γεμίζω

Revision as of 22:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

(γέμω)

   A fill full of, load, freight or charge with, prop. of a ship, τινός Th.7.53, X.HG6.2.25, etc.; γεμίσας τὴν ναῦν ξύλων Test. ap.D.21.168; ναῦν σίτου D.34.36; θηρίων τὰς ναῦς Plb.1.18.8; τραπέζας θοίνης OGI383.146 (Commagene); of animals, load, κτήνη PFay.117.14 (ii A. D.), cf.PTeb.419.17 (iii A. D.): c. dupl.acc., PFlor. 195.4 (iii A. D.); σποδοῦ γ. λέβητας charging them with ashes, A.Ag. 443; γεμίσω σε let me fill you, addressed to a cup, Theopomp.Com. 32; αὑτόν stuff, gorge, Men.Pk.296; τὴν κοιλίαν ἀπό τινος v.l. in Ev.Luc.15.16:—Med., D.20.31; ἐγεμιζόμην ἀνθρωπείου τροφῆς Luc. Asin.46:—Pass., metaph. of the Cyclops, E.Cyc.505 (lyr.); of bees, γεμισθεῖσαι ἀποπέτονται Arist.HA624b2: c. gen., γ. ἀλαζονείας, εὐσεβείας, Ph.2.186,357.    II later, c. acc. rei, γεμίζειν ὕδωρ (sc. τὴν ὑδρίαν) to fill it full of water, Paus.3.13.3:—Pass., οἶνον, πῦρ γεμισθείς, AP12.85 (Mel.).

German (Pape)

[Seite 480] anfüllen, vollpacken, befrachten, bes. Schiffe, τινός, womit, σποδοῦ λέβητας Aesch. Ag. 443; πλοῖα χρημάτων Xen. Hell. 6, 2, 14; Thuc. 7, 53; ναῦν σίτου Dem. 34, 36; ναῦς στρατιωτῶν Pol. 1, 18, 9; γεμίζειν ὕδωρ, ein Gefäß mit Wasser füllen, Paus. 3, 13, 2. – Pass., voll sein, befrachtet sein, γεγεμισμένης τῆς νεώς Dem. 34, 10; γεμισθεὶς ποτὶ σέλμα γαστρὸς ἄκρας Eur. Cycl. 503; sp. D.; γεγέμισται πελάγευς ναῦς Lucill. 112 (XI, 247); vgl. Mel. 20 (XII, 89).

Greek (Liddell-Scott)

γεμίζω: μέλλ. ἀττ. –ιῶ (γέμω), πληρῶ ἐντελῶς, φορτώνω μέ τι, κυρίως ἐπὶ πλοίου, τινὸς Θουκ. 7. 53, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 25, κτλ.· γεμίσας τὴν ναῦν ξύλων Δημ. 569. 4· ἀκολούθως, σποδοῦ γ. λέβητας, πληρώσας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 443· γεμίσω σε, πρὸς ποτήριον, Θεόπομπ. Κωμ. Νεμ. 1. 4.– Παθ., γεμίζομαι, φορτώνομαι, πληροῦμαι, Δημ. 466. 28· μεταφορ. ἐπὶ τῶν Κυκλώπων, Εὐρ. Κύκλ. 505· ἐπὶ μελισσῶν, γεμισθεῖσαι ἀποπέτονται Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 14. ΙΙ. μεταγεν. μετ’ αἰτιατ. πράγμ., γεμίζειν ὕδωρ (ἐνν. τὴν ὑδρίαν), πληροῦν ὕδατος ἐντελῶς, Παυσ. 3. 13, 2· καὶ ἐν τῷ παθ., οἶνον, πῦρ γεμισθεὶς Ἀνθ. Π. 12. 85.

French (Bailly abrégé)

f. γεμίσω, att. γεμιῶ, ao. ἐγέμισα, pf. inus.
Pass. part. ao. γεμισθείς, pf. γεγέμισμαι;
remplir : γ. τινός, remplir de qch.
Étymologie: γέμω.

