κλύδων

From LSJ

Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 468
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῠ́δων Medium diacritics: κλύδων Low diacritics: κλύδων Capitals: ΚΛΥΔΩΝ
Transliteration A: klýdōn Transliteration B: klydōn Transliteration C: klydon Beta Code: klu/dwn

English (LSJ)

[ῠ], ωνος, ὁ,
A wave, billow, and collectively, surf, rough water, Od.12.421; πόντιος κλύδων A.Pr.431 (lyr.), S.OC1687 (lyr.); κλύδων πελάγιος, κλύδων θαλάσσιος, E.Hec.701, Med.29; Θρῄκιος κλύδων S.OT197 (lyr.); κλύδων ἄγριος Tim.Pers.146: in Prose, prob. in Th.2.84 (Phot., Suid., κλυδωνίῳ codd.), cf. Thphr. Char.25.2; πνεῦμα καὶ κλύδων Arist.HA548b13; κλύδων καὶ χειμών Id.PA685a32: pl., Lyc.474, Plb.10.10.3.
2 Medic., splashing in the stomach and chest, Gal.1.348, al.; of sound heard in pleurisy, Id.8.285; ἢν κλύδων ὑγρῶν ἀναπνέῃ ἐς τὰς διαπνοάς flood of humours, Aret.SA1.5; of internal water in dropsy, Id.SD2.1.
II metaph., κλύδων κακῶν = sea of troubles, A.Pers.599; κλύδων ξυμφορᾶς S.OT1527 (troch.); κλύδων ἔφιππος = flood of chariots, Id.El.733; πολέμιος κλύδων E.Ion60; πολὺς κλύδων δορός Id.Supp.474; ἔριδος κλύδων Id.Hec.116 (anap.); πόλις ἐν κλύδωνι τῶν ἄλλων πόλεων διαγομένη Pl.Lg.758a; κλύδων καὶ μανία D. 19.314; ἐν χειμῶνι πολλῷ καὶ κλύδωνι τῆς πόλεως Plu.Cor.32, cf. M.Ant.12.14; κλύδων ἀλογίας Hierocl.in CA26p.479M.

German (Pape)

[Seite 1456] ωνος, ὁ (κλύζω), das Wogen des Meeres, der Wellenschlag, Od. 12, 421; βοᾷ δὲ πόντιος κλύδων Aesch. Prom. 429, wie Soph. O. C. 1683; πελάγιος, θαλάσσιος, Eur. Hec. 701 Med. 29; in späterer Prosa, πνεῦμα καὶ κλύδων Arist. H. A. 5, 16; κλύδωνες Pol. 10, 3, 3; θάλαττα πολὺν ἔχουσα καὶ τραχὺν κλύδωνα Plut. Caes. 38. – Oft übertr. vom Unglück, ὅταν κλύδων κακῶν ἐπέλθῃ, wenn des Unglücks Fluth hereinbricht, Aesch. Pers. 591; εἰς ὅσον κλύδωνα δεινῆς συμφορᾶς ἐλήλυθεν Soph. O. R. 1527; ἄπορον κλύδωνα κακῶν Eur. Med. 362; auch in Prosa, πολὺς ἐν κλύδωνι τῶν ἄλλων πόλεων διαγομένη Plat. Rep. VI, 758 a; καθάπερ ἐν χειμῶνι πολλῷ καὶ κλύδωνι τῆς πόλεως Plut. Coriol. 32; Sp.; κλ. καὶ μανία vrbdt Dem. 19, 314. – Auch ἔφιππος, das Wogen der Reiter u. Rosse, Soph. El. 723, wie πολέμιος Eur. Ion 60; von der Schlacht, πολὺς κλύδων δορός Suppl. 474.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
I. agitation des flots, flot, vague;
II. p. anal.
1 mouvement impétueux d'une troupe de cavaliers;
2 fig. trouble, agitation, mouvement tumultueux.
Étymologie: DELG κλύζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλύδων -ωνος, ὁ [~ κλύζω] golf, golfslag, branding; overdr.: κλύδων κακῶν = golf van rampspoed Aeschl. Pers. 599; πόλις... ἐν κλύδωνι τῶν ἄλλων πόλεων διαγομένη een stad die rondzwalkt in de golfslag van de andere steden Plat. Lg. 758a.

