πόριμος
English (LSJ)
πόριμον also η, ον Hp.Acut.50:—
A able to provide, resourceful, inventive, Gorg.Pal. 25; πόριμον αὑτῷ, τῇ πόλει δ' ἀμήχανον Ar.Ra.1429; πόριμος τόλμα Id.Pax 1031; φρονήσεως ἐπιθυμητὴς καὶ πόριμος [ὁ ἔρως] Pl.Smp.203d; ῥήτωρ Poll. 4.34: c.acc., ἄπορα πόριμος making possible the impossible, A.Pr.904 (lyr.).
2 of things, affording means of safety, saving, ἔργον Ar.Th. 777; ἐπιβολή Anon. ap. Suid. (Sup.); [τὸ] πόριμον = the profitable, Gal.5.751.
3 Medic., finding or making a passage, ἡ ἀπὸ τοῦ γλυκέος οἴνου φῦσα π. Hipp.l.c.; passing rapidly through the system, τροφή Gal.6.570.
II Pass., compassable, practicable, ἄπορα γίγνεται τὰ π. J.AJProoem.3; ἔρωτι πάντα π. Luc.Dem.Enc.14.
2 well-provided, ποριμώτεροι ἐς πάντα Th.8.76; ἐποίησε τὸν ἀνθρώπινον βίον πόριμον ἐξ ἀπόρου Gorg.Pal.30.
German (Pape)
[Seite 683] fähig zu gewähren, gebend, Aesch. Prom. 906; auch fähig, Mittel u. Wege ausfindig zu machen, erfinderisch, πόριμον αὑτῷ, τῇ πόλει δ' ἀμήχανον, Ar. Ran. 1425; τόλμῃ, Pax 1030; auch ἔργον, rettend, Thesm. 777; Ἔρως, Plat. Conv. 203 d; ἔρωτι πάντα πόριμα, Luc. Dem. enc. 23. – Compar., Thuc. 8, 76, ποριμώτερος ἐς πάντα, u. Folgde. – Bei den Aerzten ist πόριμος οἶνος = der durchgeht, durchdringt.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. pénétrable, accessible ; fig. possible : τινι à qqn;
II. 1 qui ouvre un passage ; fig. qui aboutit : ἄπορα πόριμος ESCHL qui ne peut aboutir, dont les efforts sont inutiles;
2 pourvu de ressources;
Cp. ποριμώτερος, Sp. ποριμώτατος.
Étymologie: πόρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πόριμος -ον [πόρος] iets opleverend (resultaat) opleverend, productief: met obj. acc. (~ πορίζων):. ἄπορα πόριμος opleverend wat niets oplevert Aeschl. PV 904; ἔργον πόριμον een taak die wat oplevert Aristoph. Th. 777; πολίτην... αὑτῷ πόριμον een burger die op zijn eigen belang uit is Aristoph. Ran. 1429. vindingrijk. Gorg. B 11a.25. goed voorzien, rijk:. τίς γὰρ ἂν ἐποίησε τὸν ἀνθρώπειον βίον πόριμον ἐξ ἀπόρου; wie had dan het menselijk leven van armoedig rijk gemaakt? Gorg. B 11a.30; ἐς πάντα ποριμώτεροι in alle opzichten beter toegerust Thuc. 8.76.3. geneesk. doorheen gaand:. ἐς κύστιν μᾶλλον πόριμος ἐών (witte wijn) die gemakkelijker naar de blaas gaat Hp. Acut. 51.
Russian (Dvoretsky)
πόρῐμος:
1 умеющий найти выход, находчивый (ὁ Ἔρως Plat.; τόλμη Arph.): π. αὑτῷ, τῇ πόλει δ᾽ ἀμήχανος Arph. изобретательный для себя, но беспомощный в общественных делах; ἄπορα π. Aesch. пытающийся достичь невозможного;
2 дающий выход, приносящий избавление, спасительный (ἔργον Arph.);
3 обладающий средствами или возможностями (ποριμώτερος ἐς πάντα Thuc.);
4 возможный (Ἔρωτι πάντα πόριμα Luc.).
Greek Monolingual
-ον, θηλ. και -ίμη, Α
1. αυτός που έχει τη δυνατότητα να βρίσκει μέσα, επινοητικός («ῥήτωρ πόριμος», Πολυδ.)
2. αυτός που παρέχει μέσα ασφαλείας, σωτήριος
3. αυτός που βρίσκει δίοδο («ἡ ἀπὸ τοῦ γλυκέος οἴνου φῡσα πορίμη», Ιπποκρ.)
4. (για τροφή) εύπεπτη
5. αυτός που έχει άφθονους πόρους, εύπορος
6. αυτός τον οποίο μπορεί να διαβεί κάποιος
7. (κατ' επέκτ.) δυνατός, κατορθωτός («ἔρωτι δὴ πάντα πόριμα», Λουκιαν.)
8. το ουδ. ως ουσ. τὸ πόριμον
το ωφέλιμο, το επωφελές
9. φρ. «ἄπορα πόριμος» — αυτός που κάνει τα αδύνατα δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόρος + κατάλ. -ιμος (πρβλ. χρήσιμος)].
Greek Monotonic
πόρῐμος: -ον (πόρος),
I. ικανός να προμηθεύσει, γεμάτος από πόρους, επινοητικός, εφευρετικός, σε Αριστοφ.· με αιτ., ἄπορα πόριμος, αυτός που κάνει τα αδύνατα δυνατά, σε Αισχύλ.
