, sinnliches Behagen, Sinnengenuß, χορεύειν καὶ ἐν εὐπαθίῃσιν εἶναι, 1, 22. 191. 8, 99; εὐπαθείας παντοδαπὰς ἐπιτηδεύουσιν 1, 135; vgl. Xen. Ages. 9, 3, der auch οὐ καρτερίαν τὴν ἀρετὴν ἀλλ' εὐπάθειαν νομίζειν sagt, ibd. 11, 9; ὡς σημείῳ τῆς εὐπαθείας χαίρουσι τῇ τιμῇ Arist. Eth. 8, 9; Plat. Rep. III, 404 d ἀττικῶν πεμμάτων τὰς δοκούσας εὐπαθείας; X, 615 a. Bes. bei den Stoikern, auch den Epikuräern, Ausdruck für ἡδονή im guten Sinne, D. L. 7, 115; Plut. – Allgemein, leichte Empfänglichkeit für äußere Eindrücke, τὴν γῆν προδιαλύομεν καὶ μαλάττομεν, ἵνα κοπεῖσα μεταβάλλῃ δι' εὐπάθειαν Plut. Symp. 2, 6, 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. litt. sensation ou impression agréable, d'où
1 jouissance, plaisir, félicité;
2 régime de vie délicat;
II. sensibilité.
Étymologie: εὐπαθής.
Russian (Dvoretsky)
εὐπάθεια: ἡ
1 наслаждение, удовольствие; благополучие (ἐν εὐπαθείῃσι Her. и ἐν εὐπαθείαις εἶναι Plut.; πρὸς εὐπάθειαν ἰέναι Arst.);
2 (у стоиков), духовное блаженство Plut., Diog. L.;
3 (повышенная), чувствительность, впечатлительность, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπάθεια: Ἰων. -ίη, ἡ, (εὐπᾰθὴς) ἡ ἀπόλαυσις ἀγαθῶν, ἀπόλαυσις ἡσυχίας καὶ ἀναπαύσεως, Ξεν. Ἀγησ. 9. 3, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 8, 2: - ἰδίως ἐν τῷ πληθ., ἀπολαύσεις, τέρψεις, τρυφαί, ἐν εὐπαθίῃσι (οὕτως ἀναγνωστέον ἀντὶ -είῃσι, πρβλ. 8. 99), διατελεῖν ἐν τρυφῇ καὶ ἐν εὐθυμίᾳ, Ἡρόδ. 1. 22, 191· εὐπαθείας ἐπιτηδεύειν αὐτόθι 135· ὡσαύτως λιχνεύματα, ἡδύσματα, εὐπαθείας ἐκ τῆς ἀγορᾶς πολυτελεῖς πορίζεσθαι Ξεν. Ἀπολ. 18, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 404D. 2) παρὰ τοῖς Στωϊκοῖς, μακαρία κατάστασις τῆς ψυχῆς, Διογ. Λ. 17. 115· πρβλ. Ξεν. Ἀγησ. 11, 9, οὐ καρτερίαν τὴν ἀρετὴν ἀλλ’ εὐπ. νομίζειν: - καθόλου, εὐαισθησία, Πλούτ. 2. 589C, κτλ. πρβλ. Wyttenb. ἐν 132C.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐπάθεια, Α και ιων. τ. εὐπαθίη) ευπαθής
(για νόσους) η έλλειψη αντοχής του οργανισμού, η ευαισθησία στις παθήσεις, στις νόσους («ευπάθεια στομάχου»)
νεοελλ.
(για φυσικά όργανα ή συσκευές) η ιδιότητα μιας συσκευής να σημειώνει και τις ελάχιστες εξωτερικές αλλοιώσεις ή επιδράσεις, η ευαισθησία («ευπάθεια βαρομέτρου, ζυγού κ.λπ.»)
αρχ.
1. απόλαυση αγαθών, ησυχία, άνεση, ευμάρεια
2. στον πληθ. αἱ εὐπάθειαι
α) τέρψη, τρυφή, αισθητική ηδονή, απόλαυση
β) ορεκτικό εδώδιμο, λίχνευμα, άρτυμα, ηδυντικό
γ) (στους Στωικούς) ευχάριστη διάθεση
3. ψυχική ανακούφιση, ευχαρίστηση, ικανοποίηση
4. ευεργεσία
5. (για πρόσωπα) η ιδιότητα του να συλλαμβάνει κανείς εύκολα τις εξωτερικές εντυπώσεις
6. (για πράγματα) το να παθαίνει ένα πράγμα εύκολα κάτι, η αλλοίωση
7. φρ. α) «εὐπαθείας ἐπιτηδεύω» — επιδίδομαι σε τέρψεις, σε απολαύσεις
β) «ἐν εὐπαθείαις εἰμί» — διασκεδάζω, γλεντοκοπώ, βρίσκομαι σε ευθυμία.
