μέσο

Revision as of 12:40, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και μέσον, το (ΑM μέσον, Μ και μέσο και μεσόν, Α επικ. και ποιητ. τ. μέσσον)
1. κεντρικό σημείο ανάμεσα σε πολλά άτομα ή πράγματα, ο χώρος ανάμεσά τους, το κέντρο («το μέσο της πλατείας»)
2. το μεταξύ δύο ή περισσότερων τοπικών ορίων σημείο το οποίο απέχει ίση απόσταση από αυτά
3. (για χρόνο) σημείο το οποίο απέχει εξίσου από την αρχή και από το τέλος μιας ενέργειας
4. (ως επίρρ.) μέσο και μέσον
α) στη μέση, στο κέντρο
β) ανάμεσα, μεταξύ
5. φρ. α) «εν τω μέσω» ή «εν μέσω» ή «εις το μέσον» ή «εἰς τὸ μεσόν»
i) μεταξύ, ανάμεσα («βρέθηκα εν μέσω φίλων ξαφνικά»
ii) στη διάρκεια ενός γεγονότος, εν τω μεταξύ
β) «διά μέσου» ή, απλώς, «μέσω» — μέσα από, ανάμεσα («ταξίδεψα μέσω Ρώμης»)
7. στον πληθ. τα μέσα
τα εντόσθια, τα σπλάγχνα
νεοελλ.
1. μεσολάβηση
2. στον πληθ. α) τα κόπρανα («να ξύνεις κοιλιές και να τρως τα μέσα»)
β) χρηματικοί πόροι («έχω τα μέσα να στείλω το παιδί μου στο εξωτερικό για σπουδές»)
3. φρ. α) «έχω μεγάλα ή πολλά μέσα» — έχω ισχυρούς προστάτες ή υποστηρικτές («θ' άνέβει ψηλά γιατί έχει πολλά μέσα»)
β) «μέσα αναγκαστικά»
(νομ.) όσα χορηγούνται στον δανειστή προκειμένου να εξαναγκάσει τον οφειλέτη του να επιστρέψει πίσω τα οφειλόμενα
γ) «μέσα επικοινωνίας» — κάθε σύστημα μεταφοράς πληροφοριών ή κάθε κινητός φορέας που χρησιμεύει για τη μεταβίβαση ή τη μετάδοση μηνυμάτων
δ) «μέσα μαζικής ενημέρωσης» — μέσα επικοινωνίας και διάδοσης πληροφοριών και ιδεών, όπως είναι το ραδιόφωνο, η τηλεόραση, ο τύπος, τα οποία απευθύνονται σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων
ε) «μέσα παραγωγής»
(κατά τη μαρξιστική ορολογία) έννοια που χαρακτηρίζει το σύνολο τών υλικών στοιχείων τα οποία είναι απαραίτητα για την παραγωγική διαδικασία, σε διάκριση από το ανθρώπινο στοιχείο της παραγωγής, δηλαδή τους εργαζομένους
στ) «μέσα πληρωμής» — το χρήμα και τα υποκατάστατά του, όπως η επιταγή, η συναλλαγματική και το γραμμάτιο εις διαταγήν
ζ) «μέσα μεταφοράς» ή «μεταφορικά μέσα» — οχήματα που χρησιμεύουν για τη μεταφορά ατόμων από ένα σημείο σε άλλο
νεοελλ.-μσν.
1. καθετί που συντελεί στην επίτευξη ενός σκοπού, στην επιτυχία ενός έργου («το αποτελεσματικότερο μέσο για την αντιμετώπιση πολλών νόσων είναι η καθαριότητα»)
2. (ως επίρρ.) α) στο κέντρο
β) εντός
μσν.
1. (ως επίρρ.) α) στα δύο
β) χρον. κατά τη διάρκεια
γ) μπροστά, ενώπιον κάποιου
δ) διά μέσου
2. φρ. α) «εἰς μέσον»
i) μέσα, εντός
ii) χρον. μέσα σε διάστημα, σε προθεσμία
β) «ἐκ τοῦ μέσου» — από ανάμεσα
γ) «στὸ μέσο τοῦτο» — εν τω μεταξύ
δ) «ἐκβάλλω κάποιον ἐκ τοῦ μέσου [ή ἐκ τὸ μέσον]» — βγάζω κάποιον από τη μέση, τον σκοτώνω
ε) «σεβαίνω εἰς τὸ μέσον» — παρεμβαίνω, μεσολαβώ
στ) «φέρνω εἰς τὸ μέσον» — δημιουργώ
ζ) «φεύγω ἀπὸ τὸ μέσον» — αποχωρώ, απομακρύνομαι
μσν.-αρχ.
1. ενδιάμεση κατάσταση
2. φρ. α) «εἰς τὸ μέσον (ή μεσόν]» — μπροστά σε ομήγυρη
β) «τὰ ἐν τῷ μέσῳ» — τα γεγονότα που μεσολαβούν
αρχ.
1. η μέση φωνή
2. ο μέσος όρος
3. η διαφορά
4. η μετριότητα, το μέτριο
5. μέτρια δύναμη
6. (λογ.) ο μέσος όρος συλλογισμού
7. είδος δικαστηρίου στην Αθήνα
8. στον πληθ. τὰ μέσα
α) (για ποιήματα) τα ογκώδη
β) μαθημ. μέσοι όροι αναλογίας
γ) αστρον. η εκλειπτική
δ) ο ισημερινός στρεφόμενης σφαίρας
ε) (φιλοσ.) τα αδιάφορα
στ) όρχεις, μέζεα
9. (ως επίρρ.) μέσον και μέσσον
α) σε μέτριο βαθμό
β) με ενδιάμεσο τρόπο
γ) στη μέση φωνή
10. φρ. α) «ἐκ τοῦ μέσου» — βγάζω κάτι παράμερα
β) «οἱ διὰ μέσον» — η κεντρώα πολιτική παράταξη, οι μετριοπαθείς
γ) «τὸ διὰ μέσον» — η μεσαία τάξη
δ) «ἐς μέσον τίθημι τινί τι» — θέτω βραβείο στο μέσον για κάποιον προκειμένου να αγωνιστεί για αυτό
ε) «ἐς τὸ μέσον τιθέναι» — προτείνω ή παρουσιάζω κάτι στο κοινό
στ) «τὸ ἀνὰ μέσον» — μεταξύ, ανάμεσα
ζ) «τὸ διὰ μέσου» — μεταξύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. μέσος].