II. 1. Παθ., κατορθωτός, σε Λουκ.
2. αυτός που διαθέτει πολλές ευκολίες, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
πόρῐμος: -ον, (πόρος) ὁ δυνάμενος νὰ πορίσῃ, πλήρης μέσων, ἐπινοητικός, πόριμος αὑτῷ, τῇ πόλει δ’ ἀμήχανος Ἀριστοφ. Βάτρ. 1429· πόριμος τόλμα ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 1031· π. ὁ ἔρως Πλάτ. Συμπ. 203D· ῥήτωρ Πολυδ. Δ΄, 34· πρὸς τὰ καλὰ ποριμώτατος Συνέσ. 187Β ― μετ’ αἰτ., ἄπορα πόριμος, ὁ ποιῶν τὰ ἀδύνατα δυνατά, Αἰσχύλ. Πρ. 905. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁ παρέχων μέσα ἀσφαλείας, σωτήριος, ἔργον Ἀριστοφ. Θεσμ. 777· ἐπιβολὴ Ἀνών. παρὰ Σουΐδ. 3) παρὰ τοῖς ἰατρικοῖς συγγρ., ὁ εὑρίσκων ἢ παρασκευάζων δίοδον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392. ΙΙ. παθ., ὃν δύναταί τις νὰ διέλθῃ, δυνατός, κατορθωτός, ἄπορα. γίγνεται τὰ π. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. ἐν Προοιμ. 3· ἔρωτι πάντα π. Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 14. 2) ὁ ἔχων πολλὰς εὐκολίας, ἄφθονα τὰ μέσα, ὡς τὸ εὔπορος· ποριμώτεροι ἐς πάντα Θουκ. 8. 76· ἐποίησε τὸν ἀνθρώπινον βίον π. ἐξ ἀπόρου Γοργ. Ρητ. 190. 42.
Middle Liddell
πόρῐμος, ον, πόρος
I. able to provide, full of resources, inventive, contriving, Ar.:—c. acc., ἄπορα πόριμος making possible the impossible, Aesch.
II. pass. practicable, Luc.
2. well-provided, Thuc.
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
qui facilius sibi aliquid parat, who more easily provides something for himself, 8.76.3.
Translations
passable
Bulgarian: проходим; Catalan: transitable; Finnish: kulkukelpoinen; German: passierbar; Greek: διαβατός; Ancient Greek: ἀμεύσιμος, βάσιμος, βατός, διαβατός, ἐμβατός, εὔβατος, εὔπορος, ἰτός, ὁδεύσιμος, ὁδοιπόριστος, ὁδωτός, περάσιμος, πορεύσιμος, πορευτός, πόριμος, πρακτός; Italian: passabile; Latin: pervius; Norwegian Bokmål: farbar; Nynorsk: farbar; Polish: przekraczalny
profitable
Asturian: rentable; Belarusian: карысны, выгадны, даходны, прыбытковы, рэнтабельны; Bulgarian: доходен; Catalan: profitós, rendible; Chinese Mandarin: 可獲利的/可获利的, 有利可圖/有利可图, 有益; Czech: ziskový, výhodný; Danish: rentabel, fortjenstgivende; Dutch: winstgevend; Esperanto: profitodona, profitebla; Estonian: kasumlik; Finnish: tuottava, tuottoisa, kannattava; French: profitable, fructueux, lucratif, rentable; Galician: rendible; Georgian: მომგებიანი; German: gewinnbringend, profitabel, lukrativ, einträglich, rentabel; Gothic: 𐌱𐍂𐌿𐌺𐍃; Greek: επικερδής, κερδοφόρος; Ancient Greek: διάφορος, ἔμφορος, ἐπικερδής, ἐπῳδός, καρπώσιμος, κερδαλέος, λυσιτελής, ξύμφορος, ὀνήσιμος, ὀνητός, ὀφέλλιμος, πόριμος, ποτίφορος, πρὸ ἔργου, πρόσφορος, προὔργου, συμφέρων, σύμφορος, φόριμος, ὠφελήσιμος, ὠφέλιμος; Hungarian: nyereséges; Irish: airgeadúil; Italian: redditizio, fruttifero, remunerativo; Japanese: 有益な, 利益になる; Korean: 유익하다, 유리하다; Latin: lucrosus, lucrificus; Macedonian: доходовен, доходен; Maori: whaihua; Norwegian Bokmål: lønnsom; Nynorsk: lønsam, lønnsam; Polish: dochodowy, korzystny; Portuguese: lucrativo; Romanian: profitabil, fructuos, lucrativ; Russian: выгодный, прибыльный, доходный, рентабельный; Sanskrit: सफल; Serbo-Croatian: isplativ, unosan; Spanish: rentable, provechoso, lucrativo, ventajoso, remunerativo; Swedish: lönsam, vinstgivande; Turkish: kârlı, kazançlı; Ukrainian: вигідний, дохі́дний, прибутковий, рентабельний
resourceful
Afrikaans: vindingryk; Bulgarian: находчив, съобразителен; Chinese Mandarin: 机灵的, 有辦法, 有办法; Dutch: vindingrijk; Finnish: neuvokas, kekseliäs; French: débrouillard, futé; German: findig, einfallsreich; Greek: πολυμήχανος, επινοητικός; Ancient Greek: εὐμήχανος, εὔπορος, μηχανικός, πολυμήχανος, πόριμος; Hungarian: találékony, leleményes, ötletes, élelmes; Indonesian: banyak akal; Macedonian: снаодлив, досетлив; Polish: zaradny, pomysłowy; Portuguese: inventivo, engenhoso, habilidoso, capaz; Russian: находчивый, изобретательный; Scottish Gaelic: seòlta, dèanadach; Spanish: habilidoso, capaz, ingenioso; Swedish: fyndig, finurlig