Russian (Dvoretsky)

κλύδων: ωνος (ῠ) ὁ
1 (тж. κ. τοῦ ὕδατος NT) морское волнение, прибой волн (πελάγιος Eur.): τοίχους λῦσε κ. ἀπὸ τρόπιος Hom. волнение оторвало борты от киля; βοᾷ πόντιος κ. Aesch. ревет морской прибой;
2 перен. наплыв, поток, водоворот (κακῶν Aesch.; ξυμφορᾶς Soph.): κ. ἔφιππος Soph. бешеная скачка на конях; πολὺς κ. δορός и πολέμιος κ. Eur. военная гроза; κ. ἔριδος Eur. буря раздоров, шумная ссора; ἐν κλύδωνι τῶν ἄλλων πόλεων Plat. в водовороте международных раздоров; κ. καὶ μανία Dem. полная неразбериха.

English (Autenrieth)

ωνος (κλύζω): surge, billow, Od. 12.421†.

English (Strong)

from kluzo (to billow or dash over); a surge of the sea (literally or figuratively): raging, wave.

English (Thayer)

κλύδωνος, ὁ (κλύζω, to wash against); from Homer down; a dashing or surging wave, a surge, a violent agitation of the sea: τοῦ ὕδατος, τῆς θαλάσσης, SYNONYMS: κλύδων, κῦμα: κῦμα a wave, suggesting uninterrupted succession; κλύδων a billow, surge, suggesting size and extension. So too in the figurative application of the words. Schmidt, chapter 56.]

Greek Monotonic

κλύδων: [ῠ], -ωνος, ὁ (κλύζω),
I. κύμα, και περιληπτικά αντιμάμαλο, θόρυβος, θαλασσοταραχή, σε Ομήρ. Οδ., Τραγ.
II. μεταφ., κλ. κακῶν, θάλασσα με συμφορές, σε Αισχύλ.· κλ. ξυμφορᾶς, σε Σοφ.· κλ. ἔφιππος, «πλημμύρα» από πλήθος ιππέων, στον ίδ., κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

κλύδων: ῠ, ωνος, ὁ, (κλύζω) κῦμα, καὶ περιληπτικῶς, κύμανσις, θόρυβος, θαλασσοταραχή, Ὀδ. Μ. 421· κλ. πόντιος, πελάγιος, θαλάσσιος, Αἰσχύλ. Πρ. 431, Σοφ. Ο. Κ. 1686, Εὐρ. Ἑκ. 701, Μήδ. 29· Θρῄκιος κλύδων Σοφ. Ο. Τ. 197· ― ὡσαύτως παρὰ μεταγενεστ. πεζογράφοις, (ἀλλ’ ἴδε κατωτ. ΙΙ), πνεῦμα καὶ κλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 16, 5, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 4. 9, 12· ἐν τῷ πληθ., Λυκόφρ. 474, Πολύβ. 10. 10. 3. ΙΙ. μεταφορ., κλ. κακῶν, θάλασσα δυστυχημάτων, Αἰσχύλ. Πέρσ. 599· κλ. ξυμφορᾶς Σοφ. Ο. Τ. 1527, κτλ.· κλ. ἔφιππος, πλήμμυρα, πλῆθος ἱππέων, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 733· κλ. πολέμιος Εὐρ. Ἴων 60· πολὺς κλ. δορὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 474· κλ. ἔριδος ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 118· πόλις ἐν κλύδωνι τῶν ἄλλων πόλεων Πλάτ. Νόμ. 758Α· κλ. καὶ μανία Δημ. 442. 13.

Middle Liddell

κλῠ́δων, ωνος, κλύζω
I. a wave, billow, and collectively surf Od., Trag.
II. metaph., κλ. κακῶν a sea of troubles, Aesch.; κλ. ξυμφορᾶς Soph.; κλ. ἔφιππος a flood of horsemen, Soph., etc.

Chinese

原文音譯:klÚdwn 克呂端
詞類次數:名詞(2)
原文字根:巨浪
字義溯源:海中巨浪,怒濤,浪,大浪,波浪,洶湧;源自(κλυδωνίζομαι)X*=洶湧)
出現次數:總共(2);路(1);雅(1)
譯字彙編
1) 波浪(1) 雅1:6;
2) 大浪(1) 路8:24

English (Woodhouse)

billow, crop, storm, wave

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=κῦμα, θαλασσοταραχή). Ἀπό τό κλύζω (=σκεπάζω μέ τά κύματα), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.