Greek Monotonic
εὐπάθεια: Ιων. -ίη, ἡ, απόλαυση αγαθών, άνεση, καλοπέραση, ανάπαυση, ησυχία, σε Ξεν.· ιδίως, στον πληθ., απολαύσεις, τέρψεις, τρυφές, ἐν εὐπαθίῃσι εἶναι, απολαμβάνω, διασκεδάζω, τέρπομαι, σε Ηρόδ.· επίσης, λιχουδιές, νοστιμιές, σε Ξεν.
Middle Liddell
[from εὐπαθής
o. the enjoyment of good things, comfort, ease, Xen.:—esp. in plural enjoyments, luxuries, ἐν εὐπαθίῃσι εἶναι to enjoy oneself, Hdt.; also delicacies, dainties, Xen.
English (Woodhouse)
comfort, comfortable circumstances, easy circumstances, good cheer
Translations
enjoyment
Arabic: مُتْعَة, مِتْعَة; Belarusian: асало́да, уце́ха, прые́мнасць; Bulgarian: удоволствие, наслада, радост; Chinese Mandarin: 享受, 愉快, 樂趣, 乐趣; Finnish: nautinto, mielihyvä; French: jouissance, plaisir; German: Genuss, Vergnügen; Ancient Greek: τέρψις, ἀπόλαυσις; Hebrew: הֲנָאָה; Hindi: मज़ा, आनंद; Hungarian: élvezet, öröm; Japanese: 楽しみ; Korean: 기쁨, 즐거움; Latin: frūctus, iūcunditās; Maori: ngahautanga; Navajo: ił honeeni; Polish: przyjemność, uciecha, zadowolenie; Portuguese: gozo; Russian: наслажде́ние, удово́льствие; Spanish: disfrute, gozo, regocijo, holganza; Swedish: njutning; Thai: ความเพลิดเพลิน; Tocharian B: winālñe; Ukrainian: насоло́да, усоло́да, задово́лення, уті́ха, приє́мність
pleasure
Albanian: kënaqësi; American Sign Language: OpenB@Chest-PalmBack RoundSurface; Arabic: مُتْعَة, لَذَّة; Armenian: հաճույք; Azerbaijani: həzz; Basque: atsegin; Belarusian: задавальне́нне, прые́мнасць; Bengali: নন্দ; Bulgarian: удово́лствие, насла́да; Catalan: plaer; Chinese Mandarin: 歡樂, 欢乐, 樂趣, 乐趣; Czech: potěšení, rozkoš, slast; Danish: fornøjelse, behag; Dutch: plezier, genoegen, welbehagen; Esperanto: plezuro, agrableco; Estonian: lõbu; Finnish: mielihyvä, nautinto, ilo; French: plaisir; Galician: pracer; Georgian: სიამოვნება; German: Vergnügen; Gothic: 𐌲𐌰𐌱𐌰𐌿𐍂𐌾𐍉𐌸𐌿𐍃; Greek: ευχαρίστηση, απόλαυση; Ancient Greek: ἁδονά, ἁδοσύνα, ἁδοσύνη, ἀπόλαυσις, εὐαρέστησις, εὐαρεστία, εὐδοκία, εὐπάθεια, ἡδονά, ἡδονή, ἦδος, ἡδοσύνη, ἥσθημα, ἧσις, θέλημα, λεία κίνησις, τερπνότης, τερπωλή, τέρψις, τὸ ἡδύ, τρύφημα, φιληδία, χάρμα, χαρμονή, ψιά; Hebrew: עונג \ עֹגֶג; Hindi: आनन्द; Hungarian: öröm, élvezet, gyönyörűség, gyönyör, kéj; Indonesian: kesenangan; Interlingua: placer; Irish: pléisiúr; Italian: piacere, piacimento, goduria; Japanese: 喜び, 快感; Korean: 쾌락, 환락, 기쁨, 즐거움; Kurdish Central Kurdish: خۆشی; Latgalian: prīca; Latin: iucunditas, delectatio, oblectatio, delectamentum, gaudium, dulcedo; Latvian: prieks; Ligurian: piâxéi; Lithuanian: malonumas; Lombard: piasé; Luxembourgish: Plëséier; Macedonian: задоволство; Maori: rēhia; Mauritian Creole: jos; Mongolian: баяр жаргал; Norwegian: fornøyelse; Occitan: plaser; Old English: lust; Persian: کیف, لذت; Polish: przyjemność; Portuguese: prazer; Romanian: plăcere; Romansch: plaschair; Russian: удово́льствие; Sanskrit: आनन्द; Scottish Gaelic: tlachd; Serbo-Croatian Cyrillic: задово̀љство, ужи́так; Roman: zadovòljstvo, užítak; Slovak: potešenie; Slovene: užitek; Spanish: placer; Swahili: anasa; Swedish: nöje, behag; Tagalog: kaaliwan, kalugdan; Thai: ความปิติยินดี; Tocharian B: wīna, yāso; Turkish: zevk, memnuniyet; Ukrainian: задово́лення, приє́мність; Urdu: آنند; Vietnamese: niềm vui thích; Welsh: bodd, boddhâd, hyfrydwch, mwynhâd, mwyniant, pleser; Yiddish: הנאה, חיות, עונג, תּענוג, פֿאַרגעניגן, וווילטאָג, נחת or