Spanish (DGE)

I tr. en v. act.
1 llenar con, cargar de c. ac. del ‘receptor’ y gen. de la carga σποδοῦ γεμίζων λέβητας A.A.443, ὁλκάδα παλαιὰν κληματίδων καὶ δᾳδός Th.7.53, τὰ πλοῖα πάντα ... τῶν τε ἀνδραπόδων καὶ τῶν χρημάτων X.HG 6.2.25, cf. Plb.1.18.8, τὴν ναῦν ξύλων καὶ χαράκων D.21.168, cf. 34.36, PSI 429.12 (III a.C.), τραπέζας ... θοίνης IGLS 1.146 (Comagena I a.C.), τὰς ὑδρίας ὕδατος Eu.Io.2.7, παροψίδα ὀξογάρου Arr.Epict.2.20.30, τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἐκ τῶν κερατίων Eu.Luc.15.16
sobreentendido uno de los dos casos: sólo c. el ac. del ‘receptor’ llenar γεμίσω σ' ἐγώ dirigido a una copa, Theopomp.Com.33, τὴν κιστέρναν Hero Mens.20, τὴν ὑδρίαν Sch.E.Hipp.123, τὸ τόξον Ps.Callisth.1.31B
sólo c. gen. de la carga γέμεισον χόρτου carga el forraje (en el burro) PTeb.419.17 (III d.C.), cf. dud. SB 1976 (V d.C.)
c. ac. de la carga cargar, coger γεμιζούσῃ τῇ θυγατρὶ ὕδωρ συντυχόντες Paus.3.13.3
c. doble ac., del receptor y la carga cargar πάντα τὰ κτήνη γεμίζι (sic) βάκανον carga con berza a todos los animales, PFay.117.14 (II d.C.), ἵνα αὐθωρὸν αὐτὸν γεμίσῃς ἄρτων ἀρτάβας δύο PFlor.195.4 (III d.C.).
2 c. ac. de pers. hartar, saciar ἄριστον ... καταλαβὼν ... ἐγέμιζεν αὑτόν Men.Pc.546.
II en v. med.-pas.
1 intr. llenarse, cargarse σκάφος ὁλκὰς ὣς γεμισθείς E.Cyc.505, καὶ οὕτω γεμισθεῖσαι ἀποπέτονται las abejas, Arist.HA 624b2, κηρύττειν πρώτους γεμίζεσθαι τοὺς ὡς ὑμᾶς πλέοντας D.20.31, ἔστ' ἂν τὸ ὑδροστάσιον γεμισθῇ PFay.131.12 (III/IV d.C.), βίου δὲ χρῄζοντες καὶ τοῦ γεμίζεσθαι τὴν γαστέρα Them.Or.23.293d
c. gen. llenarse de ὅταν αἱ ... φλέβες γεμισθῶσιν ἠέρος Hp.Flat.10, ἐγεμιζόμην ἀνθρωπείου τροφῆς Luc.Asin.46, ἐγεμίσθη ὁ ναὸς καπνοῦ Apoc.15.8, πτερῶν αὐτὸ (κεράμιον) γεμισθῆναι ἐκέλευσεν Hierocl.Facet.21
c. gen. abstr. γεμισθεὶς ἀλαζονείας Ph.2.186, γεμισθέντας εὐσεβείας Ph.2.357, τῶν τε τῆς κόρης προσώπων γεμισθείς Ach.Tat.1.6.1.
2 c. ac. πῦρ δὲ γεμισθείς AP 12.85 (Mel.).

English (Strong)

transitive from γέμω; to fill entirely: fill (be) full.

English (Thayer)

1st aorist ἐγεμισα; passive (present γεμίζομαι); 1st aorist ἐγεμίσθην; (γέμω, which see); to fill, fill full;
a. absolutely in passive: τί τίνος, to fill a thing full of something: τί ἀπό τίνος, of that which is used for filling, WH Tr marginal reading); also in the same sense τί ἐκ τίνος, WH marginal reading) (מִן מָלֵא, Winer s Grammar, § 30,8b.; Buttmann, 163 (143))).

Greek Monolingual

και γιομίζω και γιομώζω και γιομώνω (AM γεμίζω, Μ και γεμώζω και γεμώνω)
1. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή φορτώνω κάτι έτσι, ώστε να μη μένει καθόλου κενόγεμίζω το ποτήρι κρασί», «σποδοῡ γεμίζων λέβητας»)
2. τρώω πολύ, χορταίνω (α. «τή γέμισα» — για την κοιλιά
β. «γεμίζω τὴν κοιλίαν ἀπό τινος» γ. «γεμίζω ἐμαυτόν»)
3. (-ομαι) είμαι γεμάτος ή φορτωμένος («από τη ρίζα ώς την κορφή αγκάθια 'ν' γεμισμένο», «οἶνον γεμισθείς»)
μσν.- νεοελλ.
1. είμαι γεμάτος από κάτι («φουσάτα μάζωξε πολλά κι εγέμισαν οι κάμποι»)
2. φρ. «γεμίζω το ντουφέκι ή το όπλο» — τοποθετώ στην κάννη του όπλου μπαρούτι ή φυσίγγια (στρατ. παράγγελμα, γεμίσατε)
3. φρ. «γεμίζω το χέρι μου» — αποκτώ ιερατική εξουσία
νεοελλ.
1. παχαίνω («γέμισε το παιδί», «γέμισαν τα μαγουλά του»)
2. φρ. «γεμίζει το φεγγάρι» — βρίσκεται στη γέμιση, μεγαλώνει μέχρι να γίνει πανσέληνος
3. φρ. α) «δεν γεμίζει εύκολα το κεφάλι του» — δεν πείθεται ή δεν μπορεί να κατανοήσει κάτι
β) «εγέμισε ο νους μου» — το πήρα απόφαση
μσν.
φρ. «γεμίζω το δοξάρι» — τοποθετώ το βέλος στο τόξο.
[ΕΤΥΜΟΛ. γεμίζω < γέμω
γιομίζω, μεταπλασμένος τ. του γεμίζω (πρβλ. γεμάτος -γιομάτος)
μσν. γεμώζω < γεμίζω + γεμώνω, με συμφυρμό
το μσν. γεμώνω, αναλογικά προς το λιγώνω με επίδραση του γέμωση, που πλάστηκε κατά το λίγωση
τα νεοελλ. γιομώζω και γιομώνω αποτελούν μεταπλασμένους τύπους τών γεμώζω, γεμώνω.
ΠΑΡ. γεμιστός
μσν.- νεοελλ.
γέμισμα
νεοελλ.
γεμίδι, γέμιση, γεμιστήρας, γεμιστής, γέμιστρο(ν), γέμωση.
ΣΥΝΘ. καταγεμίζω (νεοελλ. και καταγιομίζω)
αρχ.
επιγεμίζω, υπεργεμίζω
νεοελλ.
απογεμίζω και απογιομίζω, καλογεμίζω, καταγεμίζω και καταγιομίζω, μισογεμίζω, ξαναγεμίζω, παραγεμίζω και παραγιομίζω].

Greek Monotonic

γεμίζω: (γέμω), μέλ. Αττ. -ιῶ,
I. γεμίζω με..., φορτώνω ή εξοπλίζω με..., λέγεται κυρίως για το φορτίο ενός πλοίου· με γεν., σε Θουκ. κ.λπ.· σποδοῦ γεμίζω λέβητας, γεμίζω τις τεφροδόχους με στάχτες, σε Αισχύλ. — Παθ., είμαι φορτωμένος ή γεμάτος με..., σε Δημ.
II. μεταγεν. στην Παθ., με αιτ., οἶνον γεμισθείς, σε Ανθ.